ΟΜΙΛΙΑ ΑΛΕΚΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΤΟ 16ο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΗΓΕΣΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
19/05/05
Κυρίες και Κύριοι, είναι πράγματι προκλητικός και ισχυρά συμβολικός συνάμα ο τίτλος της φετινής εκδήλωσης της Εταιρείας Ανωτάτων Στελεχών Επιχειρήσεων: «Ρήξη με το χθές, η αναγκαιότητα της συνεχούς προσαρμογής».
Κι είναι για εμένα μεγάλη τιμή η πρόσκληση που μου απευθύνατε να συμμετάσχω στο Ελληνικό Συνέδριο Ηγεσίας, όταν σήμερα έχω την χαρά και την μεγάλη ικανοποίηση να κάθομαι δίπλα στον Φρεντερίκ Ντε Κλέρκ, έναν άνθρωπο που όχι απλά κατανόησε την ανάγκη της ρήξης, αλλά που την ανάγκη την μετουσίωσε σε πράξη, σε υπέρβαση που για πάντα πλέον σημάδεψε την χώρα του.
Ξέρετε, η θέση στην οποία βρίσκομαι σήμερα είναι και λίγο άβολη. Κι αυτό γιατί νιώθω την ανάγκη, στην αντιμετώπιση του θέματος που μου ζητήσατε να σχολιάσω, να βρω μιαν ισορροπία ικανοποιητική ανάμεσα στην ελληνικότητα και την οικουμενικότητά του. Ισορροπία ανάμεσα στον πλανητικό χαρακτήρα αυτού του μεγάλου ζητήματος της συνεχούς προσαρμογής σε ολοένα και πιο γρήγορα μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις, ζήτημα πιεστικό και καίριο για όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, και στις ιδιαιτερότητες που το ίδιο αυτό ερώτημα παίρνει στη χώρα μας. Το μόνο λοιπόν που μπορώ να σας πω ξεκινώντας, είναι ότι αυτή την ισορροπία και σύνθεση θα την προσπαθήσω, ζητώντας προκαταβολικά συγνώμη για όσα ζητήματα αμιγώς ελληνο-ελληνικά πρόκειται να θίξω.
Θα ξεκινήσω με μια πολύ σχηματική περιγραφή της κατάστασης της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο για να δώσω την ευκαιρία στον σχολιαστή του παρόντος στρογγυλού τραπεζιού να εξοικειωθεί με τα θέματα που θα θίξουμε, αλλά και γιατί πράγματι πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια σύντομη, ιστορική ματιά, με την έννοια της εν ψυχρώ συνολικής έποψης και αξιολόγησης, στην μέχρι σήμερα ιστορική πορεία μας.
Μικρή χώρα της βαλκανικής χερσονήσου, αποκομμένη για λόγους γεωγραφικούς και ιστορικούς από την καρδιά των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στην Ευρώπη, η χώρα μας πορεύτηκε από την δεκαετία του 50 και μετά, με μοναδικό επίκεντρο του οικονομικού και πολιτικού γίγνεσθαι της, την ολοένα και πιο συνειδητή ανάγκη ενσωμάτωσης στην λεγόμενη ευρωπαϊκή οικογένεια.
Με άλλα λόγια, έστω κι αμφιταλαντευόμενη φιλοσοφικά για πολλά χρόνια για τον αν ανήκει ή όχι στη λεγόμενη Δύση, η Ελλάδα είχε ένα στόχο: να καλύψει την οικονομική, κοινωνική και πολιτική της καθυστέρηση και να συμπορευθεί με τον υπόλοιπο σύγχρονο κόσμο.
Μπορεί κάποιος να πει ότι η ενσωμάτωση αυτή ήρθε με δυο γεγονότα: η πρώτη μεγάλη ρήξη με το ιστορικό μας παρελθόν, ήταν η επάνοδος κι οριστική πλέον, για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της χώρας, εγκαθίδρυση κι επικράτηση της Δημοκρατίας, η οποία και παγιώθηκε με την πραγματοποίηση της δημοκρατικής εναλλαγής.
Η δεύτερη μεγάλη ρήξη ήρθε με την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το 1980 και τούτο όχι μόνο για λόγους πολιτικούς. Φυσικά, οι πολιτικοί λόγοι ήταν πολύ σημαντικοί κι η στήριξη της Ελλάδας μέσω της ενσωμάτωσής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτέλεσε το κύριο, πολιτικής φύσης κίνητρο που ώθησε την ΕΟΚ των 9 να δεχθεί στους κόλπους της μια χώρα η οποία σε κανένα επίπεδο δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τα υπόλοιπα μέλη.
Εάν η σταθεροποίηση του πολιτεύματός μας και το ρίζωμα της δημοκρατίας αποτέλεσε λοιπόν την πρώτη σημαντική ρήξη με ένα παρελθόν πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, η συμμετοχή μας στην ΕΟΚ τότε και την Ευρωπαϊκή Ένωση τώρα, έθεσε την Ελλάδα μπροστά σε μια πρόκληση ασύγκριτα μεγαλύτερων διαστάσεων.
Γιατί όπως και σήμερα το διαπιστώνουμε, παρατηρώντας τις χώρες της πρόσφατης διεύρυνσης, αλλά και εκείνες που περιμένουν στον προθάλαμο της Ευρώπης, η συμμετοχή στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης απαιτεί από κάθε κράτος-μέλος μια άλλου τύπου οικονομική, θεσμική και πολιτική λειτουργία.
Βεβαίως η καρδιά της προσαρμογής αυτής ξεκινά από την οικονομία. Και είναι σε αυτό το επίπεδο όπου ήταν πλέον απαραίτητη για την Ελλάδα η ρήξη με το παλαιό και παρωχημένο μεταπολεμικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, προκειμένου να μπορέσει να αντέξει στον εσωτερικό πλέον ανταγωνισμό από τις υπόλοιπες χώρες. Δυστυχώς όμως η ρήξη σε αυτό το πεδίο έχει υπερβολικά αργήσει κι είναι η καθυστέρηση ακριβώς αυτή που βρίσκεται πίσω από τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Κρατήστε όμως παρακαλώ στο σημείο αυτό μια υποσημείωση, για να επανέλθω στο ζήτημα της οικονομίας λίγο αργότερα.
Ακριβώς επειδή καθυστερήσαμε την προσαρμογή στο οικονομικό πεδίο, και καθώς εμείς οι πολιτικοί αρεσκόμαστε να παρουσιαζόμαστε ως μεταρρυθμιστές και επαναστάτες, όλο το βάρος της δημόσιας συζήτησης γύρω από τον εκσυγχρονισμό της χώρας επικεντρώθηκε στην Ελλάδα γύρω από την λεγόμενη «μεταρρύθμιση του Κράτους».
Επιτρέψτε μου να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, ίσως και κάπως αιρετικός …
Αποτελεί στη Ελλάδα μόνιμη επωδό τα τελευταία τουλάχιστον 50 χρόνια, ότι κύρια αιτία όλων των δεινών στη χώρα είναι η ανεπάρκεια του κράτους και του δημόσιου τομέα. Κι ότι η μεταρρύθμιση του κράτους, η απεμπλοκή του από την πολιτική και κομματική εξάρτηση, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης είναι η συνθήκη sine qua non για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Και όλοι μας, ή τουλάχιστον όσοι έχουμε ασχοληθεί με το αντικείμενο, από θέσεις πολιτικές, από επάλξεις επιστημονικές ή τεχνοκρατικές, συμφωνούμε ότι χρειαζόμαστε ένα άλλου τύπου κράτους στην χώρα μας. Έχουμε μάλιστα προχωρήσει πολύ στην περιγραφή αυτού του ιδεατού δημιουργήματος και το έχουμε κατά περιόδους αποκαλέσει με διάφορους τρόπους.
Το έχουμε αποκαλέσει «κράτος-στρατηγείο», δηλαδή μηχανισμό διοίκησης αποκεντρωμένο και ευέλικτο, που υποστηρίζει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των διαφορετικών περιοχών της χώρας, που στηρίζει την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη με τις απαραίτητες επενδύσεις, που ενδυναμώνει τις τοπικές κοινωνίες, προκειμένου να βρουν τους δικούς τους δρόμους για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και προκοπή.
Το έχουμε ακόμη αποκαλέσει «κράτος-ρυθμιστή», δηλαδή μηχανισμό που δημιουργεί ένα ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον στην οικονομία, που υποστηρίζει το επιχειρείν, εξασφαλίζοντας το λεγόμενο στην αγγλοσαξονική “level playing ground”, που αναιρεί τις όποιες στρεβλώσεις και διασφαλίζει επαρκή ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ώστε να επωφελείται ο τελικός καταναλωτής, που φορολογεί και επιδοτεί, ανάλογα με την περίπτωση και με τους ευρύτερους πολιτικούς στόχους, την οικονομική δραστηριότητα με αντικειμενικά κριτήρια και μηχανισμούς.
Το έχουμε τέλος αποκαλέσει «κράτος κοινωνικό», που διασφαλίζει (άμεσα ή και έμμεσα) την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πολίτες της χώρας, που μεριμνά ιδιαίτερα για την υποστήριξη των πλέον ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων, που επιτρέπει την ισότητα των ευκαιριών σε όλους και εξισορροπεί την βιαιότητα μιας άκρως ανταγωνιστικής εποχής.
Προχωρήσαμε λοιπόν όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα σε απανωτές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του κράτους. Αποκεντρώσαμε αρμοδιότητες από το κέντρο στην περιφέρεια και από το κράτος στην Αυτοδιοίκηση, κι αν μειώσαμε τους Δήμους μας, όλοι συμφωνούμε ότι μας περισσεύουν …
Τους δώσαμε οικονομικούς πόρους για να γίνουν ανεξάρτητοι, αλλά καταφέραμε να τους κρατήσουμε εξαρτημένους και ετεροκαθορισμένους, πολιτικά και οικονομικά …
Δημιουργήσαμε πλήθος ελεγκτικών μηχανισμών σε όλα τα πεδία της δημόσιας διοίκησης, Σώματα Επιθεωρητών, Γενικά και Ειδικά, και σώματα επιθεωρητών για να επιθεωρούν τους επιθεωρητές. Συστήσαμε τον Συνήγορο του Πολίτη, κατά το μοντέλο του Ombudsman και προχωρούμε ακάθεκτοι στην κατασκευή και τον πολλαπλασιασμό πλήθος άλλων υπο-συνηγόρων, για τον καταναλωτή και τον οπλίτη, για τον ασθενή (και τον οδοιπόρο …).
Αλλάξαμε δεκάδες φορές ονόματα στα Υπουργεία μας, δημιουργήσαμε γενικές και ειδικές γραμματείες, συστήσαμε πλήθος ειδικών μονάδων και καταργήσαμε άλλες τόσες ...
Κι αφού για είκοσι τουλάχιστον χρόνια επιδοθήκαμε σε έναν άνευ προηγουμένου διοικητικό ακτιβισμό, εξακολουθούμε να παραγγέλνουμε εκθέσεις με το κιλό για την μεταρρύθμιση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης την οποία ασυστόλως εκσυγχρονίζουμε. Μήπως εδώ υπάρχει κάποια αντίφαση; Όχι μόνο μια αγαπητοί φίλοι. Γιατί αν όλοι εμείς, οι πολιτικοί, οι τεχνοκράτες κι οι επιστήμονες έχουμε δώσει όλα αυτά τα όμορφα ονόματα-ετικέτες στο σύγχρονο κράτος που ονειρευόμαστε, αν τόσα χρόνια προσπαθούμε να το εκσυγχρονίσουμε, μεταρρυθμίσουμε, ανανεώσουμε, ανασυγκροτήσουμε, επανιδρύσουμε, γιατί βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο;
Μα γιατί η μεγαλύτερη αντίφαση δεν είναι εσωτερική στο σύστημα, ανάμεσα στις επιδιώξεις της πολιτικής και της γραφειοκρατίας, αλλά εξωτερική σε αυτό, ανάμεσα στην πολιτικοδιοικητική σφαίρα και την κυρίαρχη άποψη σήμερα στην ελληνική κοινωνία; Μια άποψη που συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες σήμερα περιμένουν από το κράτος και την κυβέρνηση περίπου τα πάντα …
Ναι αγαπητοί φίλοι,
Την ίδια ώρα μιλάμε για ένα κράτος - ουδέτερο ρυθμιστή της αγοράς, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης πιστεύει ότι είναι το κράτος και η κυβέρνηση που «δημιουργεί» θέσεις εργασίας, ή τουλάχιστον ότι το κράτος και η κυβέρνηση είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τις θέσεις που δημιουργεί η αγορά, ότι η κυβέρνηση και το κράτος «προσκαλεί» τις επενδύσεις και «διατάσσει» την ανάπτυξη … (Θυμάστε το 5% της ανάπτυξης που υποσχέθηκε η σημερινή κυβέρνηση;)
Την ίδια ώρα που διαλαλούμε την Ελλάδα της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και της δημιουργίας, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να χρηματοδοτεί εξ’ ολοκλήρου την πολιτιστική βιομηχανία (γιατί πχ. οι ελληνικής παραγωγής ταινίες δεν βρίσκουν θέση στην κινηματογραφική αγορά κι άρα πρέπει να επιδοτούνται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου), ενώ οι «πνευματικοί άνθρωποι» της χώρας τσακώνονται σαν τις πραματευτούδες στην αγορά για την μια ή την άλλη θέση «πολιτιστικής» ευθύνης.
Και βεβαίως, η κυβέρνηση και το κράτος πρέπει να βάζει όλα τα παιδιά στα Πανεπιστήμια και στη συνέχεια να χρηματοδοτεί αφειδώς και αδιακρ ίτως οικονομικής κατάστασης και επιδόσεων φοιτητές και πανεπιστήμια (συμπεριλαμβανομένου του Πανεπιστημίου της Πελοποννήσου …) για άχρηστα και χωρίς αναγνώριση στην αγορά εργασίας πτυχία.
Την ίδια στιγμή που ομνύουμε στο όνομα της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, η πλειοψηφία πιστεύει ότι η κυβέρνηση και το κράτος πρέπει να στηρίζει το εισόδημα των αγροτών για προϊόντα που κανείς δεν χρειάζεται, μόνο και μόνο γιατί οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αποφάσισαν, για τους δικούς τους λόγους, να στρεβλώνουν την παγκόσμια αγορά αγροτικών προϊόντων, ενώ φυσικά δεν πρόκειται ποτέ το κράτος κι η κυβέρνηση να τιμωρήσει όσους κλέβουν στο ζύγι για να εισπράξουν μια πιο παχουλή αποζημίωση.
Συζητούμε με πείσμα και επιμονή για το χτίσιμο του επιτελικού κράτους, με λίγα, τεχνοκρατικά και καλά αμειβόμενα στελέχη και παράλληλα συνεχίζουμε να τρέφουμε αυτόν τον μονολιθικό Λεβιάθαν με χιλιάδες νέους υπαλλήλους, αφού η κυβέρνηση και το κράτος πρέπει να μονιμοποιεί τους πάντες (θυμάστε τους 250.000 συμβασιούχους και τους επιλαχόντες του διαγωνισμού του 1997;) και να δίνει αυξήσεις άνω από τον πληθωρισμό στους προστατευμένους και ελάχιστα αποδοτικούς δημοσίους υπαλλήλους γιατί, λέει, πρέπει να πετύχουμε την πραγματική σύγκλιση των εισοδημάτων με την υπόλοιπη ΕΕ!!
Βρισκόμαστε λοιπόν, Κυρίες και Κύριοι, σήμερα εδώ για να συζητήσουμε το πολύ σημαντικό ζήτημα των ρήξεων και των μεταρρυθμίσεων, που όλοι μας στα λόγια χαρακτηρίζουμε απαραίτητες και καθυστερημένες και απέναντί μας έχουμε μια κοινωνία εθισμένη στο status quo και στην ελάχιστη δυνατή παράκαμψη από την πεπατημένη.
Για να παραφράσω τον τίτλο μιας ταινίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια «γενναία νέα εποχή» κι απέναντί μας έχουμε μια κοινωνία που αποστρέφεται το καινούργιο, το άγνωστο, το διαφορετικό.
Φυσικά η ανασφάλεια που χαρακτηρίζει την σημερινή αντίληψη των συμπολιτών μας για την νέα εποχή δεν είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο.
Αν μη τι άλλο, το επικείμενο δημοψήφισμα για το ευρωπαϊκό σύνταγμα στη Γαλλία κι αμέσως μετά στην Ολλανδία, μας δείχνει ότι κοινωνίες πολύ πιο δομημένες κι ισχυρές από την ελληνική, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα σε σχέση με το νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Και είναι σίγουρο ότι την μεγαλύτερη ζημιά στην Γαλλία την έκανε η με μεγάλη βιασύνη αποσυρθείσα οδηγία Bolkenstein, για το άνοιγμα των υπηρεσιών στον ενδο-ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, στην οποία Γερμανοί και Γάλλοι είδαν τον κίνδυνο μαζικής και βίαιης εισόδου στις εθνικές προστατευμένες αγορές υπηρεσιών, χαμηλά αμειβομένων δικηγόρων, μηχανικών, χρηματιστών, αρχιτεκτόνων, γιατρών και λοιπών επαγγελματιών από τα νέα κράτη μέλη.
Κι επειδή αγαπητοί φίλοι, δεν ανταποκρίθηκα σήμερα στην πρόσκλησή σας απλά και μόνο για να προβώ σε ορισμένες διαπιστώσεις, θα προσπαθήσω να δώσω κάποιο στίγμα στο κρίσιμο ζήτημα ηγεσίας που σήμερα τίθεται στη χώρα μας, στο πώς δηλαδή ξεφεύγουμε από το τέλμα που προσπάθησα να περιγράψω παραπάνω.
Γιατί είναι σίγουρο ότι η αναγκαιότητα της συνεχούς προσαρμογής δεν είναι ένα απλό θεωρητικό σχήμα που βάζουμε στο τραπέζι για λόγους ρητορικούς. Είναι ένα σημαντικό διακύβευμα, που βρίσκεται εδώ, μπροστά μας, και που τίθεται με όρους επείγοντος.
Έρχομαι λοιπόν στο σημείο εκείνο της παρέμβασής μου, όπου σας ζήτησα να κρατήσετε μια υποσημείωση για την οικονομία.
Είναι σήμερα φανερό ότι όπως σε όλα τα πεδία, έτσι και στην οικονομία της χώρας μας κυριαρχούν δυο πρόσωπα. Υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας μας το οποίο είναι σε όρους παγκοσμιοποιημένης οικονομίας ανταγωνιστικό. Επιχειρήσεις που έχουν δομή και οργάνωση, τεχνογνωσία και στελέχη, συστήματα διοίκησης και ποιότητας αντίστοιχα εκείνων των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών.
Και δίπλα από αυτές, υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομίας που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Αυτό, είτε γιατί ορισμένοι κλάδοι θα καταρρεύσουν μετά το άνοιγμά τους στον διεθνή ανταγωνισμό (πχ κλωστοϋφαντουργία), είτε γιατί ανεξαρτήτως κλάδου, η δομή και η συγκρότηση πολλών οικονομικών μονάδων δεν είναι βιώσιμη.
Αν πάρουμε ως παράδειγμα ορισμένες άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα δούμε ότι πολλές από αυτές μπόρεσαν να συνδυάσουν υψηλά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, με υψηλού επιπέδου κοινωνικές υπηρεσίες και με σημαντικά επίπεδα δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση και την συνεχή κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. Παράλληλα, είναι οι χώρες εκείνες στις οποίες προχώρησε πιο γρήγορα από τις άλλες, η απελευθέρωση των αγορών, η πλήρης ιδιωτικοποίηση όλων των δημοσίων επιχειρήσεων και η υποστήριξη των επενδύσεων, δημοσίων και ιδιωτικών.
Με απλά λόγια, πιστεύω ακράδαντα ότι υπάρχει ένα μίγμα πολιτικής που μπορεί να διασφαλίσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, παράλληλα με επαρκή επίπεδα κοινωνικής προστασίας και έντονη και ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
Αυτό όμως το μίγμα πολιτικής, θα προϋπέθετε αν θέλαμε να εφαρμοσθεί στη χώρα μας, σημαντικές ρήξεις και συγκρούσεις με όλο εκείνο τον εσμό των μικρών και μεγάλων συμφερόντων που τρέφονται και συντηρούνται από την λεηλασία του κράτους. Γιατί αυτή η λεηλασία είναι που οδηγεί στην αδυναμία του κράτους να στηρίξει αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη.
Θέλω όμως στο σημείο αυτό να είμαι απόλυτα σαφής: αυτό για το οποίο εγώ μιλώ, δεν έχει τίποτε να κάνει με τους ερασιτεχνικούς δονκιχωτισμούς της παρούσας κυβέρνησης.
Απαιτεί σχέδιο και στρατηγική, επιμονή και υπομονή και πάνω από όλα, ένα πράγμα: να ειπωθεί η αλήθεια στους συμπολίτες μας.
Να ξεκαθαριστεί μια για πάντα και να γίνει συνείδηση σε όλους ότι το παρόν σύστημα της άλωσης και λεηλασίας του κράτους δεν είναι πλέον βιώσιμο. Αλλά και ότι το παρόν σύστημα της λεηλασίας από το κράτος και την κυβέρνηση των ζωτικών δυνάμεων του έθνους, μέσα από τον χειρότερο κεφαλικό φόρο όλων, του δημοσίου χρέους, και αυτό πλέον δεν είναι βιώσιμο.
Η συνείδηση τη πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα, η συνειδητοποίηση του αδιεξόδου προς το οποίο κινείται, είναι το πρώτο και καθοριστικό βήμα, είναι η βάση στην οποία θα μπορέσει να εδραιωθεί μια πραγματικά μεταρρυθμιστική πολιτική. Πολιτική που θα ακυρώσει τις ισχυρές «αναδιανεμητικές ομάδες» οικονομικών συμφερόντων, που θα δώσει την αίσθηση στον μέσο πολίτη ότι αξίζει να αναλάβει το κόστος της προσωρινής προσωπικής θυσίας, έναντι στο μελλοντικό συλλογικό κέρδος, από το οποίο και ο ίδιος θα ωφεληθεί.
Αυτή είναι η ρήξη που απαιτείται σήμερα για την επιβίωση της χώρας μας. Αυτή είναι η σύγχρονη πρόκληση ηγεσίας που καλούμαστε να φέρουμε σε πέρας και πρέπει να φέρουμε σε πέρας σήμερα κι όχι πλέον να την μεταθέσουμε στο μέλλον.
Αγαπητοί φίλοι, αν προσπάθησα μέχρις εδώ να σας μεταδώσω την αίσθηση του επείγοντος που εγώ πράγματι πιστεύω ότι χρειάζεται στην δεδομένη χρονική και πολιτική συγκυρία, το έκανα συνειδητά. Γιατί είμαι πεπεισμένος ότι ορισμένες φορές, πρέπει κανείς να εξαντλήσει τα περιθώρια, για να πάρει τις πραγματικά δύσκολες αποφάσεις. Νομίζω από ότι έχω διαβάσει, ότι αυτή είναι και η εμπειρία του κου Ντε Κλερκ.
Όταν η κατάσταση του απαρτχάιντ δεν ήταν πλέον βιώσιμη, όταν τούτο έγινε συνείδηση πια στη χώρα, βρέθηκαν οι απαραίτητες ηγετικές ικανότητες που επέτρεψαν την ομαλή καθοδήγηση της κοινωνίας της Νότιας Αφρικής στην τρομερά δύσκολη εκείνη προσαρμογή.
Θα ήθελα λοιπόν να δω κι εγώ στην δύσκολη φάση την οποία σήμερα βιώνουμε, την ελπίδα μιας ηγεσίας η οποία θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αν μη τι άλλο, έχουμε καταβάλει πολλές προσπάθειες μέχρι σήμερα, για να καταδικάσουμε τη χώρα στην υστέρηση.
|