Στην πολιτική εκδήλωση που διοργανώνει το Φόρουμ εκσυγχρονιστικής και οικολογικής αριστεράς με θέμα :

ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ

(Δευτέρα 9 Απριλίου 2001, Ώρα 7:30μμ, Θέατρο Γκλόρια)

 

Κυρίες και Κύριοι, 

επιτρέψτε μου να ξεκινήσω ευθύς εξ’ αρχής με το να πω ότι το εγχείρημα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, βρίσκεται σήμερα, στο πλέον κρίσιμο σημείο του. Κι ότι αν η δεκαετία του ’90 ήταν εκείνη όπου τα κεντροαριστερά πολιτικά σχήματα ανέλαβαν την ευθύνη της διακυβέρνησης στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αλλά και ευρύτερα, φαίνεται τώρα να υποκύπτουν στις αντιφάσεις που συχνά τα χαρακτήρισαν. 

Τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοτικών εκλογών στη Γαλλία αποτέλεσαν μια σαφή προειδοποίηση του εκλογικού σώματος προς των κυβερνητικό συνασπισμό και ιδιαίτερα προς το κομμουνιστικό κόμμα του κ. Hue, που πλήρωσε ακριβά τη στήριξη που παρείχε σε δύσκολες ψηφοφορίες στη κυβέρνηση Ζοσπέν, χάνοντας μεγάλο κομμάτι της εκλογικής του δύναμης προς την ριζοσπαστική αριστερά. 

Ακόμη, όλοι θυμόμαστε τις δυσκολίες σύνταξης ενός πειστικού προϋπολογισμού από την ιταλική κυβέρνηση, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της πιθανής καταψήφισής του από το κομμουνιστικό κόμμα. Και είναι σίγουρο, ότι η αίσθηση της αβεβαιότητας που πολλές φορές αναδείχτηκε στην καθημερινή λειτουργία του ιταλικού κυβερνητικού συνασπισμού, αποτελεί έναν από τους κύριους λόγους που οδηγούν στη διαφαινόμενη  θριαμβευτική επιστροφή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

 

Οι αντιφάσεις αυτές ήταν αναπόφευκτες, ιδιαίτερα όταν κινήματα ή πολιτικές δυνάμεις που ταυτίστηκαν με κύματα διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης, αναγκάστηκαν να αναλάβουν  ευθύνες συν-απόφασης. Και δη, στα θέματα όπου από μέρους τους κυριαρχούσε μέχρι τότε ένας λόγος ευκολίας και καταδίκης.

Θα σας δώσω ένα μόνο παράδειγμα: με ποιο κριτήριο θα αποφασίσουν οι γάλλοι οικολόγοι για την αναγκαιότητα ανάπτυξης της νέας γενιάς πυρηνικών αντιδραστήρων που η Γαλλία χρειάζεται να αναπτύξει, για να διατηρήσει την ενεργειακή της ανεξαρτησία; 

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πολλά ακόμη παραδείγματα. Οι αντιφάσεις αυτές όμως δεν περιορίστηκαν μόνο στις κυβερνήσεις συνασπισμού. Αντίθετα, ήταν εμφανείς ακόμη και στο εσωτερικό συνεκτικών κομματικών μηχανισμών, όπως το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ή ακόμη και οι άγγλοι εργατικοί.

Ποιος δεν θυμάται την πολυετή μάχη μέχρι τελικής πτώσης για την οικονομική  πολιτική στο γερμανικό SPD, που κατέληξε στην ήττα του Όσκαρ Λαφονταίν και την συντριπτική επικράτηση του καγκελάριου Σρέντερ; Ή την μάχη για επικράτηση του Τόνυ Μπλερ απέναντι στους ριζοσπαστικούς εργατικούς;

 

Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί φίλοι,

Βασική αιτία πίσω από όλες αυτές τις αντιφάσεις και συγκρούσεις ήταν η συγκυρία, μέσα στην οποία η κεντροαριστερά κλήθηκε στην δεκαετία του ’90, να διαχειριστεί  τη μετάβαση των ευρωπαϊκών κοινωνιών στη μεταβιομηχανική εποχή.

Μακριά από τη θριαμβευτική βεβαιότητα που απέπνεε η μέχρι τότε κυριαρχία των συντηρητικών κυβερνήσεων και πολιτικών, η κεντροαριστερά έπρεπε να αντεπεξέλθει στην ανάγκη προσαρμογής σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες.  Σε μια κατεξοχήν αβέβαιη και μεταβατική περίοδο, ανάμεσα στα δυο σοκ, της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ και της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, κλήθηκε να δώσει χειροπιαστές λύσεις, όχι να διαμορφώσει απλά ρητορικά σχήματα και  ωραίες αναλύσεις. 

Ορισμένες φορές, οι εκπρόσωποί της υποχώρησαν από δεδηλωμένες και παραδοσιακές πολιτικές επιλογές που μέχρι τότε χαρακτήριζαν  την παράταξή τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι  πολιτικοί της ηγέτες, όπως ο Κλίντον και ο Σρέντερ, κατηγορήθηκαν συχνά για πολιτικό οπορτουνισμό, δίνοντας την εντύπωση ότι κυβερνούν, όχι  σύμφωνα με αρχές, αλλά ανάλογα με τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.

Απέναντι στην ρευστότητα που χαρακτήριζε όλες τις  εξελίξεις, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, η πολιτική  έπρεπε να είναι ευέλικτη.

Να ενσωματώνει αμέσως τα  μηνύματα και τις εναλλασσόμενες ανάγκες των πολιτών. Να  μπορεί, ακόμη, να διαχειρίζεται αποτελεσματικά και προς το  κοινό όφελος τις αυξανόμενες εντάσεις που κυοφορούνται στην  κοινωνία.  Με απλά λόγια, κι όσο κι αν ακούγεται τετριμμένο, περισσότερο από ποτέ, η πολιτική έπρεπε να μεταφράζεται στην  τέχνη της σύνθεσης και του εφικτού.

 

Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί φίλοι,

Την πρόκληση της συγκρότησης μιας πειστική πολιτικής ατζέντας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς την βίωσαν πολλές φορές, θετικά ή αρνητικά, τα τελευταία χρόνια. Αυτή είναι και η πρόκληση την οποία θα ήθελα να σας καλέσω μαζί να αντιμετωπίσουμε. Από δικής μου πλευράς δεν θα προσπαθήσω να δώσω λύσεις ή έτοιμες συνταγές. Κι αυτό γιατί, απλά, λύσεις ή έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν.

Αυτό που θα αποπειραθώ να κάνω, είναι να δώσω τα στοιχεία που συνθέτουν ένα συνεκτικό και πειστικό περίγραμμα αρχών. Περίγραμμα που δεν στοιχειοθετείται από κάποια προσωπικά βιώματα ή ιδεολογικές αναζητήσεις, αλλά που εδράζεται στην σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα. 

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε σήμερα,  είναι αυτό που αφορά στο περιεχόμενο που μπορεί σήμερα να προσλάβει η προοδευτική διακυβέρνηση στη χώρα μας.  Και αν δεν μπορέσουμε να το ορίσουμε πειστικά, τότε η ίδια η ιδέα της κεντροαριστεράς θα μείνει μετέωρη. Τούτο δε, δεν το λέω τυχαία. Αντιθέτως το επισημαίνω καθώς, για πολλούς, η ιδέα  της κεντροαριστεράς δεν αφορά στη συμφωνία σε ένα  συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, αλλά σε μια απλή,  χωροταξικής φύσης συγκατοίκηση.  Μια συγκατοίκηση, όπου  δεξιά υπάρχει το κόμμα της Νέας Δημοκρατία, αριστερά το  ΚΚΕ, κι ενδιάμεσα ένας χώρος που πρέπει να του δοθεί μια  κάποια ονομασία.

Για να προσδιορίσουμε λοιπόν πρώτα το περιεχόμενο μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, πρέπει να απαντήσουμε σε τρία διαδοχικά ζητήματα:

  • σε αυτό της δομής του πολιτικού συστήματος και των μορφών διαχείρισης της εξουσίας

  • σε αυτό της σχέσης του κράτους με την οικονομία της αγοράς, και

  • σε αυτό του σύγχρονου περιεχομένου της κοινωνικής πολιτικής.

 Το πρώτο ζήτημα, των δομών και των μορφών που προσλαμβάνει η κρατική εξουσία, αλλά και του ρόλου των πολιτικών κομμάτων και της κοινωνίας των πολιτών, είναι ίσως το ζήτημα στο οποίο ο δημόσιος διάλογος έχει επικεντρωθεί περισσότερο από τα άλλα. Δυστυχώς όμως, με ένα τρόπο ατελέσφορο. Κι αυτό, γιατί κανένα από τα σημερινά κόμματα δεν λειτουργεί ως παραγωγός νέων πολιτικών ιδεών.

Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όταν η εναλλαγή των  κομμάτων στην εξουσία φέρνει κάποια από αυτά στα έδρανα  της αντιπολίτευσης, χρησιμοποιούν την κατάσταση αυτή σαν ευκαιρία ανανέωσης των πολιτικών τους ιδεών.  Ας θυμηθούμε τη συντριπτική ήττα των γάλλων  σοσιαλιστών το 1993, για να επιστρέψουν θριαμβευτικά, με νέες ιδέες και νέα πλατφόρμα μόλις τρία χρόνια μετά, το 1996.

Το ΠΑΣΟΚ, έχοντας αναλωθεί τόσα χρόνια στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, αδυνατεί να παίξει ένα τέτοιο ρόλο. Αποτελεί άλλωστε μια εξαίρεση στην Ευρώπη, αφού και τότε που βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, το βίωσε απλώς σαν μια παρένθεση, χωρίς να επανεξετάσει τίποτε στη λειτουργία του.  Το κακό είναι όμως ότι, πέρα από το ΠΑΣΟΚ, ούτε η Νέα Δημοκρατία, ούτε η αριστερά παράγουν ουσιαστικά διαφοροποιημένο πολιτικό λόγο, έχοντας αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην κυβέρνηση.

 

Ο τρόπος άλλωστε με τον οποίο ολοκληρώθηκε όλη η συζήτηση της τροποποίησης του Συντάγματος δεν είναι τυχαίος. Κι είναι ενδεικτικός για την αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να τοποθετηθούν πάνω στο ζήτημα της θέσης τους στο θεσμικό και πολιτικό σύστημα. Λυπάμαι μάλιστα που το λέω, αλλά η όλη συζήτηση περί του ασυμβίβαστου, επιφανειακά και μόνο άγγιξε αυτό το θέμα. Κι αν συνέβη, έγινε μόνο γιατί ήταν αποδεκτή με όρους επικοινωνιακούς.

Για εμένα, το περιεχόμενο μιας προοδευτικής ατζέντας στο ζήτημα της δομής και των μορφών της εξουσίας, είναι αυτό της αποκέντρωσης πόρων και εξουσιών από το κέντρο προς την περιφέρεια, με τη δημιουργία ισχυρών θεσμών αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης. Θεσμών όπως οι νέου τύπου δήμοι που δημιουργήθηκαν με το πρόγραμμα «Ιωάννης Καποδίστριας», αλλά και η αποκεντρωμένη περιφερειακή κρατική διοίκηση και η οικονομικά αυτοτελής Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Θεσμών όπως τα 17 Περιφερειακά Συστήματα Υγείας, που φιλοδοξούμε να λειτουργήσουν ως 17 μικρά υπουργεία υγείας.

Ακόμη, περιεχόμενο μιας προοδευτικής ατζέντας, είναι δημιουργία ενός πολύ-επίπεδου συστήματος λήψης αποφάσεων, που λειτουργεί στο κοντινότερο προς τους πολίτες πεδίο και που στηρίζει και ενισχύει τις πρωτοβουλίες τους μέσα από μια χειραφετημένη κοινωνία των πολιτών.

 Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που πρέπει να είναι σε θέση να διαχειρίζεται αποτελεσματικά μια προοδευτική διακυβέρνηση, είναι αυτό που αφορά στη θέση και στο ρόλο της οικονομίας της αγοράς. 

Σήμερα, κανείς μας δεν νομίζω ότι μπορεί ή θέλει να αμφισβητήσει την ύπαρξη μιας οικονομίας της αγοράς. Το ζήτημα αυτό έχει λυθεί οριστικά. Εκείνο που μένει ανοιχτό, είναι το ποιος είναι ο ρόλος του κράτους απέναντι σε αυτήν. 

Είμαι σίγουρος πως όλοι μας συμφωνούμε στην ανάγκη της διασφάλισης υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, γιατί μόνο η ανάπτυξη δημιουργεί πλεόνασμα πόρων, για την άσκηση αναδιανεμητικής πολιτικής. Το θέμα είναι, από πού και με ποιους τρόπους το κράτος αντλεί πόρους, και με ποιο τρόπο τους κατανέμει και τους αναδιανέμει.

Στην Ελλάδα είχαμε το θλιβερό προνόμιο για μια μεγάλη περίοδο, να κάνουμε κοινωνική πολιτική μέσω του πιο άδικου φόρου από όλους, του πληθωρισμού. Και να θυσιάζουμε ενσυνείδητα και για πολλά χρόνια την ικανότητα του κράτους να ασκεί δίκαιη φορολογική πολιτική, τρέχοντας συνέχεια πίσω από τα ελλείμματα.  Ήταν όμως η πιο κοινωνικά άδικη πολιτική, και αυτή τη συνήθεια δεν την έχουμε εξαλείψει ακόμη, όταν βλέπουμε γύρω μας πολλούς να είναι έτοιμοι να ξαναρχίσουν από την αρχή, μοιράζοντας απλόχερα πόρους που δεν τους έχουμε ακόμη διασφαλίσει.

Πιο σημαντικό όμως ακόμη από την πηγή των πόρων που αντλεί το κράτος, είναι ο τρόπος που αυτοί δαπανούνται. Αν δηλαδή δαπανούνται με τρόπο τέτοιο που να μειώνει τις κοινωνικές ανισότητες. Πηγαίνουν άραγε στους πολίτες εκείνους που τους έχουν ανάγκη ή υπάρχουν ακόμη μηχανισμοί ιδιοποίησης των κοινωνικών πόρων; Τι κάνει και τι δεν κάνει το κράτος;

Στο σημείο αυτό πάλι, θα προσπαθήσω να θέσω το περιεχόμενο μιας προοδευτικής διακυβέρνησης. Προοδευτική διακυβέρνηση λοιπόν, είναι αυτή που ξεκινά από τη χρηστή διαχείριση περιορισμένων κοινωνικών πόρων. Προοδευτική διακυβέρνηση, είναι αυτή που εξασφαλίζει στο κράτος έναν ισχυρό, ρυθμιστικό και ελεγκτικό ρόλο. Κι αυτό πρέπει να το κάνει σε πολλά επίπεδα.

Εξασφαλίζοντας, πρώτα απ’ όλα, την τάξη και την ισορροπία στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.  

Διασφαλίζοντας  τον ανταγωνισμό, απέναντι σε καταστάσεις ολιγοπωλίων. Διασφαλίζοντας ουσιαστικό έλεγχο της ποιότητας και των τιμών σε απελευθερωμένες αγορές, όπως είναι αυτή του ηλεκτρικού ρεύματος, των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας. Διασφαλίζοντας, ακόμη την αγροτική παραγωγή και την ασφάλεια των τροφίμων, σε μια απελευθερωμένη παγκόσμια αγορά αγροτικών προϊόντων.

Κι όλα αυτά, γιατί δεν έχει νόημα να αντικαταστήσουμε έναν αναποτελεσματικό μέχρι σήμερα, παραγωγό ακριβών και χαμηλής ποιότητας αγαθών, με έναν εξίσου αναποτελεσματικό ρυθμιστή των διαδικασιών παραγωγής και διάθεσης των αγαθών που μέχρι πρότινος το ίδιο παρήγαγε.

Έρχομαι τώρα στο τρίτο και πλέον σημαντικό ζήτημα, στην «αρένα» του οποίου θα κριθεί η αξιοπιστία μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, που αφορά στο ρόλο ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Κι είναι ένα θέμα στο οποίο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, έχει νόημα από κοινού να αναζητήσουμε τις συντεταγμένες μιας κοινής πορείας.

Η οικονομία της αγοράς, η ρευστότητα των οικονομικών και πολιτισμικών ρευμάτων, ο αυξανόμενος ατομικισμός και η υποχώρηση θεσμών όπως η οικογένεια, αλλάζουν ριζικά το κοινωνικό τοπίο όπως το ξέραμε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Κινούμαστε προς μια κοινωνία υψηλού κοινωνικού ρίσκου. Μια κοινωνία που θα κληθεί να διαχειριστεί χωρίς τα παραδοσιακά αναχώματα, μεγαλύτερους κινδύνους.

Δίπλα λοιπόν από την οικονομία της αγοράς πρέπει να διαμορφώσουμε το νέο κοινωνικό κράτος. Ένα κοινωνικό κράτος που θα προωθεί τη συμμετοχικότητα, που θα περικλείει τον κοινωνικό ιστό σε ένα μίνιμουμ δραστηριοτήτων του.

Αν ο καθένας μας αφεθεί να διαλέξει τη δική του, ιδιωτική ασφάλιση, το δικό του, ιδιωτικό σχολείο, τη δική του, ιδιωτική υγεία, τις δικές του, ιδιωτικές υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας, σε ποιο επίπεδο θα συνευρεθούμε σαν κοινωνία;

 

Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί φίλοι,

Σήμερα στην Ελλάδα ένα σημαντικό χάσμα, οικονομικό,  κοινωνικό, πολιτισμικό ακόμη, ανοίγει, που διαπερνά οριζόντια  όλη μας την κοινωνία. Την ίδια στιγμή που αναδεικνύονται νέες ευκαιρίες και προκλήσεις, φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν αγγίζουν όλους τους  συμπολίτες μας. 

Από την μια πλευρά, ένα όχι ευκαταφρόνητο μέρος του  πληθυσμού διαθέτει σήμερα το κοινωνικό και γνωστικό  κεφάλαιο, τις δεξιότητες εκείνες που του επιτρέπουν να  αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα της νέας εποχής και να  εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που προσφέρονται. 

Από την άλλη όμως πλευρά, υπάρχει ένα άλλο μέρος των  συμπολιτών μας, κι είναι αυτοί οι πολυπληθέστεροι, που δεν  διαθέτουν τα εφόδια εκείνα που θα τους επέτρεπαν να  αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Που υποτάσσονται στις εξελίξεις και που νιώθουν ότι απειλούνται από αυτές, που τις αντιμετωπίζουν μοιρολατρικά ως φορέα όλων των κακών.

Αν λοιπόν σήμερα βρισκόμαστε εδώ για να δώσουμε  περιεχόμενο στην έννοια της προοδευτικής διακυβέρνησης, αυτό το χάσμα ακριβώς πρέπει να κλείσουμε. Και να συμφωνήσουμε, στο μέτρο του δυνατού, σε κοινά αποδεκτές  αρχές για την γεφύρωσή του. 

Να συμφωνήσουμε σε ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης και σε μια άλλη μορφή λειτουργίας των κομμάτων. Να συμφωνήσουμε στην ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών και των θεσμών ουσιαστικής αποκέντρωσης. Να συμφωνήσουμε στο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς και στο ρυθμιστικό ρόλο του κράτους. Να συμφωνήσουμε, τέλος, σε μια σύγχρονη λειτουργία του κοινωνικού κράτους, που να διασφαλίζει μηχανισμούς κοινωνικής ένταξης.

Αν συμφωνήσουμε σε αυτά, τότε η προοδευτική διακυβέρνηση θα είναι μια πραγματικότητα και η κεντροαριστερά θα έχει λόγο ύπαρξης. Λόγο ύπαρξης ουσιαστικό και όχι συμβατικό.

Ας αρχίσουμε όμως να μιλούμε για αυτά.

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home