ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ Κ. ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ
«ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΕ ΜΕΤΑΒΑΣΗ: ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΔΗΜΟΣΙΟ MANAGEMENT, ΣΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ»
9 Ιουνίου 2005
Η καρδιά της προσαρμογής ξεκινά από την οικονομία και το κράτος. Και είναι σε αυτό το επίπεδο πλέον απαραίτητη για την Ελλάδα η ρήξη με το παλαιό και παρωχημένο μεταπολεμικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, προκειμένου να μπορέσει να αντέξει στον εσωτερικό πλέον ανταγωνισμό από τις υπόλοιπες χώρες.
Ακριβώς επειδή καθυστερούμε την προσαρμογή στο οικονομικό πεδίο, και καθώς εμείς οι πολιτικοί αρεσκόμαστε να παρουσιαζόμαστε ως μεταρρυθμιστές και επαναστάτες, όλο το βάρος της δημόσιας συζήτησης γύρω από τον εκσυγχρονισμό της χώρας επικεντρώθηκε στην Ελλάδα γύρω από την λεγόμενη «μεταρρύθμιση του Κράτους».
Επιτρέψτε μου να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, ίσως και κάπως αιρετικός …
Αποτελεί στη Ελλάδα μόνιμη επωδό τα τελευταία τουλάχιστον 50 χρόνια, ότι κύρια αιτία όλων των δεινών στη χώρα είναι η ανεπάρκεια του κράτους και του δημόσιου τομέα. Κι ότι η μεταρρύθμιση του κράτους, η απεμπλοκή του από την πολιτική και κομματική εξάρτηση, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης είναι η συνθήκη sine qua non για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Και όλοι μας, ή τουλάχιστον όσοι έχουμε ασχοληθεί με το αντικείμενο, από θέσεις πολιτικές, από επάλξεις επιστημονικές ή τεχνοκρατικές, συμφωνούμε ότι χρειαζόμαστε ένα άλλου τύπου κράτους στην χώρα μας. Έχουμε μάλιστα προχωρήσει πολύ στην περιγραφή αυτού του ιδεατού δημιουργήματος και το έχουμε κατά περιόδους αποκαλέσει με διάφορους τρόπους.
Το έχουμε αποκαλέσει «κράτος-στρατηγείο», δηλαδή μηχανισμό διοίκησης αποκεντρωμένο και ευέλικτο, που υποστηρίζει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των διαφορετικών περιοχών της χώρας, που στηρίζει την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη με τις απαραίτητες επενδύσεις, που ενδυναμώνει τις τοπικές κοινωνίες, προκειμένου να βρουν τους δικούς τους δρόμους για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και προκοπή.
Το έχουμε ακόμη αποκαλέσει «κράτος-ρυθμιστή», δηλαδή μηχανισμό που δημιουργεί ένα ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον στην οικονομία, που υποστηρίζει το επιχειρείν, εξασφαλίζοντας το λεγόμενο στην αγγλοσαξονική “level playing ground”, που αναιρεί τις όποιες στρεβλώσεις και διασφαλίζει επαρκή ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ώστε να επωφελείται ο τελικός καταναλωτής, που φορολογεί και επιδοτεί, ανάλογα με την περίπτωση και με τους ευρύτερους πολιτικούς στόχους, την οικονομική δραστηριότητα με αντικειμενικά κριτήρια και μηχανισμούς.
Το έχουμε τέλος αποκαλέσει «κράτος κοινωνικό», που διασφαλίζει (άμεσα ή και έμμεσα) την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πολίτες της χώρας, που μεριμνά ιδιαίτερα για την υποστήριξη των πλέον ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων, που επιτρέπει την ισότητα των ευκαιριών σε όλους και εξισορροπεί την βιαιότητα μιας άκρως ανταγωνιστικής εποχής.
Προχωρήσαμε λοιπόν όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα σε απανωτές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του κράτους. Αποκεντρώσαμε αρμοδιότητες από το κέντρο στην περιφέρεια και από το κράτος στην Αυτοδιοίκηση, κι αν μειώσαμε τους Δήμους μας, όλοι συμφωνούμε ότι μας περισσεύουν …
Τους δώσαμε οικονομικούς πόρους για να γίνουν ανεξάρτητοι, αλλά καταφέραμε να τους κρατήσουμε εξαρτημένους και ετεροκαθορισμένους, πολιτικά και οικονομικά …
Δημιουργήσαμε πλήθος ελεγκτικών μηχανισμών σε όλα τα πεδία της δημόσιας διοίκησης, Σώματα Επιθεωρητών, Γενικά και Ειδικά, και σώματα επιθεωρητών για να επιθεωρούν τους επιθεωρητές. Συστήσαμε τον Συνήγορο του Πολίτη, κατά το μοντέλο του Ombudsman και προχωρούμε ακάθεκτοι στην κατασκευή και τον πολλαπλασιασμό πλήθος άλλων υπο-συνηγόρων, για τον καταναλωτή και τον οπλίτη, για τον ασθενή (και τον οδοιπόρο …).
Αλλάζουμε δεκάδες φορές ονόματα στα Υπουργεία μας, δημιουργούμε γενικές και ειδικές γραμματείες, συστήσαμε πλήθος ειδικών μονάδων και καταργήσαμε άλλες τόσες ...
Κι αφού για είκοσι τουλάχιστον χρόνια επιδοθήκαμε σε έναν άνευ προηγουμένου διοικητικό ακτιβισμό, εξακολουθούμε να παραγγέλνουμε εκθέσεις με το κιλό για την μεταρρύθμιση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης την οποία ασυστόλως εκσυγχρονίζουμε. Μήπως εδώ υπάρχει κάποια αντίφαση; Όχι μόνο μια αγαπητοί φίλοι. Γιατί αν όλοι εμείς, οι πολιτικοί, οι τεχνοκράτες κι οι επιστήμονες έχουμε δώσει όλα αυτά τα όμορφα ονόματα-ετικέτες στο σύγχρονο κράτος που ονειρευόμαστε, αν τόσα χρόνια προσπαθούμε να το εκσυγχρονίσουμε, μεταρρυθμίσουμε, ανανεώσουμε, ανασυγκροτήσουμε, επανιδρύσουμε, γιατί βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο;
Μα γιατί η μεγαλύτερη αντίφαση δεν είναι εσωτερική στο σύστημα, ανάμεσα στις επιδιώξεις της πολιτικής και της γραφειοκρατίας, αλλά εξωτερική σε αυτό, ανάμεσα στην πολιτικοδιοικητική σφαίρα και την κυρίαρχη άποψη σήμερα στην ελληνική κοινωνία; Μια άποψη που συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες σήμερα περιμένουν από το κράτος και την κυβέρνηση περίπου τα πάντα …
Την ίδια ώρα που μιλάμε για ένα κράτος - ουδέτερο ρυθμιστή της αγοράς, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης πιστεύει ότι είναι το κράτος και η κυβέρνηση που «δημιουργεί» θέσεις εργασίας, ή τουλάχιστον ότι το κράτος και η κυβέρνηση είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τις θέσεις που δημιουργεί η αγορά, ότι η κυβέρνηση και το κράτος «προσκαλεί» τις επενδύσεις και «διατάσσει» την ανάπτυξη … (Θυμάστε το 5% της ανάπτυξης που υποσχέθηκε η σημερινή κυβέρνηση;)
Συζητούμε με πείσμα και επιμονή για το χτίσιμο του επιτελικού κράτους, με λίγα, τεχνοκρατικά και καλά αμειβόμενα στελέχη και παράλληλα συνεχίζουμε να τρέφουμε αυτόν τον μονολιθικό Λεβιάθαν με χιλιάδες νέους υπαλλήλους, αφού η κυβέρνηση και το κράτος πρέπει να μονιμοποιεί τους πάντες.
Βρισκόμαστε λοιπόν, Κυρίες και Κύριοι, σήμερα εδώ, με την ευκαιρία της παρουσίασης ενός σπουδαίου βιβλίου, για να συζητήσουμε το πολύ σημαντικό ζήτημα των ρήξεων και των μεταρρυθμίσεων, που όλοι μας στα λόγια χαρακτηρίζουμε απαραίτητες και καθυστερημένες και απέναντί μας έχουμε μια κοινωνία εθισμένη στο status quo και στην ελάχιστη δυνατή παράκαμψη από την πεπατημένη.
Για να παραφράσω τον τίτλο μιας ταινίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια «γενναία νέα εποχή» κι απέναντί μας έχουμε λογικές που αποστρέφονται το καινούργιο, το άγνωστο, το διαφορετικό. Εννοώ το αυθεντικό και όχι το δήθεν της τρέχουσας πολιτικής ρητορικής.
Φυσικά η ανασφάλεια που χαρακτηρίζει την αντίληψη αυτή για την νέα εποχή δεν είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο.
Αν μη τι άλλο, το δημοψήφισμα για το ευρωπαϊκό σύνταγμα στη Γαλλία κι αμέσως μετά στην Ολλανδία, μας δείχνει ότι κοινωνίες πολύ πιο δομημένες κι ισχυρές από την ελληνική, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα σε σχέση με το νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Και είναι σίγουρο ότι την μεγαλύτερη ζημιά στην Γαλλία την έκανε η με μεγάλη βιασύνη αποσυρθείσα οδηγία Bolkenstein, για το άνοιγμα των υπηρεσιών στον ενδο-ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, στην οποία Γερμανοί και Γάλλοι είδαν τον κίνδυνο μαζικής και βίαιης εισόδου στις εθνικές προστατευμένες αγορές υπηρεσιών, χαμηλά αμειβομένων δικηγόρων, μηχανικών, χρηματιστών, αρχιτεκτόνων, γιατρών και λοιπών επαγγελματιών από τα νέα κράτη μέλη.
Είναι σίγουρο ότι η αναγκαιότητα της συνεχούς προσαρμογής δεν είναι ένα απλό θεωρητικό σχήμα που βάζουμε στο τραπέζι ή σε ένα βιβλίο για λόγους ρητορικούς. Είναι ένα σημαντικό διακύβευμα, που βρίσκεται εδώ, μπροστά μας, και που τίθεται με όρους επείγοντος και το συγκεκριμένο βιβλίο αυτό το αναδεικνύει.
Να ξεκαθαριστεί μια για πάντα και να γίνει συνείδηση σε όλους ότι το παρόν σύστημα της άλωσης του κράτους δεν είναι πλέον βιώσιμο. Αλλά και ότι το παρόν σύστημα της λεηλασίας από το κράτος και την κυβέρνηση των ζωτικών δυνάμεων του έθνους, μέσα από τον χειρότερο κεφαλικό φόρο όλων, του δημοσίου χρέους και μιας αδρανούς δημόσιας διοίκησης, και αυτό πλέον δεν είναι βιώσιμο.
Η συνείδηση τη πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα, η συνειδητοποίηση του αδιεξόδου προς το οποίο κινείται, είναι το πρώτο και καθοριστικό βήμα, είναι η βάση στην οποία θα μπορέσει να εδραιωθεί μια πραγματικά μεταρρυθμιστική πολιτική, και όχι εξαγγελίες μεταρρυθμίσεων στο Κράτος με μόνο σκοπό να καλυφθούν οι πρόσκαιρες επικοινωνιακές ανάγκες.
Αυτή είναι η ρήξη που απαιτείται σήμερα για την επιβίωση της χώρας μας. Αυτή είναι η σύγχρονη πρόκληση που καλούμαστε να φέρουμε σε πέρας και πρέπει να φέρουμε σε πέρας σήμερα κι όχι πλέον να την μεταθέσουμε στο μέλλον.
Αν προσπάθησα μέχρις εδώ να μεταδώσω την αίσθηση του επείγοντος που εγώ πράγματι πιστεύω ότι χρειάζεται στην δεδομένη χρονική και πολιτική συγκυρία, το έκανα συνειδητά. Γιατί είμαι πεπεισμένος ότι ορισμένες φορές, πρέπει κανείς να εξαντλήσει τα περιθώρια, για να πάρει τις πραγματικά δύσκολες αποφάσεις.
Η πορεία της Ελλάδας προς τα εμπρός δεν μπορεί να προκύψει μέσα από μανιχαϊστικά διλήμματα περί ‘προόδου’ και ‘συντήρησης’, ‘εκσυγχρονισμού’ και ‘παράδοσης’, πόσο μάλλον μέσα από τη χρήση όρων-στερεοτύπων της πάλαι πότε ιδεολογικής διαπάλης αριστεράς και δεξιάς.
Παράδοση και εκσυγχρονισμός δεν είναι έννοιες αντιφατικές. Κάθε άλλο μάλιστα.
Χρειάζεται όμως κάτι, στο οποίο περισσότερο από καθετί άλλο έχουμε αποτύχει μέχρι σήμερα. Χρειάζεται ένας ‘εργαλειακός εκσυγχρονισμός’ κι αυτό πρέπει να είναι το Ελληνικό σχέδιο για τον 21ο αιώνα. Η αξία του βιβλίου που σήμερα έχουμε τη τιμή να παρουσιάζουμε αυτή την ανάγκη αυτής της επιλογής μας αποδεικνύει.
Χρειάζεται φυγή προς τα εμπρός, γιατί μπορεί ο ιστορικός χρόνος να είναι το μέτρο των αναλύσεών μας, δεν μπορεί όμως να είναι το μέτρο της δράσης μας.
Θα έλεγα ότι μας χρειάζεται συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου, χρειάζεται τόλμη και ρήξεις για να δώσουμε στη νέα συλλογικότητα και στο καινούργιο που έρχεται, πεδίο δράσης.
Αυτό είναι θέμα ευθύνης, κυρίαρχα, της πολιτικής τάξης, όσον αφορά την παιδαγωγική της λειτουργία. Συνεπάγεται δε χρόνο και προσπάθεια να εξηγήσουμε στους πολίτες, που θέλουμε να πάμε τη χώρα και γιατί πρέπει να κινηθούμε με δεδομένο τρόπο στη νέα εποχή. Και φυσικά συνεπάγεται κάτι διαφορετικό από την τρέχουσα πολιτική επικοινωνία, όπου όλα τα βαφτίζουμε πολιτικά και ξεμπερδεύουμε.
Φυσικά, είπα πριν ότι αποτελεί ευθύνη, κυρίαρχα της πολιτικής τάξης, αλλά όχι αποκλειστικά δική της ευθύνη. Γιατί στην νέα πορεία του ελληνισμού, πρέπει κι υπόλοιπες φυσικές ηγεσίες της χώρας να συνεισφέρουν. Αλλά πούντες;
Η μόνη «ηγεσία» που είναι ορατή σήμερα στη χώρα μας είναι η λεγόμενη επικοινωνιακή και αυτή συχνά λειτουργεί κατεδαφιστικά.
Αν έγκαιρα δεν αποφασίσουμε να επενδύσουμε στη γλώσσα του μέλλοντος, αν αύριο κιόλας δεν ξεκινήσουμε έναν ειλικρινή διάλογο με την κοινωνία για την προοπτική και το μέλλον της, αν δεν εξηγήσουμε πειστικά το δέον γενέσθαι, φοβούμαι ότι το παλιό θα επικρατήσει.
Και σε λίγα χρόνια θα βρισκόμαστε σε μια τέτοια αίθουσα και θα συζητούμε πάνω σε ένα αντίστοιχο βιβλίο. Μόνο που δεν θα περιγράφει την προοπτική, αλλά την αποτυχία μας να φτιάξουμε αυτό το όνειρο. Σας ευχαριστώ.
|