ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ 

(Πρόταση δυσπιστίας της Ν.Δ. στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας , 31 Ιανουαρίου 2001)

 

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Για να μπορέσουμε καλύτερα να επιμερίσουμε τις πολιτικές ευθύνες για την πορεία του χρηματιστηρίου, πρέπει να αναφερθούμε και σε άλλους, εξωπολιτικούς, παράγοντες που έχουν επιδράσει στην απότομη άνοδο κατά το 1999, αλλά και την εξ ίσου απότομη πτώση και φθορά κατά το 2000.

Τέτοιοι παράγοντες είναι :

1. Η πορεία των χρηματιστηρίων διεθνώς, εφόσον είναι γνωστό πως οι τάσεις των δεικτών ανά τον κόσμο διασυνδέονται, ακόμη και όταν δεν υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος για να συμβεί αυτό.

2. Οι εκπεφρασμένες απόψεις και προσδοκίες παραγόντων της χρηματιστηριακής αγοράς και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης κατά την ίδια περίοδο.

3. Η συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου συνολικά κατά την ίδια περίοδο.

Ας τα εξετάσουμε με τη σειρά.

Είναι γεγονός πως, με την ένταξη της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών τον Μάρτιο του 1998, το Ελληνικό Χρηματιστήριο αφυπνίστηκε και άρχισε μία πορεία σταθερής ανόδου, προεξοφλώντας όλο και περισσότερο την ένταξη της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Η τάση αυτή ανακόπηκε την άνοιξη του 1999, λόγω του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο, για να συνεχιστεί αμέσως μετά τη λήξη του, με εκρηκτικούς πλέον ρυθμούς, προς τα παράλογα επίπεδα των 6.400 μονάδων του Σεπτεμβρίου 1999.

Πολλοί υποπτεύονταν εκείνη την περίοδο πως η πορεία αυτή ήταν υπερβολική και εμπεριείχε τεράστιους κινδύνους. Είναι άλλωστε γνωστό πως οι κεφαλαιαγορές πάντα κινούνται με υπερβολές, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, όταν κάνουν τις λεγόμενες διορθωτικές κινήσεις. Πέραν αυτού οι ανάλογες χρηματιστηριακές κινήσεις λόγω ένταξης στην ΟΝΕ είχαν γίνει και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι χρήσιμο να αναφερθώ στα παραδείγματα της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Από τις αρχές του 1997 μέχρι τα μέσα του 1998, οπότε ελήφθη η απόφαση για τον πρώτο κύκλο χωρών που θα συμμετείχαν στην ΟΝΕ, ο Ιταλικός δείκτης σημείωσε άνοδο 160 % (από 15.000 μονάδες στις 39.000 μονάδες). Κατά τους τέσσερις μήνες που ακολούθησαν την απόφαση της ένταξης ο δείκτης έκανε διορθωτική κίνηση της τάξης του 36 %, πέφτοντας στις 25.000 μονάδες.

Τις ίδιες ακριβώς περιόδους, οι ανάλογες κινήσεις του Ισπανικού δείκτη ήταν 145 % προς τα πάνω με επακόλουθη διόρθωση της τάξης του 37 %. Οι διακυμάνσεις του Πορτογαλικού δείκτη, αντανακλώντας τις αδυναμίες μιας πιο ανώριμης αγοράς, ήταν ακόμη πιο βίαιες. Ανέβηκε κατά 200 %, κάνοντας μετέπειτα διόρθωση 42 %.

Εξετάζοντας λοιπόν τις κινήσεις του δείκτη της Σοφοκλέους, τουλάχιστον κατά την περίοδο της τρελής του κούρσας μεταξύ Μαρτίου 1998 και Σεπτεμβρίου 1999, η άνοδος κατά 260 % περίπου δεν διαφέρει ποιοτικά και πολύ από αυτή που παρατηρήθηκε σε άλλες Μεσογειακές χώρες, εν όψει της ένταξής τους στην ΟΝΕ. Βγαίνοντας μάλιστα από ένα παρατεταμένο λήθαργο έξι χρόνων, μεταξύ 1991 και 1997, όπου ο δείκτης κυμαίνονταν ανάμεσα στις 700 και 1000 μονάδες, η βίαιη κίνησή του ήταν ενδεικτική και της έλλειψης εξοικείωσης του επενδυτικού κοινού, σε καταστάσεις με απότομες διακυμάνσεις. Τα φαινόμενα κερδοσκοπίας και απληστίας από πλευράς επενδυτών, αλλά και ληστρικότητας από πλευράς εισηγμένων εταιριών, που παρατηρήθηκαν είναι ενδεικτικά για την έλλειψη ετοιμότητας όλων των πλευρών να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση.

Ψάχνοντας κάποιος να εντοπίσει κάποιες ιδιαιτερότητες στην πορεία της Σοφοκλέους, σε σχέση με τις προαναφερθείσες Μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορούσε να παρατηρήσει τα εξής :

1. Η κίνηση της Σοφοκλέους ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε πολύ πιο πριν από ότι σε άλλες χώρες, αν πάρουμε σαν σημείο αναφοράς την ημερομηνία ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Προεξοφλήθηκαν με άλλα λόγια τα επερχόμενα οφέλη πολύ νωρίτερα, κι αυτό αποτελεί ίσως ένα στοιχείο Ελληνικής υπερβολής.

2. Κατά το τελευταίο 5μηνο της τρελής κούρσας του 1999, παρασύρθηκαν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι μέχρι τότε δεν είχαν σχέση με το χρηματιστήριο, να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους σε μετοχές. Σε πολλές όμως, δυστυχώς, περιπτώσεις, ο υπερενθουσιασμός οδήγησε πολλούς στην εκποίηση περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη και σε δανεισμό, προκειμένου να προλάβουν το τρένο της Σοφοκλέους για τον Παράδεισο.

Αυτό, δυστυχώς, αποτελεί και το βασικό πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τόσο ωμά η αντιπολίτευση.

3. Το τρίτο στοιχείο αφορά στη διάρκεια της λεγόμενης διόρθωσης. Ενώ σε άλλες χώρες η κατάσταση ομαλοποιήθηκε μέσα σε λίγους μήνες, η πτωτική πορεία της Σοφοκλέους διαρκεί πάνω από 15 μήνες, βάζοντας σε μεγάλη δοκιμασία τους μικροεπενδυτές και αυτούς που τοποθετήθηκαν με δανεισμό.

Πριν όμως εξετάσουμε τις ιδιαιτερότητες της πτώσης, ας μείνουμε για λίγο στην περίοδο του ενθουσιασμού, ή της μανίας, που λένε οι οικονομολόγοι.

Στην Αμερική, την κοιτίδα του καπιταλισμού, οι Τραπεζίτες λένε πως όταν ο λούστρος την ώρα που σου γυαλίζει τα παπούτσια, σου λέει τί μετοχές πρέπει να αγοράσεις, τότε είναι ώρα να βγεις από το χρηματιστήριο. Αυτό σημαίνει πως όταν ο οποιοσδήποτε βιοπαλαιστής ή μικροεπενδυτής έχει κάνει τις τοποθετήσεις του, τα αποθέματα ρευστότητας που θα σηκώσουν παραπέρα τις τιμές των μετοχών έχουν εξαντληθεί. Και για να το χαρακτηρίσω ακόμα πιο ωμά, οι τελευταίοι, που συνήθως είναι και οι πολλοί, δίνουν την ευκαιρία στους επαγγελματίες να πουλήσουν και να ρευστοποιήσουν τα κέρδη τους.

Το γεγονός λοιπόν ότι το καλοκαίρι του 1999, οι 1.200 ΕΛΔΕ άνοιγαν περίπου 10.000 κωδικούς την ημέρα, το φαινόμενο ήταν απόλυτα φυσιολογικό μέσα στην αρνητικότητά του και έπρεπε να ήταν προειδοποιητικό για την επερχόμενη πτώση. Δεν είναι δε δυνατόν να σκεφτώ πως, και στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που προανέφερα, οι εκρηκτικές τάσεις που σημειώθηκαν οφείλονταν μόνο σε τοποθετήσεις των εκεί θεσμικών ή των επαγγελματιών-επενδυτών. Εξάρσεις τιμών αυτής της τάξης μεγέθους απαιτούν ενέσεις ρευστότητας που μόνο οι πολλοί μικροεπενδυτές μπορούν να προσφέρουν μέσα στη δίνη του ενθουσιασμού.

Το γεγονός λοιπόν ότι η πτώση του χρηματιστηρίου εγκλωβίζει και δημιουργεί προβλήματα στους απονήρευτους μικροεπενδυτές δεν θεωρώ ότι αποτελεί κάποια Ελληνική ιδιαιτερότητα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν μας προβληματίζει το γεγονός ότι αυτό συνέβη και στη χώρα μας. Θα ήμουν ο πρώτος που θα αναλάμβανα τις πολιτικές ευθύνες που μας αναλογούν. Οφείλω όμως να καταγγείλω και την υποκρισία των υμνητών της ελεύθερης αγοράς, οι οποίοι σήμερα προσποιούνται πως αυτά τα φαινόμενα δεν έχουν να κάνουν με τη χρηματιστηριακή λογική, αλλά είναι αποκλειστικά προϊόν κακής διακυβέρνησης της οικονομίας και της χώρας.

Την εποχή που η Σοφοκλέους προεξοφλούσε τη θετική προοπτική της Ελληνικής Οικονομίας, με τις όποιες υπερβολές, η αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθούσε να αποσυνδέσει την επιτυχία της οικονομική πολιτικής από το χρηματιστήριο, λέγοντας πως η μακροοικονομική πρόοδος ήταν αποτέλεσμα δημιουργικής λογιστικής και πως η άνοδος του χρηματιστηρίου αντανακλούσε κυρίως τη δημιουργικότητα του ιδιωτικού τομέα. Τότε, οι υγιείς επιχειρήσεις αντλούσαν φτηνά κεφάλαια χάρη των ειδικών τους χαρισμάτων.

Τώρα, που αποδείχτηκε πως τεράστια ποσά αντλήθηκαν καταχρηστικά και πως πολλές μετοχές ήταν απλές φούσκες, απότομα συνδέουν την κατάρρευση του δείκτη με την οικονομική πολιτική και προσπαθούν να αμαυρώσουν τις επιτυχίες της κυβέρνησης στον τομέα της οικονομικής πολιτικής με την υπερβολική πτώση της Σοφοκλέους. Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους στην ερμηνεία των γεγονότων είναι αρκετά ενδεικτική για την παρατηρούμενη, σήμερα, υποκρισία.

Είναι γεγονός πως η θεσμική θωράκιση της κεφαλαιαγοράς δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί κατά την περίοδο του οργίου. Ο ενθουσιασμός της αγοράς ήταν ραγδαίος και ο δείκτης ανέβαινε με ρυθμούς ταχύτερους από αυτούς με τους οποίους προχωρούσε η οργάνωση των εποπτικών αρχών. Αυτό αποτελεί το δικό μας μέρος της ευθύνης.

Δεν μπορώ όμως παράλληλα να ξεχάσω τις προφητείες των ειδικών της αγοράς, οι οποίοι προέβλεπαν περαιτέρω άνοδο του δείκτη στις 7.500 μονάδες ή ακόμη και στις 10.000 μονάδες. Και δεν μπορώ να ξεχάσω τα αναρίθμητα δημοσιεύματα για επερχόμενες συγχωνεύσεις, εξαγορές και όποια άλλα σενάρια που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, παρασύροντας όμως πολύ κόσμο να επενδύσει σε φούσκες. Και όταν ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλοι εκπρόσωποι των εποπτικών αρχών επεχείρησαν να προειδοποιήσουν για τις υπερβολές το καλοκαίρι του 1999, δέχτηκαν ομοβροντίες από πυρά εξοργισμένων παραγόντων της αγοράς, αλλά και της αντιπολίτευσης, για την ανάμιξή τους στην πορεία των αγορών. Βόλευε φαίνεται ακόμα η αντίληψη πως οι αγορές ξέρουν καλύτερα και πως μέσω αυτών όλος ο κόσμος θα φάει με χρυσά κουτάλια. Σήμερα βολεύει να διαχέεται η αντίληψη πως ο υπουργός οικονομικών παρέσυρε τους χιλιάδες μικροεπενδυτών στην παγίδα της φούσκας.

 

Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, ο μεγάλος γκουρού των διεθνών κεφαλαιαγορών, ο Πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Αμερικής ο Alan Greenspan, σε μία περίφημη ομιλία του για την πορεία της Wall Street, προειδοποιούσε για μη ορθολογική υπερβολή (irrational execuberance) όταν ο δείκτης Dow Jones περνούσε τις 6.500 μονάδες. Από τότε ο δείκτης συνέχισε στις 11.000 μονάδες και σήμερα εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίπεδο των 10.800 μονάδων. Αυτό ίσως είναι ενδεικτικό για το ότι, ακόμη και οι πιο έγκυροι παρατηρητές αυτών των αγορών, μπορούν να πέσουν έξω σε προβλέψεις δεικτών.

Για να αναφέρω ένα άλλο παράδειγμα, ο ίδιος Greenspan, πριν ενάμισυ περίπου χρόνο, εξυμνώντας την προοπτική της λεγόμενης νέας οικονομίας όταν ο δείκτης Nasdaq ήταν στις 4.200 μονάδες, προέβλεπε περαιτέρω κούρσα του δείκτη. Όντως ο δείκτης έτρεξε για δύο-τρεις ακόμη μήνες, φθάνοντας στις 4.600 μονάδες, γυρίζοντας μετά σε πτωτική πορεία και κλείνοντας στις 2.200 μονάδες στο τέλος του προηγούμενου έτους. Κανείς όμως δεν αμφισβήτησε το κύρος Greenspan, παρά την πτώση του Nasdaq κατά 52 % μέσα σε λίγους μήνες, όπως και κανείς από αυτούς που βγήκαν από το δείκτη Dow Jones στις 6.500 μονάδες δεν το κατηγόρησε για διαφυγόντα κέρδη της τάξεως του 60 %. Εξακολουθεί να απολαμβάνει το κύρος του Νέστορα των διεθνών κεφαλαιαγορών.

Ένα άλλο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί ο δείκτης της λεγόμενης Νέας Αγοράς της Γερμανίας. Το Μάρτιο του 2000 ήταν στις 8.500 μονάδες και στο τέλος του έτους έκλεισε στις 2.500 μονάδες περίπου, σημειώνοντας πτώση πάνω από 70 % μέσα σε οκτώ μήνες. Ουδείς όμως δημιούργησε πολιτικό θέμα στη Γερμανία.

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Ανέφερα τα προηγούμενα παραδείγματα για να καταλήξω σε κάποια συμπεράσματα. Έχοντας αναγνωρίσει πως η θεσμική θωράκιση της Ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί πριν γίνουν οι εδώ υπερβολές, κύριο χαρακτηριστικό δείγμα της ανωριμότητας που μας διακρίνει δεν είναι οι υπερβολικές κινήσεις του δείκτη, ούτε οι μεγάλες απώλειες των μικροεπενδυτών. Αυτά έχουν συμβεί και εξακολουθούν να συμβαίνουν και αλλού, ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες αγορές.

Χαρακτηριστικό της υπανάπτυξης κατά τη γνώμη μου είναι και η έντονη πολιτικοποίηση των ευθυνών για την καθοδική πορεία των αγορών. Αυτό, αν μη τι άλλο, αντανακλά την πρωτόγονη αντίληψη ότι οι κεφαλαιαγορές μπορεί να χειραγωγηθούν σύμφωνα με την όποια πολιτική βούληση, καθώς και την αντίληψη ότι ο Υπουργός Οικονομικών οφείλει να κάνει συστηματικά σωστές προβλέψεις για την πορεία του δείκτη, καθοδηγώντας έτσι τις κινήσεις των μικροεπενδυτών. Τα παραδείγματα των πιο ώριμων αγορών, αν μη τι άλλο, δείχνουν πως αυτές οι αντιλήψεις δεν έχουν καμία σχέση με τον οικονομικό φιλελευθερισμό που υποτίθεται ότι ασπάζεται η αξιωματική αντιπολίτευση. Τουναντίον μάλιστα, θα τολμούσα να πω πως, η προσπάθεια πολιτικοποίησης της πορείας του χρηματιστηρίου και η εμφάνιση των μικροεπενδυτών σαν απλά και άβουλα θύματα της κυβερνητικής προπαγάνδας, αντανακλά έντονα πατερναλιστικές και κρατικίστικες αντιλήψεις στους κόλπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Θα ήθελα τέλος να θίξω την ιδιαιτερότητα που προανέφερα και που αφορά στη διάρκεια της διόρθωσης της Σοφοκλέους, με αντιδιαστολή με τα παραδείγματα των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανέφερα στην αρχή της ομιλίας μου.

Μετά το «πάρτυ» του 1999, ήταν φυσικό η Σοφοκλέους να κάνει διορθωτική κίνηση. Δυστυχώς όμως, η κίνηση αυτή συνέπεσε χρονικά με τη διεθνώς παρατηρούμενη παρατεταμένη πτωτική πορεία των χρηματιστηρίων των αναδυόμενων αγορών, στις οποίες ακόμη είμαστε τυπικά ενταγμένοι. Ενδεικτικά αναφέρω πως το χρηματιστήριο της Ταϊλάνδης μέσα στο 2000 έχασε πάνω από το 45 %, ενώ της Νότιας Κορέας 77%. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, όντας ενταγμένοι στην ίδια κατηγορία με αυτές τις χώρες, επηρεαζόμαστε αυτόματα εφόσον οι ίδιοι dealers τοποθετούνται και στο δικό μας χρηματιστήριο. Επομένως, η γενικότερη αποστροφή των ξένων θεσμικών επενδυτών προς τις αναδυόμενες αγορές που επικρατεί εδώ και 15 μήνες, έχει επιδράσει αρνητικά και στις τοποθετήσεις τους στη Σοφοκλέους.

Ακόμη χειρότερα, γνωρίζουμε πως από πλευράς ταξινόμησης στα dealing rooms των διεθνών Τραπεζικών Οίκων, βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο, όπου βγαίνουμε από τις ομάδες που διαπραγματεύονται τις αναδυόμενες αγορές και, μέχρι το Μάιο, θα μας αναλάβουν οι ομάδες που κάνουν τοποθετήσεις στις ώριμες αγορές. Βρεθήκαμε λοιπόν αυτή τη στιγμή ανάμεσα στις καρέκλες των dealers και δεν ακουμπάμε πουθενά. Πιστεύω λοιπόν πως η επίσημη ένταξή μας στις ώριμες αγορές στα τέλη Μαίου, θα σηματοδοτήσει ένα νέο σημείο εκκίνησης για τις τοποθετήσεις των ξένων θεσμικών επενδυτών, τονώνοντας έτσι τη ζήτηση των καλών μετοχών της Σοφοκλέους. Αυτό άλλωστε συνέβη και με τη ζήτηση των Ελληνικών ομολόγων, αποδεικνύοντας πως η εικόνα των ξένων θεσμικών για την προοπτική της Ελληνικής οικονομίας είναι θετική.

Απομένει λοιπόν να δείξουμε πως και το πολιτικό μας σύστημα είναι συμβατό με τους κανόνες της ανοιχτής οικονομίας και μίας ώριμης και αξιόπιστης χρηματιστηριακής αγοράς. Τα ξένα κεφάλαια θα εισρεύσουν μόνο αν γνωρίζουν πως υπάρχει στιβαρή εγχώρια επενδυτική βάση. Αν όμως εμείς οι ίδιοι πείσουμε τους εγχώριους επενδυτές πως είναι μόνο θύματα στημένων παιχνιδιών και πολιτικής πλάνης, καλλιεργούμε μία μοιρολατρική αντίληψη που υποσκάπτει την υγιή επενδυτική συμπεριφορά.

Για το καλό λοιπόν των μικροεπενδυτών και για τον περιορισμό των κοινωνικών προβλημάτων που ανέκυψαν από τις όποιες ατέλειες στη λειτουργία του θεσμού κατά το πρόσφατο παρελθόν, επιβάλλεται η εκτόνωση της πολιτικής αντιπαράθεσης στο θέμα του χρηματιστηρίου και η προσήλωσή μας στην καλή λειτουργία του θεσμού.

Τελειώνοντας θέλω να θίξω και ένα άλλο θέμα που μας βοηθά να ερμηνεύσουμε τις προθέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αν η αξιωματική αντιπολίτευση πιστεύει πως το Ελληνικό χρηματιστήριο αυτή τη στιγμή είναι υπερβολικά απαξιωμένο, τότε θα όφειλε να τονίζει την παροδικότητα των προβλημάτων και θα συνιστούσε υπομονή, εφόσον οι τιμές των μετοχών προβλέπεται να ανακάμψουν. Ανοίγοντας όμως ένα τεράστιο πολιτικό θέμα γύρω από την απαξίωση των μετοχών, πιστεύει πως θα αντλήσει πολιτικά οφέλη είτε γιατί δεν προβλέπει είτε γιατί δεν επιθυμεί ανάκαμψη των τιμών των μετοχών. Αν λοιπόν η αντιπολίτευση πιστεύει πως η σημερινή τιμολόγηση είναι η σωστή, τότε γεννάται το ερώτημα γιατί δεν προειδοποίησε η ίδια τους επενδυτές κατά την περίοδο της κούρσας των τιμών. Αν πάλι δεν είναι σωστή, τότε προς τι η καταστροφολογία και η καλλιέργεια αρνητικού κλίματος; Μήπως τελικά το μόνο που επιθυμεί είναι η καθήλωση των τιμών των μετοχών στα σημερινά επίπεδα ;

Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε οφείλω να ομολογήσω πως η αντιπολίτευση δεν προσφέρει καθόλου καλές υπηρεσίες σ’ αυτούς τους οποίους υποτίθεται ότι θέλει να προστατεύσει.

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home