ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ” - Απρίλιος 2009

Αλέκος Παπαδόπουλος: Τα βήματα του Έστερναχ - Η Ελλάδα μετά το 2010

Εκδόσεις Εστία, 2008, σελ 153

Στην εποχή της κυριαρχίας της επικοινωνίας, τα βιβλία των πολιτικών μοιάζουν τις περισσότερες φορές να είναι γεμάτα με εντυπωσιακές εικόνες, κενού πολιτικού περιεχομένου. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τα περισσότερα βιβλία πολιτικών, είτε αποτελούν συνονθύλευμα ξεκρέμαστων προτάσεων, είτε συνθέτουν ένα τοπίο αυτοπροβολής και έπαρσης. Από αυτά τα βιβλία, απουσιάζει ένα πράγμα και αυτό δεν είναι άλλο από την Πολιτική.

Και όταν λέω πως απουσιάζει η πολιτική, εννοώ πως απουσιάζει η πολιτική ως συμπύκνωση ταξικών θέσεων και ως τόπος γενίκευσης των συμφερόντων ευρύτερων κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων. Δεν απουσιάζει όμως η «πολιτική» ως απόσυρση και μετάθεση ευθυνών, ως κουτσομπολιό ή ως εύκολο κατηγορητήριο κατά των αντιπάλων. Με ένα λόγο, δεν απουσιάζει η «πολιτική» ως λαϊκισμός.

Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε, ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Αλέκος Παπαδόπουλος, αντίθετα με πολλούς άλλους συναδέλφους του, μιλάει για την πολιτική με τη βαθύτερη της έννοια, για την πολιτική ως εκείνο το πεδίο εντός του οποίου συμπυκνώνονται και γενικεύονται ευρύτερα και καθολικά συμφέροντα. Ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου θα συναντήσει ένα μεστό ως «θρασύ» πολιτικό λόγο. Ένα λόγο που δεν εξωραΐζει το πολιτικό σύστημα, ούτε όμως του αντιπαρατίθεται με απολίτικο και ηθικολογικό τρόπο. Ένα βιβλίο, που ο συγγραφέας του, ενεργός πολιτικός -ελπίζω πως θα είναι για πολύ καιρό ακόμη ενεργός πολιτικός- αναφέρεται στο χαρακτήρα και τα αιτήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και συντεχνιών, που, ασκώντας ιδεολογική τρομοκρατία, κρατούν στη στασιμότητα και στη «δημοκρατικότητα της αδράνειας» το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία.

Ο πολιτικός Παπαδόπουλος, προτού προχωρήσει στην ουσία των θέσεών του, φροντίζει να διευκρινίσει τη μεθοδολογική βάση πάνω στην οποία στηρίζει τις απόψεις του. Αυτή στηρίζεται σε δυο πυλώνες.

Ο πρώτος πυλώνας, αφορά τον σεβασμό και την εκτίμηση της γνώσης. Αντίθετα απ’ τη γνωστή ρήση του Μαρξ, ο συγγραφέας επιμένει πως ο πολιτικός πρέπει να γνωρίζει την πραγματικότητα που θέλει να αλλάξει, «μια πραγματικότητα αλλάζει και ανατρέπεται μόνο όταν έχει γίνει πλήρως αντιληπτή». Αυτό, σε μια συντεταγμένη και ορθολογικά δομημένη κοινωνία, θα ήταν αυτονόητο. Αν προσπαθήσουμε όμως να δούμε σε ποιο βαθμό οι «επαγγελματίες» της πολιτικής εκτιμούν τη γνώση της πραγματικότητας, την οποία υποτίθεται καλούνται να διαχειριστούν και να αλλάξουν, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η υποτίμηση αυτού του αυτονόητου, επιφέρει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία.

Ο δεύτερος πυλώνας, αφορά τη δηλωμένη αδιαφορία του για τις «σκιαμαχίες των προσώπων». Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι οι «αντικειμενικές και απρόσωπες συνθήκες». Πιστεύω όμως πως αυτή η θέση του, αν την τραβήξει κανείς στα άκρα, οδηγεί στην αθώωση της πολιτικής αδράνειας την οποία ο συγγραφέας στηλιτεύει, αφού σε τελική ανάλυση μπορεί να εκληφθεί πως για τη στασιμότητα, φταίνε οι αντικειμενικές συνθήκες και όχι οι πολιτικές αποφάσεις. Ο Παπαδόπουλος δεν διστάζει σε δύσκολους καιρούς να σηκώσει τη σημαία του εκσυγχρονισμού, αφού θεωρεί πως αυτός θα επανακάμψει σύντομα ως ζωτική ανάγκη. Δεν είναι τυχαίο που δεν «φοβήθηκε» να αντιταχθεί στη διαγραφή Σημίτη, αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, θα ήταν ο μόνος από τους τόσους που στελέχωσαν τις κυβερνήσεις της εκσυγχρονιστικής περιόδου, ο οποίος για προσωπικούς λόγους θα νομιμοποιούνταν να μη μιλήσει (δες τον τρόπο που αποπέμφθηκε τον Ιούνιο του 2002 από την κυβέρνηση Σημίτη). Με τη στάση του αυτή απέδειξε πως τα έργα του δεν διαφέρουν από τα λόγια του.

 Ο συγγραφέας θεωρεί πως από το 2000 και ύστερα, ξεκινάει μια πορεία αποσύνθεσης του δημόσιου βίου. Η κυβέρνηση Σημίτη, τη δεύτερη τετραετία, για λόγους που όμως δεν εμβαθύνει, μετατράπηκε από δύναμη εξελίξεων και ανατροπών, σε «κατάσταση αυτάρεσκης στασιμότητας». Μια στασιμότητα που η κυβέρνηση της Ν.Δ οδήγησε σε τέλμα. Απλοποιώντας λίγο τα πράγματα, θεωρεί πως σήμερα, το κεντρικό πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης κινείται ανάμεσα στις δυνάμεις της καθήλωσης και τις δυνάμεις της εξέλιξης. Δεν διστάζει να υποστηρίξει πως αυτές οι δυνάμεις διαχέονται οριζόντια σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Αυτό είναι ορθό, αλλά αυτό από μόνο του δεν σημαίνει πως οι διαχωρισμοί Αριστεράς και Δεξιάς παύουν να ισχύουν. Το ίδιο πιστεύει και ο Παπαδόπουλος. Σ’ αυτό το σημείο καλεί το ΠΑΣΟΚ να μετεξελιχθεί σε μια νέα ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία.

Ο συγγραφέας θεωρεί τη σοσιαλδημοκρατία συστατικό στοιχείο της Αριστεράς. Στην Ευρώπη, το να συμπεριλαμβάνει κανείς τη σοσιαλδημοκρατία στην Αριστερά, αποτελεί κοινοτοπία. Στην Ελλάδα όμως, αυτή η άποψη λοιδορείται στο όνομα μιας «ορθοδοξίας», η οποία όλοι γνωρίζουν πού οδήγησε την Ανατολική Ευρώπη, ή στο όνομα ενός λαϊκίστικου ριζοσπαστισμού, ο οποίος δεν έχει να προσφέρει τίποτα στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Αποτελεί έλλειμμα του βιβλίου που δεν εξετάζει σε μεγαλύτερο βάθος τη νέα σοσιαλδημοκρατία στο φόντο που προέκυψε μετά το 1970, αλλά και μετά τη σημερινή οικονομική κρίση.

Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας υποστηρίζει πως η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να σεβαστεί τη λειτουργία των αγορών, αν και οφείλει να λειτουργεί ρυθμιστικά και να τους ασκεί έλεγχο. Σίγουρα, η πραγματικότητα στη σχέση αγοράς και δημόσιου τομέα, είναι πιο πλούσια απ’ αυτή που περιγράφει. Αυτή η σχέση δεν μπορεί να περιορίζεται στη θεσμοθέτηση κανόνων λειτουργίας, ούτε μόνο στις ιδιωτικοποιήσεις. Το κύριο πάντως εδώ, είναι η άποψή του ότι για να πετύχει σήμερα η Αριστερά, χρειάζεται να σέβεται το άτομο και την επιχειρηματικότητα και ταυτοχρόνως να δημιουργεί δίχτυ προστασίας των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων. Η αγορά δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Δεν είναι όμως και θεσμός του οποίου οι κανόνες λειτουργίας καθορίζονται από το κράτος, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας. Η αγορά αποτελεί μια πτυχή της συνολικής παραγωγικής διαδικασίας, όπου οι αξίες χρήσης πραγματοποιούνται σε ανταλλακτικές αξίες- η αγορά δε, τα τελευταία πεντακόσια χρόνια, αποτελεί πτυχή της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας- και ως τέτοια πρέπει να εξετάζεται μέσα σ’ ένα πλέγμα ευρύτερων και αναγκαίων κοινωνικών σχέσεων.

Ο συγγραφέας περιγράφει με τόλμη τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται να πραγματοποιηθούν στο κομματικό σύστημα, στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, της οικονομικής πολιτικής, της υγείας. Στον λαϊκίστικο κομματικό λόγο, στις συντεχνίες, στα κεκτημένα συμφέροντα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα εντοπίζει τους αντιπάλους αυτών των προτεινόμενων αλλαγών. Αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που τις συνδέει άμεσα με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Μια παρατήρηση που θα μπορούσε κανείς να κάνει στον συγγραφέα είναι πως δεν λαμβάνει πολύ υπόψη του τη σημερινή οικονομική κρίση. Νομίζω όμως πως αυτή η παράλειψη έχει και θετικές πλευρές, γιατί η συγκυρία ποτέ δεν ήταν ασφαλής μακροπρόθεσμος πολιτικός σύμβουλος.

Έτσι, σήμερα, παρατηρούμε πως με πρόσχημα την κρίση, επιδιώκεται να επανέλθουν στο προσκήνιο πολιτικές κρατισμού που θα επιδεινώσουν την κρίση. Πολιτικές στήριξης των ασθενέστερων, που στηρίζονται σε ελλειμματική βάση, δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να αναπαράγουν τις συνθήκες που γεννούν φτώχεια. Αντί του κρατισμού, η πρόταση του συγγραφέα για κοινωνική πολιτική, η οποία θα στηρίζεται στην αναδιανομή που θα προέλθει από την αύξηση της φορολογίας (δες και Πολ Κρούγκμαν «Η συνείδηση ενός προοδευτικού», Εκδόσεις Πόλις, 2008) είναι πολύ πιο αριστερή από τις προτεινόμενες επιδοματικές πολιτικές αναπαραγωγής της φτώχειας.

Γιωργος Σιακαντάρης

 

 

Home