ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 7/12/2008
Η δύσκολη αναζήτηση ενός «νέου σχεδίου» για την Ελλάδα της επόμενης δεκαετίας
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα βιβλία που γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα από εν ενεργεία πολιτικούς είναι αναμφισβήτητα το πόνημα του Αλέκου Παπαδόπουλου «Τα βήματα του Έστερναχ. Η Ελλάδα μετά το 2010» (εκδ. Εστία).
Η μελέτη, γραμμένη σε ύφος γλαφυρό και μαχητικό, συμπυκνώνει σε 150 περίπου σελίδες μια πλήρη ανάλυση για τα σημερινά προβλήματα της χώρας μας, απαλλαγμένη από τα σύνδρομα του εμπειρισμού και του «κυβερνητισμού» και συνοδευόμενη από συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις. Ειδικότερα:
Ο συγγραφέας αρχικά ανατέμνει σε βάθος τις παθογένειες της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας –με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη των πολιτισμικών ελλειμμάτων και των συνακόλουθων παραθεσμικών λειτουργιών της (παραοικονομία, παραδιοίκηση, παραπολιτική)– και διατυπώνει, με αξιοσημείωτη ενάργεια, την άποψη για μια «ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία».
Στη συνέχεια αναλύει, με τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία τη θέση για μια ριζική μεταρρύθμιση του κράτους, τόσο σε κεντρικό επίπεδο –μείωση του αριθμού των υπουργείων και αλλαγή της σύνθεσης του πολιτικού και διοικητικού προσωπικού τους– όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε να προκύψουν αφενός ισχυρότεροι πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ -όχι πάνω από 524- και αφετέρου έξι νέοι περιφερειακοί ΟΤΑ, με κριτήριο έναν ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό και την εκπόνηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Ως προς το πολιτικό σύστημα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι προτάσεις του για τον περιορισμό της καταχρηστικής κυβερνητικής διάλυσης της Βουλής, κατά το σουηδικό πρότυπο, και για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, με την υιοθέτηση του πλειοψηφικού με μονοεδρικές περιφέρειες (ενώ συζητεί, εναλλακτικά και την προσθήκη περιφερειακού ψηφοδελτίου, με αναλογική εκλογή, όπως προτείνει επίσημα ΠΑΣΟΚ).
Εξ ίσου τεκμηριωμένες είναι και οι προτάσεις για την οικονομία. Ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει τις προσπάθειες σύγκλισης με τις άλλες (δυτικο)ευρωπαϊκές χώρες, που έγιναν την δεύτερη κυβερνητική περίοδο του ΠΑΣΟΚ, με τις κραυγαλέες υστερήσεις και τις ανακολουθίες της οικονομικής πολιτικής της παρούσας κυβέρνησης, που παροξύνουν, κατά τον συγγραφέα, τα σοβαρά ούτως ή άλλως προβλήματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Η ανάλυση καταλήγει στην αναγκαιότητα για ένα «νέο σχέδιο για τη χώρα», προκειμένου να επιτευχθεί αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «νέος ενάρετος οικονομικός κύκλος».
Η μελέτη κλείνει με μια νέα θεώρηση του κοινωνικού κράτους, η οποία συνοψίζεται στον συνδυασμό της «καθολικότητας» με την «γενναία επιλεκτικότητα» και στην αποφασιστική καταπολέμηση της αδιαφάνειας και της κακής διαχείρισης των κοινωνικών δαπανών. Αξιοπρόσεκτη ιδίως είναι δέσμη προτάσεων για την υγεία, που αποδεικνύει γιατί υπήρξε ο τελευταίος επιτυχημένος υπουργός υγείας (προκαλώντας αναπόφευκτα μελαγχολικές σκέψεις τόσο για την τότε αποπομπή του όσο και για την σημερινή κατάντια της υγείας…).
Είναι φανερό, από τα παραπάνω, ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη βιβλίο γραμμένο από πολιτικό για λόγους επικοινωνιακούς αλλά για ένα πλήρες ιδεολογικοπολιτικό μανιφέστο. Προσωπικά απόλαυσα την ανάλυση του συγγραφέα και χάρηκα ακόμη και τις διαφωνίες μου μαζί του, με τις οποίες θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την σύντομη παρουσίαση:
Ο συγγραφέας κατά την άποψή μου παραμένει υπερβολικά προσκολλημένος στα παρωχημένα στερεότυπα της μεταλλαγμένης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας της δεκαετίας του ’90 αλλά και στην ιδεολογική ασάφεια του «εκσυγχρονισμού» της περιόδου 1996-2004, του οποίου εμφανίζεται ακόμη και σήμερα ένθερμος θιασώτης, παρά την κριτική που ασκεί για την δεύτερη τετραετία (και παρά το ότι δεν είχε και την καλύτερη δυνατή μεταχείριση ως υπουργός των τότε κυβερνήσεων…). Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου ιδεολογήματος του «εκσυγχρονισμού» -ο οποίος από θεμιτό και χρήσιμο εργαλείο στην υπηρεσία της προοδευτικής σκέψης ανήχθη σταδιακά, σε αυταξία και αυτοσκοπό, προκαλώντας μια έντονη σύγχυση ως προς την στόχευση της σημερινής σοσιαλιστικής Αριστεράς- η ανάγκη «προσαρμογής» στην σύγχρονη πραγματικότητα όχι απλώς ταυτίζεται με την «πρόοδο» αλλά ανάγεται και σε κριτήριο προοδευτικότητας, ενώ η –ορθή– αποδοκιμασία του «λαϊκισμού» και του «συντεχνιασμού» δεν συνοδεύεται επαρκώς από τον στιγματισμό ενός πολλαπλάσια μεγαλύτερου προβλήματος, της «διαπλοκής», που γιγαντώθηκε δυστυχώς στην περίοδο του «εκσυγχρονισμού». Επίσης ενδεικτική είναι και η μάλλον άκριτη -και παρωχημένη ήδη, ενόψει των πρόσφατων ραγδαίων εξελίξεων- προσχώρηση του συγγραφέα στην εύκολη ρητορεία υπέρ της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων (αντί να προβληματισθεί για τον ριζικό μετασχηματισμό τους, προκειμένου να παραμείνει εκτός εμπορευματοποίησης ένας αυστηρά οριοθετημένος χώρος δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών).
Ωστόσο, δεν θα ήθελα κλείνοντας, να αδικήσω τον συγγραφέα. Η τάση που σκιαγράφησα είναι εμφανής αλλά όχι κυρίαρχη στο έργο του, καθώς αναπτύσσονται και αντίρροπες ιδεολογικοπολιτικές θέσεις, που αν μη τι άλλο δείχνουν μια ενδόμυχη αντίσταση των ουμανιστικών αξιών της ευρείας Αριστεράς. Και τούτο παρά την πεισματική εμμονή σε έναν προεχόντως πραγματιστικό λόγο (που συγχέει συχνά τα όρια μεταξύ του εφικτού και του επιθυμητού) και την υπερβολική συχνά, πολεμική κατά των –υπαρκτών– λαϊκιστικών παρεκτροπών της ευρείας Αριστεράς, που αδικεί, νομίζω, τις πραγματικές προθέσεις του συγγραφέα).
Συμπερασματικά, το έργο του Αλέκου Παπαδόπουλου είναι πραγματική συμβολή στο δημόσιο διάλογο και αξίζει πράγματι να διαβασθεί. Όχι μόνο γιατί αποτελεί την κατάθεση ψυχής ενός πολιτικού που διαχειρίσθηκε ευδόκιμα σημαντικότατους τομείς της δημόσιας ζωής -αφήνοντας παντού τα σημάδια μιας γνήσια μεταρρυθμιστικής πολιτικής- αλλά και γιατί πάλλεται από την αγωνία να αναζητηθούν πρόσφορες διέξοδοι για την αντιμετώπιση των πολλαπλών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα. Από αυτή δε την άποψη αποτελεί, αναμφισβήτητα, πολύτιμη συνεισφορά σε κάθε προσπάθεια εξόδου από την σημερινή κρίση.
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
|