Εισήγηση στην παρουσίαση βιβλίου του

κ. Μανώλη Κοττάκη

“ΟΙ ΝΗΣΙΔΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ”

Αίθουσα Παλαιάς Βουλής

7 Φεβρουαρίου 2005

Δεν διάλεξε εύκολο θέμα, αγαπητοί φίλοι, για να καταπιαστεί ο φίλος δημοσιογράφος Μανώλης Κοττάκης, στο πρώτο βιβλίο του «Οι νησίδες του καινούργιου».

Κύριος στόχος του, εάν κατάλαβα σωστά το εγχείρημά του, είναι να στοιχειοθετήσει τις συντεταγμένες τις μελλοντικής πορείας της χώρας μας, να προσδιορίσει κρίσιμους παράγοντες που θα την καθορίσουν, όπως το μείζον θέμα της μετανάστευσης, αλλά και να μετρήσει το σημερινό συσχετισμό ανάμεσα στις δυνάμεις του καινούργιου και τις  δυνάμεις του παλιού. Κύρια αναλυτικά όπλα που χρησιμοποιεί στην  προσπάθειά του αυτή είναι, μεταξύ άλλων:

  • η αποτίμηση των τριάντα χρόνων της μεταπολιτευτικής πορείας της Ελλάδας, σε συνδυασμό με τις κοσμοιστορικές αλλαγές που  επήλθαν στον κόσμο με την κατάρρευση των μεγάλων πειθαρχιών το ΄90,
  • η εκτίμηση των αδυναμιών που ακόμη διατηρεί η χώρα μας, αλλά και των ισχυρών της σημείων, των «νησίδων του καινούργιου» που  δίνουν και τον τίτλο του βιβλίου, προκειμένου να      αντεπεξέλθει στις προκλήσεις μιας άγνωστης και συναρπαστικής συνάμα εποχής, και κυρίως,
  • οι αναλύσεις με τις οποίες προσπαθεί να απαντήσει στο δυσκολότερο από τα ερωτήματα που θέτει, αυτό της ιστορικής ταυτότητας της σημερινής Ελλάδας.
  • Και κύριο επιχείρημά του, ότι η πορεία αυτή της Ελλάδας προς τα εμπρός δεν μπορεί να προκύψει μέσα από μανιχαϊστικά διλήμματα περί ‘προόδου’ και ‘συντήρησης’, ‘εκσυγχρονισμού’ και ‘παράδοσης’, πόσω μάλλον μέσα από τη χρήση όρων-στερεοτύπων της πάλαι πότε ιδεολογικής διαπάλης αριστεράς και δεξιάς.

Κι είναι πράγματι πρωτότυπος και πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος με τον   οποίον συνδυάζει στην ανάλυσή του, τόσο το μάκρο, όσο και το μίκρο επίπεδο.

Συνδυάζει δηλαδή την κίνηση της βαθιάς ιστορίας, όπως θα έλεγαν οι   Γάλλοι ιστορικοί της Σχολής των Αρχείων (Ecole des Annales), μέσα από μια ιστορική αποτίμηση της πορείας της Ελλάδας τον τελευταίο αιώνα, παράλληλα με γεγονότα και περιστατικά που κινούνται στην σφαίρα του σήμερα και της καθημερινά διαμορφούμενης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας.

Σπεύδω λοιπόν αγαπητοί φίλοι, κι εγώ με τη σειρά μου να μπω στην καρδιά του θέματος και χωρίς περιστροφές να δηλώσω τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας μου μαζί του.

Ναι, είναι αναμφισβήτητο ότι ο κύκλος της μεταπολίτευσης έχει οριστικά και αμετάκλητα κλείσει κι ότι η χώρα μοιάζει λίγο με έναν νεαρό που τριανταρίζει και που είναι πλέον έτοιμος να ξεφύγει και να κοιττάξει τον κόσμο μόνο μέσα από τη δική του ματιά. Ματιά απελευθερωμένη, τόσο από τα θεωρητικά και ιδεολογικά σχήματα της εφηβείας του (κύκλος της μεταπολίτευσης), όσο και από τα ιστορικά βιώματα του παρελθόντος (το εκκρεμές του ελληνισμού).

Με αυτή την έννοια, θέλω να συμφωνήσω επίσης με την κριτική      αποτίμηση στην οποία προχωρεί ο συγγραφέας για τον ιστορικό ρόλο που επετέλεσαν όλη την προηγούμενη περίοδο από το 1974 και μετά οι τέσσερις άνθρωποι που βοήθησαν στον σχηματισμό της Ελλάδας του 21ου αιώνα.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Αντρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι ο Κώστας Σημίτης, συν-διαμόρφωσαν, με το τρόπο τους και τις δικές τους πεποιθήσεις, με τις επιτυχίες, ίσως περισσότερο ακόμη με τις αποτυχίες τους, την σημερινή μας πατρίδα. Διαμόρφωσαν, για να χρησιμοποιήσω την προηγούμενη εικόνα, τον χαρακτήρα του σημερινού τριαντάρη.

Ναι, συμφωνώ με την πολιτική του εκτίμηση για τα τρωτά σημεία του σημερινού μας θεσμικού και πολιτικού οικοδομήματος και για την αναποτελεσματικότητα της δομής του πολιτεύματος αλλά και της διοίκησής μας. Σε θεσμικό και κανονιστικό επίπεδο, η Ελλάδα διαθέτει σήμερα ένα σύγχρονο διοικητικό μοντέλο. Στην πραγματικότητα όμως, όντως εξακολουθούμε να λειτουργούμε σαν μια ‘Δημοκρατία κορυφής, η οποία χαρακτηρίζεται κι από ένα νέο παράδοξο: από την μια πλευρά ο παραδοσιακός υπερ-συγκεντρωτισμός του ιστορικού κέντρου τωνΑθηνών είναι πάντα ισχυρός και συντηρεί τον ετεροκαθορισμό των τοπικών κοινωνιών. Κι από την άλλη, η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων στην περιφέρεια, ελλείψει όμως παράλληλης ανάληψης από μέρους των νέων αιρετών και της ουσιαστικής πολιτικής ευθύνης, οδηγεί στην πολυδιάσπαση πόρων και αποφάσεων και την έλλειψη συνοχής των δημοσίων πολιτικών σε εθνικό επίπεδο. Και το παράδοξο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να το αντιμετωπίσουμε.

Ναι, συμφωνώ με τη θέση ότι το συνταγματικό κείμενο πρέπει να προηγείται ή τουλάχιστον να συμβαδίζει, ιδιαίτερα στην εποχή μας των ραγδαίων εξελίξεων, της συνταγματικής πραγματικότητα.

Κι ότι το Σύνταγμα του 2000, παρά τις πολλές και σημαντικές    καινοτομίες που περιέχει, μετά από πολύ λίγα χρόνια πρέπει να αναθεωρηθεί, προκειμένου να παρακολουθεί απολύτως την εποχή και να συγκροτήσουμε αποτελεσματικότερα ένα πιο συνεκτικό λειτουργικό και θεσμικό μοντέλο.

Ναι, συμφωνώ με την θετική του αποτίμηση της νέας κοινωνικής πραγματικότητας, με τον ενθουσιασμό του για τη νέα γενιά, για τις νέες έννοιες συλλογικότητας και εθνικής αυτοπεποίθησης. Και ιδιαίτερα θέλω να τον συγχαρώ για τις τολμηρές απόψεις που παρουσιάζει στο σύνθετο και μείζον για την σημερινή, αλλά και αυριανή Ελλάδα, θέμα της     μετανάστευσης.

Ναι, πρέπει να απαντήσουμε θετικά στο ερώτημα για την ανασυγκρότηση και ενδυνάμωση του εθνικού κορμού κι αυτό επιτάσσει το εθνικό    συμφέρον. Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο απαντήσαμε σε ανάλογα      ερωτήματα πολλές φορές στην πρόσφατη ιστορία μας. Όπως ο συγγραφέας αναφέρει το παράδειγμα του 1922, εγώ με τη σειρά μου θα θυμίσω ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της απελευθερωθείσας Πελοποννήσου, Στερεάς και  Κεντρικής Ελλάδας, δεν ήταν το 1830 αμιγώς ελληνική στο γένος, κι όμως όχι απλά ενσωματώθηκε στο εθνικό κέντρο, αλλά συν-αποτέλεσε το εθνικό κέντρο, ενώ το ίδιο συνέβη με τις        μεταγενέστερες επεκτάσεις της Ελλάδας.

Θέλω μόνο σε ένα άλλο επίπεδο να προσθέσω το εξής: ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε μια χώρα μετανάστευσης, κι ότι έχουμε όλοι μας προσλαμβάνουσες παραστάσεις από συγγενείς ή φίλους. Ότι γνωρίζουμε τι είναι να ξεριζωθείς και να πάς να χτίσεις σε έναν άλλο τόπο σπιτικό,   προοπτική και μέλλον.

Κι ότι συναισθανόμαστε την ανασφάλεια που νιώθει ο μετανάστης, κι όταν ακόμα τον υποδέχονται καλά, ότι έχει πάντα στην άκρη της    καρδιάς σου και τον φόβο. Ίσως λοιπόν γιατί όλοι μας, πιο κοντά ή λίγο πιο μακριά έχουμε τέτοιες εμπειρίες, πρέπει να μιλήσουμε γι αυτά τα      θέματα ανοιχτά στον κόσμο.

Έρχομαι όμως τώρα στα δυο πλέον ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου, ή τουλάχιστον εκείνα που εμένα περισσότερο κέντρισαν: την ανάλυση του συγγραφέα για την ιστορική ταυτότητα της Ελλάδας και τις θέσεις του για την διαπάλη συντηρητισμός – φιλελευθερισμός στην ελληνική  κοινωνία σήμερα.

Θα ξεκινήσω λοιπόν με το δεύτερο για να πω ότι, στην μετρημένη κατά τα άλλα ανάλυση των νησίδων του καινούργιου και των δυνάμεων του παλιού, έχει διαφύγει στον συγγραφέα ένας υποβόσκων συντηρητισμός, που εγώ από την πλευρά μου βλέπω να υφίσταται στην σημερινή ελληνική κοινωνία.

Αγαπητέ μου Μανώλη,

Ίσως επειδή θέλεις να δεις τα θετικά σημεία και είσαι αισιόδοξος για την μελλοντική πορεία του τόπου, ενσυνείδητα να μην έχεις δώσει τη θέση που πρέπει σε μια συντηρητική στροφή που πιστεύω ότι μπορεί να παίρνει σήμερα η ελληνική κοινωνία. Θέλω πιο συγκεκριμένα να επικεντρωθώ στον δυϊσμό που αναφέρεις, ανάμεσα στην φιλελεύθερη αντίληψη που φαίνεται να έχει επικρατήσει σε θέματα οργάνωσης της οικονομίας και σε μια λιγότερο φιλελεύθερη αντίληψη περί των κοινωνικών ζητημάτων, που  φάνηκε ξεκάθαρα στην μεγάλη μελέτη του ΕΚΚΕ για τις τάσεις στην ελληνική κοινωνία.

Συμφωνώ κι εγώ μαζί σου ότι η επιστροφή σε ‘παραδοσιακές’ αξίες, εθνική ταυτότητα και σύμβολά της, οικογένεια, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική, αλλά και η εμπιστοσύνη σε θεσμούς όπως οι ένοπλες   δυνάμεις, η δικαιοσύνη, η εκκλησία, κλπ δεν καθιστούν από μόνα τους συντηρητική στροφή.

Υποκρύπτουν όμως από πίσω τους την επικράτηση του φόβου κι όχι της προσδοκίας για το αύριο και είναι αντιφατικές ως προς αυτό με την αυτοπεποίθηση της νέας γενιάς για την οποία μιλάς πολύ σωστά.

Και φοβάμαι ότι η οικονομική κρίση που πρόκειται να βιώσουμε την     αμέσως επόμενη περίοδο, δεν έχω καμία αμφιβολία για αυτό, θα θέσει υπό δοκιμασία τον φιλελευθερισμό στο οικονομικό επίπεδο, εντείνοντας στην κοινωνία μας τα φοβικά της σύνδρομα.

Για να δώσω μια εικόνα των κινδύνων που μπορεί να υποκρύπτει μια     τέτοια κατάσταση, παράλληλα με ένα κλίμα προϊούσας διαφθοράς, θα καταφύγω σε ένα παράδειγμα εκτός Ελλάδας, την Ισπανία.

Στην περίπτωση της Ισπανίας, η κόπωση από την πολυετή παραμονή στην εξουσία του σοσιαλιστικού κόμματος, καθώς και η εμφάνιση συμπτωμάτων λειτουργικής αδιαφάνειας, έφερε στην εξουσία μια δεξιά κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση αυτή ακολούθησε στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής την γραμμή των ισπανών σοσιαλιστών, εμβαθύνοντας όμως το οικονομικό άνοιγμα της χώρας κι εκμεταλλευόμενη μια θετική παγκόσμια οικονομική συγκυρία (την δεκαετία του ’90) , βοήθησε την Ισπανία να ξαναγίνει μια υπολογίσιμη οικονομική δύναμη, αφού βεβαίως ξεπέρασε το πρόβλημα της ανεργίας που είχε κινδυνέψει να ναρκοθετήσει το κοινωνικό κλίμα της χώρας.

Παράλληλα, όμως ήταν μια συντηρητική κυβέρνηση στα κοινωνικά     ζητήματα, με πολύ έντονη επιρροή από την καθολική εκκλησία. Κι η συντηρητική αυτή στροφή έφερε εν τέλει την κυβέρνηση σε ευθεία σύγκρουση με την ίδια την ισπανική κοινωνία.

Κι αν εξ αποστάσεως πιστεύουμε ότι ήταν η τρομοκρατική επίθεση τουΜαρτίου που έριξε την κυβέρνηση, κάνουμε μεγάλο λάθος. Σαφώς, η πολιτική στην περίπτωση του Ιράκ, ήταν καθοριστική. Ήταν όμως,     κατ’ αναλογία, η ίδια συντηρητική άποψη του Αθνάρ, ότι εμείς       γνωρίζουμε καλύτερα από την κοινωνία τι χρειάζεται, που καθοδήγησε σημαντικές υπόγειες κοινωνικές διεργασίες και δυνάμεις να δράσουν.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι τα βασικά μέτρα της νέας σοσιαλιστικής   κυβέρνησης κινούνται στο επίπεδο των κοινωνικών θεσμών και θεωρούνται μια δεύτερη, φιλελεύθερη άνοιξη.

Αν κοιτάξουμε προς την Αμερική, το ίδιο θα δούμε: ο πατριωτισμός και τα εθνικά σύμβολα καλύπτουν μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στο φιλελεύθερο κράτος που έστησαν ο Κένεντι, ο Τζόνσον και το Ανώτατο Δικαστήριο τη δεκαετία του ’60.

Δικαίωμα ή υποχρέωση προσευχής; Δικαίωμα της γυναίκας στην επιλογή και την άμβλωση, ή δολοφονία του εμβρύου; Πλήρη δικαιώματα για τους ομοφυλόφιλους και τα ζευγάρια που συζούν, ή υποχρέωση γάμου για την πρόσβαση σε βασικά δικαιώματα, στο κληρονομικό δίκαιο κλπ; Επαναφορά της θανατικής ποινής για ειδεχθή εγκλήματα, παιδεραστία ή τρομοκρατία, ή πραγματική ισόβια κάθειρξη;

Όλα αυτά τα μεγάλα ερωτήματα βρίσκονται στην καρδιά της διαπάλης συντηρητισμού και προόδου.

Και τα σημειώνω για να πω το εξής: δεν μπορείς να είσαι δυϊστής, δεν μπορείς να είσαι φιλελεύθερος σε θέματα οικονομίας και συντηρητικός σε θέματα κοινωνίας.

Αλλιώς δεν είσαι φιλελεύθερος σε κανένα από τα δυο και τότε η συμπεριφορά της κοινωνίας μοιάζει με κάτι επικίνδυνα κίβδηλο.

Ή μήπως η δήθεν αποδοχή από την ελληνική κοινωνία των φιλελεύθερων προτύπων στην οικονομία είναι η αποδοχή τους ως πιο αποτελεσματικά στην παραγωγή εισοδήματος για την υποστήριξη του σύγχρονου νέο-ελληνικού βαρβαρικού μικροαστικός υπερ-καταναλωτισμός;

Το φιλελεύθερο κίνημα, σημαίνει φιλελεύθερη άποψη σε όλα. Σημαίνει κυρίως άνοιγμα στο καινούργιο και εξωστρέφεια, κι όχι έναν επικίνδυνο αυτισμό σαν αυτόν στον οποίο προσφάτως έχουμε περιέλθει. Μόνο τότε παίρνει νόημα η παράδοση και η επιστροφή σε αξίες κι όχι όταν λειτουργεί σαν αμυντικό σύνδρομο. Αυτή είναι και η διαφορά στην  Ισπανία, για να πιάσω το προηγούμενο παράδειγμα, γιατί το οικονομικόάνοιγμα έφερε μαζί του το συνολικότερο άνοιγμα της ισπανικής   κοινωνίας σε νέες ιδέες και επιρροές.

Κι αυτό το σημείο, με φέρνει στο δεύτερο ζήτημα, εκείνο της εθνικής ταυτότητας και του διπόλου ΄εκσυγχρονισμός’ και ‘παράδοση’.

Πιστεύω κι εγώ βαθιά στην ανάγκη να καλλιεργούμε την ιδιαιτερότητά μας, την ταυτότητά μας. Γιατί, πράγματι, χωρίς αυτή θα είμαστε ένας ανώνυμος και χωρίς ταυτότητα χυλός. Υπάρχει όμως κανείς που μας κυνηγά για να μας την κλέψει;

Ποιός είναι αυτός και γιατί το κάνει; Μα κανένας λαός δεν κυνηγά να  κλέψει την ταυτότητα του άλλου. Καμία από τις μεγάλες ευρωπαϊές χώρες δεν αισθάνεται απειλούμενη.

Το θέμα όμως είναι να επιτύχουμε στην μεγάλη πρόκληση του              μέλλοντος κι όχι να κλείσουμε την ταυτότητά μας σε ένα μουσείο, το Μαντάμ Τυσώ της ελληνικότητας.

Ποιές είναι οι βασικές βιομηχανίες των άλλων χωρών; Στην Γαλλία για παράδειγμα: δεν είναι ούτε η πυρηνική ενέργεια, ούτε τα AIRBUS, ούτε τα γρήγορα τραίνα.

Ο τουρισμός είναι, κύριοι, η μεγαλύτερη βιομηχανία της Γαλλίας, καθώς  είναι ο πρώτος τουριστικός προορισμός στον κόσμο, με πάνω από 60 εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο.

Και τι πουλάει η Γαλλία για να τραβήξει τόσους επισκέπτες; Την         παράδοσή της. Την οποία όμως δεν αρκείται στο να την επικαλείται οΠρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας ή ο Πρωθυπουργός της, χωρίς να μπορούν να την μετασχηματίσουν σε σχέδιο, σε προοπτική, σε μέλλον.

Την παράδοσή τους, πάνω στην οποία όμως έχουν χτίσει με επιμονή, με υπομονή, με σχέδιο, με επενδύσεις, με μυαλό και αίσθημα. Ενώ εμείς, εξαντλούμε όλη μας την ενέργεια στο αίσθημα και την ομφαλοσκόπηση.

Ή οι Ινδοί, λαός ιστορικός και βαθύς, χάνουν κάτι από την ιστορικότητά τους ή από την ταυτότητά τους, όταν έχουν καταφέρει να είναι το ‘back office’ όλων των βασικών υπηρεσιών της ανεπτυγμένης δύσης;

Και γιατί δεν μπορούμε να γίνουμε εμείς το αντίστοιχο κέντρο για τηνΕυρώπη;

Ναι, παράδοση και εκσυγχρονισμός δεν είναι έννοιες αντιφατικές. Κάθεάλλο μάλιστα.

Χρειάζεται όμως κάτι, στο οποίο περισσότερο από κάθετι άλλο έχουμε αποτύχει μέχρι σήμερα. Χρειάζεται ένας ‘εργαλειακός εκσυγχρονισμός κι αυτό πρέπει να είναι το  Ελληνικό σχέδιο για τον 21ο αιώνα.

Και χρειάζεται φυγή προς τα εμπρός, γιατί μπορεί ο ιστορικός χρόνος να είναι το μέτρο των αναλύσεών μας, δεν μπορεί όμως να είναι το μέτρο της δράσης μας.

Θα έλεγα ότι μας χρειάζεται συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου,       χρειάζεται τόλμη και ρήξεις για να δώσουμε στη νέα συλλογικότητα και στις νησίδες του καινούργιου, πεδίο δράσης.

Αυτό είναι θέμα ευθύνης, κυρίαρχα, της πολιτικής τάξης,  όσον αφορά την παιδαγωγική της λειτουργία. Συνεπάγεται δε χρόνο και προσπάθεια να εξηγήσουμε στους πολίτες, που θέλουμε να πάμε τη χώρα και γιατί πρέπει να κινηθούμε με δεδομένο τρόπο στη νέα εποχή. Και φυσικά συνεπάγεται κάτι διαφορετικό από την τρέχουσα πολιτική επικοινωνία, όπου όλα τα βαφτίζουμε πολιτικά και ξεμπερδεύουμε.

Φυσικά, είπα πριν ότι αποτελεί ευθύνη, κυρίαρχα της πολιτικής τάξης, αλλά όχι αποκλειστικά δική της ευθύνη. Γιατί στην νέα πορεία του ελληνισμού, πρέπει κι υπόλοιπες φυσικές ηγεσίες της χώρας να συνεισφέρουν. Αλλά πού’ντες;

 

Αγαπητοί φίλοι,

Αν έγκαιρα δεν αποφασίσουμε να επενδύσουμε στις νησίδες του καινούργιου, αν αύριο κιόλας δεν ξεκινήσουμε έναν ειλικρινή διάλογο με την κοινωνία για την προοπτική και το μέλλον της, αν δεν εξηγήσουμε πειστικά το δέον γενέσθαι, φοβούμαι ότι το παλιό θα επικρατήσει.

Και σε λίγα χρόνια θα βρισκόμαστε σε μια τέτοια αίθουσα και θα συζητούμε πάνω σε ένα αντίστοιχο βιβλίο. Μόνο που δεν θα περιγράφει την προοπτική, αλλά την αποτυχία μας να φτιάξουμε αυτό το όνειρο.

Σας ευχαριστώ.

 

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home