(Παρασκευή, 23 Nοεμβρίου 2001 - Ζάππειο Μέγαρο)

Θέμα Παρέμβασης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο Μεταίχμιο

Κάθε εκτίμηση για την ΕΕ πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός πως αποτελεί την σημαντικότερη οικονομική, διπλωματική και κοινωνική επιλογή της Ελλάδας. Είμαστε πλήρες μέλος, συμμετέχουμε στο πολιτικό γίγνεσθαι, συμβάλλουμε στην οικοδόμηση ενός σταθερότερου κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος και σταθερά υποστηρίζουμε τον διεθνή συλλογικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως παράγοντα σταθερότητας και ψυχραιμίας στο πολυτάραχο διεθνές σύστημα.

Υπό το πρίσμα αυτής της θεμελιώδους παρατήρησης συνεκτιμούμε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ και τοποθετούμαστε ανεπιφύλακτα θετικά υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας και υπέρ της περαιτέρω εμβάθυνσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης.

Το παρελθόν σημαίνει αφετηριακές λογικές που εδράζονται στον κοινοτισμό και στην αλληλεγγύη ως μέσων σφυρηλάτησης της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας και ως προσέγγισης που διαρκώς εμπεδώνει τους κοινούς προσανατολισμούς και τους κοινούς σκοπούς των μελών.

Μετά τις αμφιταλαντεύσεις και τα διλήμματα των πρώτων δεκαετιών θα μπορούσαμε να πούμε πως η διαδικασία σταθεροποίησε τα εξής χαρακτηριστικά, τα οποία αποτελούν, ενδεχομένως, την κοινά αποδεκτή βάση για το παρόν και το μέλλον:

Πρώτον, το κοινοτικό κεκτημένο αποτελεί προϊόν μακρόχρονων σφυρηλατήσεων, κοινών συμφερόντων και κοινών σκοπών. Έτσι, οι κοινές πολιτικές της ΕΕ στον καταναλωτικό, οικονομικό και εμπορικό στίβο αποτελούν σήμερα το υπόβαθρο λειτουργίας των οικονομιών των μελών, την βάση συναλλαγών με τον υπόλοιπο κόσμο και το κοινό μέσο διαπραγμάτευσης με τα υπόλοιπα κράτη και κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κοντολογίς, «εν τη ενώσει η ισχύς» και αυτό στην Ευρώπη δοκιμάστηκε και μας συμφέρει.

Δεύτερον, το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα έχει ως υπόβαθρο τις εθνικές-κρατικές οντότητες, τις οποίες το εγχείρημα της ολοκλήρωσης όχι μόνο δεν εξάλειψε αλλά αντίθετα ενίσχυσε: ενίσχυσε τις οικονομίες των κρατών-μελών, εμπέδωσε τους κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς ενός εκάστου μέλους και ενίσχυσε τους εθνικούς πολιτισμούς. Εάν σταθούμε στην πτυχή αυτή, σημαίνει πως αναπτύσσεται μια κοινότητα εθνών-κρατών και όχι μια κοινότητα απάτριδων. Έχουμε δηλαδή μια Ευρώπη των Πατρίδων όπου τα έθνη-κράτη, οι πολιτισμοί τους και οι γλώσσες τους είναι το θεμέλιο του οικοδομήματος και η μεταξύ τους ισοτιμία και ισονομία το θεμέλιο του πολιτισμού της Ευρώπης.

Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει πως μέσα από τις μακρόχρονες συναλλαγές θα προκύψει μια ενιαία ευρωπαϊκή ταυτότητα με την παράλληλη όμως ανάδειξή των εθνικών ταυτοτήτων. Θα συνταυτιστώ με πολιτικούς ή στοχαστές όλων των ιδεολογικοπολιτικών αποχρώσεων οι οποίοι κατά καιρούς υποστήριξαν πως αποτελεί αντίφαση η επιδίωξη οικοδόμησης της Ευρώπης εις βάρος των ταυτοτήτων, των πολιτισμών και των γλωσσών των κρατών-μελών της. Ο Zακ Nτελόρ είπε ότι δεν θα υπάρξουν ποτέ “Hνωμένες Πολιτείες της Eυρώπης” και ο Γιόσκα Φίσερ ότι η συγκρότηση μιας ομοσπονδιακής Eυρώπης που θα αντικαταστήσει τα έθνη-κράτη και τις δημοκρατίες τους, είναι μια τεχνητή κατασκευή που αγνοεί τις πολιτιστικές, γλωσσικές και κανονιστικές πραγματικότητες της Eυρώπης»

Τρίτον, όταν λαμβάνουμε περαιτέρω μέτρα εμβάθυνσης απαιτείται και πάλιν να συνεκτιμάται πως δεν μπορούμε να βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο. Μέχρι σήμερα, δηλαδή μισό περίπου αιώνα κεκτημένων, οι επιτυχία μας στηρίχθηκε στην αρχή πως η ταχύτητα με την οποία κάναμε τα βήματα εμβάθυνσης βρισκόταν σε αρμονία με τον βαθμό αλληλεγγύης ούτως ώστε να μη θίγεται η ισοτιμία των μελών, να υπάρχει ισορροπία και αρμονία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να προχωρούμε όλοι μαζί χωρίς κατηγορίες συμμετοχής και να προσπαθούμε να λαμβάνονται αποφάσεις είτε με συναινετικό τρόπο είτε στη βάση συμψήφισης συμφερόντων διαμέσου του θεσμικοπολιτικού κοινοτικού συστήματος. Κατά συνέπεια, οι αξιώσεις για εμβάθυνση θα πρέπει να ικανοποιούνται στο βαθμό και στην έκταση που δεν θα διασπούν το κοινωνικοπολιτική και νομική δομή του κοινοτικού συστήματος.

Τέταρτον και συναφές, η βιωσιμότητα του κοινωνικοπολιτικού εποικοδομήματος της ΕΕ εδράζεται στις προαναφερθείσες προϋποθέσεις του κοινοτισμού, της ισοτιμίας και της αλληλεγγύης.

Ακόμη πιο σημαντικό –και αναφέρομαι στις τάσεις αναπτύξεως διευθυντηρίων μεταξύ μερικών ισχυρών εταίρων μας– η αποτελεσματικότητα στη λήψη ορισμένων πρέπει να συνεκτιμάται με το επίσης πολύτιμο αγαθό της κοινωνικοπολιτικής ενότητας, αναγκαίας και μη εξαιρετέας συνθήκης σε μια κοινότητα εθνών-κρατών των οποίων αναμενόμενα οι κοινωνίες είναι εξαιρετικά ευαίσθητες σε ζητήματα αξιοπρέπειας.

Για να το θέσω διαφορετικά, είναι προς το συμφέρον ακόμη και των μεγάλων κρατών-μελών –έστω και αν αυτό μερικές φορές προκαλεί αργοπορίες και μακρόσυρτες συζητήσεις– να συζητούνται όλα τα ζητήματα και να γίνονται κοινά βήματα για να μη διασπάται το πολύτιμο αγαθό της κοινωνικοπολιτικής ενότητας του κοινοτικού συστήματος που επί μισό αιώνα με κόπο οικοδομούμε.

Πέμπτον, η ΟΝΕ αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για όλα τα κράτη-μέλη. Εάν δούμε την ΟΝΕ όχι υπό το πρίσμα των κοπιαστικών προσπαθειών κάθε μέλους να επιτύχει τους στόχους της σύγκλισης αλλά υπό το κοινό πρίσμα της ιστορικής μας προσπάθειας να οικοδομήσουμε ένα εδραίο ευρωπαϊκό κοινωνικοπολιτικό σύστημα που θα εμπεδώνει μια πραγματική ευρωπαϊκή κοινότητα εθνών-κρατών, τότε η πρόκληση είναι περισσότερο κοινωνική σύγκλιση και λιγότερο λογιστική σύγκλιση.

Εκτιμώντας τον κοινό σκοπό ίσαμε την ακραία συνέπειά του, σημαίνει πως η έναρξη της ΟΝΕ, προικισμένης μάλιστα με κοινό νόμισμα δεν είναι το τέρμα μιας πορείας αλλά η αφετηρία της κοινής μας πορείας. Για να το θέσω διαφορετικά, το άνοιγμα των αγορών, οι κοινοί νομισματικοί και μακροοικονομικοί προσανατολισμοί και η ανεμπόδιστη πλέον κυκλοφορία των συντελεστών παραγωγής θα κατατείνει να εξισώσει τις επί μέρους κοινωνικές συμπεριφορές των κρατών-μελών.

Όμως, χωρίς κοινή κοινωνική πολιτική πανευρωπαϊκού επιπέδου και δημοκρατικές διαδικασίες λήψεως αποφάσεων στο ίδιο επίπεδο θα μπορούσαν να προκληθούν προβλήματα άνισης ανάπτυξης, διακρατικές ανισορροπίες και κοινωνικές αναταραχές στην μια ή άλλη χώρα.

Ας μη ξεχνάμε πως αρχή και τέλος του κοινοτισμού είναι η κοινή ανάπτυξη υπό συνθήκες αλληλεγγύης. Αυτή είναι η θεμελιακή προϋπόθεση κοινωνικοπολιτικής σταθερότητας στο εσωτερικό κάθε βιώσιμου κράτους. Ανάλογα και αντίστοιχα, λοιπόν, όπως είναι αδιανόητη η άνιση ανάπτυξη στο εσωτερικό ενός κράτους να υπάρξουν φαινόμενα άνισης ανάπτυξης, η οικονομική και νομισματική ενοποίηση θα θέσει σύντομα επιτακτικά επί τάπητος ζητήματα που αφορούν την ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ των μελών.

Βρισκόμαστε κατά συνέπεια στην αφετηρία και όχι στο τέλος μιας πορείας όπου η μεγάλη πρόκληση θα είναι η πανευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή. Τα μεγάλα θέματα του άμεσου μέλλοντος, νομίζω, θα είναι, πρώτο, η επίδειξη ευρηματικότητας για κοινούς θεσμούς που ταυτόχρονα θα είναι δημοκρατικοί και ταυτόχρονα αποτελεσματικοί στην διαχείριση των μεγάλων προκλήσεων που θέτει η οικονομική και νομισματική ενοποίηση.

Η ΟΝΕ, απαιτείται να δημιουργεί όχι μια τεράστια αρένα στο εσωτερικό της οποίας «ο ισχυρός θα επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος θα υποχωρεί και θα προσαρμόζεται εξαναγκαστικά» (Θουκυδίδης V89) αλλά ένας χώρος κοινωνικής αρμονίας, αλληλεγγύης, ισοτιμίας, ισονομίας και πολιτικού πολιτισμού που σέβεται τον άνθρωπο και τα συμφέροντά του. Αν κάποιος νομίσει πως αυτά είναι ουτοπικά, θα διαφωνούσα. Αυτές είναι οι πραγματικές προκλήσεις μιας πραγματικής ένωσης που δεν θα κινδυνεύει από ρωγμές που θα προκαλεί η άνιση ανάπτυξη.

Τέλος, θα μπορούσα να αναφερθώ στην άμυνα και στην ασφάλεια. Είναι αλήθεια πως στο παρελθόν κρατήσαμε αυτά τα ζητήματα σε διακυβερνητικά επίπεδα συνεργασίας. Ίσως να μη ήταν η χειρότερη επιλογή.

Εκτός της ευαισθησίας των σχέσεων με την Ατλαντική Συμμαχία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η άμυνα, η ασφάλεια και η διπλωματία είναι για όλα τα μέλη ζωτικοί τομείς της εθνικής-κρατικής τους ζωής. Γι’ αυτό, η ανάπτυξη της συνεργασίας απαιτείται να εντάσσεται ακόμη περισσότερο στη λογική της ισοτιμίας και τις συναίνεσης. Σ’ αντίθετη περίπτωση και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, θα προκαλούμε εντάσεις και οπισθοδρομήσεις. Κατά κάποιο τρόπο, η μέχρι τώρα προσέγγιση είναι και ο γνώμονας της περαιτέρω συνεργασίας μας.

Για να κάνω αυτή τη θέση πιο σαφή, θα μπορούσα να αναφερθώ στην κοινή ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2001 μετά το τρομοκρατικό κτύπημα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συντομογραφικά αναφέρω τα εξής:

Πρώτο, σε μια στιγμή μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης, η κοινή στάση των ευρωπαίων αποτέλεσε ένα κάλεσμα για ψυχραιμία και συλλογικότητα.

Δεύτερο, τονίσαμε αυτό που απαιτείται να γίνει όταν κατακάτσει η σκόνη από την κατάρρευση των δίδυμων πύργων και όταν στο Αφγανιστάν θα σιγήσουν τα όπλα: Ενεργοποίηση των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας, διάλογος με τα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη, διαμεσολαβήσεις για την ειρηνική επίλυση των διενέξεων στις περιφέρειες και αποφάσεις που εντάσσονται στη λογική του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών.

Έτσι, είναι χαρακτηριστικό πως στην παρέμβαση της ΕΕ έγινε ευθεία σύνδεση των αιτιών της τρομοκρατίας με προσεγγίσεις αντιμετώπισής τους. Μεταξύ άλλων, συμπεριλήφθηκαν δεσμεύσεις για την συμμετοχή στην λήψη διεθνών μέτρων πρόληψης της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου ενός «διεξοδικού πολιτικού διαλόγου με τις χώρες και τις περιοχές του κόσμου όπου η τρομοκρατία αναπτύσσεται». Τονίστηκε, επίσης, η ανάγκη «ένταξης όλων των χωρών σε ένα δίκαιο παγκόσμιο σύστημα ασφάλειας, ευημερίας και καλύτερης ανάπτυξης» επειδή αυτό «αποτελεί προϋπόθεση για μια ισχυρή και βιώσιμη κοινότητα που θα καταπολεμά τη τρομοκρατία». Αυτή είναι η φωνή της ήρεμης δύναμης που θα πρέπει να συνεχίσει να εκδηλώνεται σ’ ένα κόσμο του οποίο το μέλλον επιφυλάσσει πολλές προκλήσεις και πολλούς κινδύνους.

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home