Ομιλία Αλ. Παπαδόπουλου
Παρουσίαση βιβλίου - Επαναθέσμιση της Ελληνικής Πολιτείας
Θεσσαλονίκη, Mediterranean Palace Hotel, 19/1/2015
Κυρίες και κύριοι,
Γόνιμες σκέψεις για τον αναγνώστη του είναι το βιβλίο «Επαναθέσμιση της Ελληνικής Πολιτείας» του διανοητή και δραστήριου ενεργού πολίτη, Κωνσταντίνου Γεροντή. Ένα βιβλίο που αποτυπώνει το σύγχρονο νεοελληνικό δράμα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επικράτηση ενός ιδιότυπου πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτιστικού δυϊσμού. Τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, της οικονομίας και του πολιτικού μας συστήματος εντοπίζονται ευκρινέστερα, με την πάροδο των χρόνων, όταν τα προσεγγίζουμε με κριτήριο την υποκατάσταση των θεσμών από κακοήθη μορφώματα που λειτουργούν ως παραθεσμοί. Πλάι και μέσα στους θεσμούς της οικονομίας αναπτύσσεται και λειτουργεί η παραοικονομία, πλάι και μέσα στους θεσμούς της πολιτικής αναπτύσσεται και λειτουργεί η παραπολιτική και πλάι και μέσα στους θεσμούς της διοίκησης και του κράτους αναπτύσσονται και λειτουργούν οι «θεσμοί» της παραδιοίκησης, της διαπλοκής και των κρατικών συντεχνιών. Όσο αυτοί οι παραθεσμοί διογκώνονται, τόσο απαξιώνονται οι επίσημοι θεσμοί. Οι πολίτες, η οικονομία αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα βρίσκονται παγιδευμένοι σε αυτές τις παραθεσμικές λειτουργίες.
Η κοινωνική καταστροφή που συντελείται εδώ και τέσσερα χρόνια δεν προήλθε από εξωγενείς παράγοντες ή φυσικά φαινόμενα. Είναι αποτέλεσμα επιλογών δεκαετιών, κυρίως όμως της κρίσιμης δεκαετίας που προηγήθηκε της κρίσης. Δυστυχώς, το πολιτικό μας σύστημα αποδείχθηκε ανήμπορο να σηκώσει το ιστορικό βάρος ενός ριζικού αναπροσανατολισμού. Νομίζω ότι η διαπίστωση του Μακιαβέλλι ότι «η εισαγωγή νέων θεσμών έχει εχθρούς όλους εκείνους που επωφελούνται από τους παλιούς θεσμούς και έχει χλιαρούς υποστηρικτές όλους εκείνους που επωφελούνται από τους καινούργιους» περιγράφει με ακρίβεια τη συμπεριφορά της πολιτικής ελίτ της χώρας. Τα προνόμια που είχαν αποσπάσει καλά οργανωμένα συμφέροντα τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν συγκεκριμένα και θεσμοθετημένα, σε αντίθεση με το ασαφές κοινωνικό όφελος, που θα βελτίωνε την θέση αυτών που σήμερα καλούνται να πληρώσουν το λογαριασμό. Επιπλέον δε, η πλάστιγγα του πολιτικού κόστους έγερνε συστηματικά υπέρ της απραξίας και ενάντια στις αναγκαίες αλλαγές των δομών, των λειτουργιών και τελικά του κατεστημένου συστήματος αξιών.
Η πολιτική ατολμία απέτρεψε τις αναγκαίες βαθιές τομές. Η ανεξήγητη αμεριμνησία, η ηθελημένη άγνοια του κινδύνου, τα γνωστικά και ηθικά διλήμματα, είχαν αναχθεί σε κυρίαρχα πολιτικά δόγματα. Στο μεταξύ, το σαθρό οικοδόμημα του κράτους και της οικονομίας κατέρρεε με τα προβλήματα να επισωρεύονται και τα αδιέξοδα να είναι πλέον ορατά και υπαρκτά. Όποιος, δε, ανησυχούσε και προειδοποιούσε, αντιμετωπιζόταν ως εχθρός και υπονομευτής.
Έτσι λοιπόν πορευτήκαμε, δανειζόμενοι, για να αγοράζουμε χρόνο και εύνοια. Η ευρεία υποστήριξη των εύκολων αυτών επιλογών δεν ήταν άσχετη με τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες που το ίδιο το πολιτικό σύστημα καλλιεργούσε, υπονομεύοντας, όπως αποδείχτηκε, τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι ο λαός διαπαιδαγωγήθηκε να υποστηρίζει λανθασμένες επιλογές.
Μπορεί οι οικονομικές κρίσεις να αποδίδονται γενικά στη παθογένεια του καπιταλιστικού συστήματος, όμως η δική μας γενικευμένη κρίση έχει ελληνική ιθαγένεια και συντελείται μέσα στο σκηνικό ενός σαθρού κρατικού οικοδομήματος και μιας αποδιαρθρωμένης κοινωνίας. Σε ό,τι λοιπόν αφορά το κράτος και τους θεσμούς, οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες τόσος λόγος γίνεται, πρέπει να είναι ουσιαστικές και όχι μηχανιστικές. Να είναι, δηλαδή, ενταγμένες σε ένα ευρύτερο σχέδιο δομικών αλλαγών με σαφή πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό και επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική κοινωνία, αυτή βρίσκεται εκεί ακριβώς που την οδήγησαν άστοχες και αστόχαστες πολιτικές επιλογές. Αφέθηκε χωρίς προορισμό, οράματα και στόχους για το μέλλον να βυθίζεται στην ευτέλεια του χυδαίου καταναλωτισμού. Θεωρώ δε την υπέρβαση των ορίων ως την βαθύτερη αιτία του κακού. Μια κοινωνία που οργανώθηκε με βάση τις υλικές σχέσεις και κατά συνέπεια με βάση τις σχέσεις δύναμης και πλούτου, χωρίς δέσμευση από ένα σύστημα πνευματικό, το οποίο να είναι ανώτερο απ’ αυτές και να λειτουργεί ως το καθοδηγούν τη χώρα πνεύμα.
Κυρίες και Κύριοι,
Οι θεσμοί στις κοινωνίες έχουν ως υπόβαθρο τον πολιτισμό τους. Παράγονται, διαμορφώνονται και διαφοροποιούνται μέσα στους κόλπους της κοινωνικής-ταξικής διαστρωμάτωσης. Η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη παράγει την κρατούσα πολιτιστική αντίληψη και επιβάλλει το δικό της αξιακό σύστημα. Από αυτό απορρέουν και σε αυτό αναφέρονται οι κάθε λογής θεσμοί. Το ερώτημα είναι η Ελλάδα τι είδους θεσμούς έχει και ποιος πολιτισμός τούς παράγει. Η νεότερη Ελλάδα δεν έχει κανονική πολιτισμική εξέλιξη και για αυτό οι θεσμοί της είναι αδύναμοι. Οι διάφορες «νησίδες πολιτισμού» δεν συγκροτούν μια συνεκτική σε αξιακά συστήματα κοινωνία. Όσοι θεσμοί λειτουργούν είτε ως «σύνθετο άθροισμα θεσμοποιημένων ρόλων» είτε κυρίως ως σταθερές και μόνιμες διαδικασίες, οι οποίες συμβάλλουν στη συνοχή της κοινωνίας, είτε τέλος ως διαδικασίες, οι οποίες αποτελούν συστατικά στοιχεία του πολιτικού, διοικητικού και οικονομικού μας συστήματος, όλο και περισσότερο αποδυναμώνονται ή, το χειρότερο, ενοποιούνται λειτουργικά γύρω από νοσηρούς άξονες.
Σε αντίθεση με τις προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, η κοινωνική, οικονομική, πολιτική και εν τέλει η πολιτισμική μας ανάπτυξη, δεν ήταν προϊόν παγιωμένων αξιακών συστημάτων με σταθερές συμπεριφορές και αυτοπειθαρχίες. Για παράδειγμα, στις ευρωπαϊκές χώρες ο ορθολογισμός, η φιλοπονία, η φιλεργατικότητα και η πειθαρχία σε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς, καθώς και ο σεβασμός στους θεσμούς, δεν προήλθαν από «κανονιστικούς» τυπικούς νόμους, αλλά είναι γεννήματα μακροχρόνιων αξιακών συστημάτων.
Η Ελλάδα δεν ολοκληρώθηκε θεσμικά ως χώρα, γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κοινωνικά. Όσοι θεσμοί λειτούργησαν αρχικά, στην πορεία ποδοπατήθηκαν στο βωμό της πολιτικής και οικονομικής σκοπιμότητας, έτσι ώστε η οικονομική ανέλιξη της χώρας να μην συνοδευθεί από την αντίστοιχη πολιτισμική. Στη χώρα μας, η ιθύνουσα τάξη δεν συγκροτήθηκε ποτέ ως συγκεκριμένο και οριοθετημένο κοινωνικό μόρφωμα, γεγονός στο οποίο συντέλεσε πλήθος παραγόντων: οικονομικοί, κοινωνικοί, αναπτυξιακοί, πολιτικοί και πολιτιστικοί, καθώς και ιστορικοί (πόλεμοι, διχασμοί, κινήματα, δικτατορίες, προσφυγιά κλπ). Παράλληλα, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας λειτουργεί σαν απροσδιόριστο μεσαίο καταναλωτικό στρώμα, δίχως όμως να ορίζεται ως ηγεμονεύουσα κοινωνική δύναμη, της οποίας η κουλτούρα θα εγγυάται την τήρηση των θεσμών. Φυσικό επακόλουθο αυτής της ανώμαλης και άνισης κοινωνικής ανέλιξης ήταν να παραχθεί ένας νεοελληνικός πολιτισμός εν πολλοίς άμορφος, χωρίς σαφές περίγραμμα και ευδιάκριτα χαρακτηριστικά, αλλά και θεσμοί ασταθείς, συχνά αντιφατικοί, δίχως τις γερές ρίζες που θα τους προσέφερε η δοκιμασία τους σε βάθος χρόνου.
Πάνω σε αυτό το ήδη σαθρό έδαφος, η σημερινή πολιτική συγκυρία σαρώνει κυριολεκτικά το ανήμπορο να αντισταθεί υφιστάμενο θεσμικό μας σύστημα. Στο πλαίσιο αυτής της θεσμικής ακαταστασίας, λειτούργησε και το πολιτικό σύστημα, το οποίο πορεύθηκε σε θεσμικό κενό που το ίδιο ανατροφοδοτούσε. Δεν πορεύθηκε με πίστη στους νόμους που θέσπιζε, αλλά διολίσθησε σε ένα κόσμο κυνικών συμπεριφορών και γι΄ αυτό ψήφιζε νόμους που δεν εφάρμοζε και νομοθέτησε υποκριτικά αυτοπεριορισμούς και κανόνες διαφάνειας που ήταν αδύνατον να τηρήσει. Κυριαρχήθηκε από τις αντιφάσεις μιας ανολοκλήρωτης κοινωνίας και δεν διαμόρφωσε ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον.
Έτσι, τα ελλείμματα του δημόσιου βίου, οι διομολογήσεις, η διαχρονική έλλειψη δημόσιων πολιτικών για την κοινωνική εξέλιξη της χώρας, άφησαν την τελευταία θεσμικά ανάπηρη και ένα σημαντικό κομμάτι του λαού μας απροσάρμοστο πολιτισμικά. Μεγάλο τμήμα του μεσαίου και άνω χώρου είναι προϊόν του θεσμικού κενού, του κρατισμού και της παραοικονομίας. Είναι «λούμπεν με λεφτά», με οικονομικό επαρχιωτισμό, που, όταν χάνεται η δάνεια ή ύποπτη ευημερία τους, δεν συμπεριφέρονται ως μέλη μιας υπεύθυνης ιθύνουσας τάξης αλλά ως υπερασπιστές του ατομικού παραδείσου τους. Όλα αυτά καταρρακώνουν τη χώρα, της αφαιρούν κάθε ικμάδα και μετατρέπουν το συνένοχο και ρέπον σε δημοκοπία πολιτικό σύστημα, στην καλύτερη περίπτωση, σε ανήμπορο «παρατηρητή».
Οι πολίτες διερωτώνται καθημερινά αν υπάρχει διέξοδος από την παραπάνω κατάσταση και γνωρίζουν πολύ καλά ότι καθώς είναι παγιδευμένοι μέσα σε αυτήν, γίνονται και οι ίδιοι πολλές φορές μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης του. Η κοινωνία μας διχάζεται ανάμεσα σε εκείνους που αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της προσαρμογής της χώρας στους νέους κανόνες, την αναγκαιότητα της αναβάθμισης της λειτουργίας των θεσμών και της αποδυνάμωσης των παραθεσμών και σε εκείνους που υποκύπτουν στην αδιαφορία ή που τα ατομικά τους συμφέροντα επιβάλλουν μια διαρκή αντίδραση σε κάθε μεταρρυθμιστική μεταβολή στη λειτουργία του δημόσιου βίου.
Κυρίες και Κύριοι,
Επιτρέψτε μου να διατυπώσω και μερικές ακόμη σκέψεις που μου προκάλεσε το βιβλίο του κ. Γεροντή. Η Ελλάδα σήμερα δεν μπορεί να συμπεριφέρεται σαν το ασύντακτο κρατίδιο της Βαλκανικής. Δεν ζει πλέον μόνο με τα δικά της γεγονότα, και την πορεία της δεν την καθορίζουν οι ειμαρμένες, για να φορτώνει εύκολα σε αυτές τις πλάνες και τις αδυναμίες της. Στη σημερινή ιστορική συγκυρία είναι υποχρεωμένη να κινείται στο πλαίσιο της συλλογικής διακυβέρνησης της Ευρώπης και να υποστηρίζει τις προσπάθειες ακόμη και για συλλογική διακυβέρνηση ολόκληρης της υφηλίου. Εκεί όμως υπάρχουν κανόνες, θεσμοί και συνέπειες αλλά και ανταγωνιστικοί κυνισμοί και αδικίες. Επιβιώνουν μόνο όσοι αντέχουν και αντέχουν όσοι αποφασίζουν να έχουν ισχυρές δομές, όσοι διαθέτουν ευελιξίες, πολιτικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης και απορρόφησης των δυσκολιών, των κραδασμών και των διακυμάνσεων. Τις μάχες κερδίζουν μόνο όσοι συγκλίνουν με αυτοπεποίθηση στα νέα δεδομένα στην Ευρώπη και στον κόσμο, μόνο όσοι έχουν να συνεισφέρουν στον εξελισσόμενο πολυπολιτισμό της παγκόσμιας κοινότητας.
Κυρίες και Κύριοι,
Όλα αυτά είναι ζητούμενα, τα οποία θα έπρεπε να κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο κατά την πορεία προς τις εκλογές αυτής της Κυριακής. Δυστυχώς όμως η βασιλεύουσα ιδεολογία του λαϊκισμού προσπαθεί με όλα και σε όλα τα μέσα να πείσει ότι το αόριστο μήνυμα είναι «να αλλάξουν οι πολιτικές». Προφανώς εννοούν να επανέλθουμε σε εκείνες τις πολιτικές που μας οδήγησαν στο σημερινό κατάντημα, δηλαδή του πολιτικού ναρκισσισμού, της δημοκοπίας, του ψευδοπροοδευτισμού, της άρνησης των πολιτικών προσαρμογής, της εντυπωσιοθηρίας, των προσωποποιημένων και ιδιοκτησιακών αντιλήψεων της πολιτικής, της οικοδόμησης ευημερίας όχι πάνω στο μόχθο και στην προσπάθεια αλλά σε δάνεια κεφάλαια, κλπ. Δεν αντιλαμβάνονται φυσικά ότι αυτές οι πολιτικές θα οδηγήσουν τη χώρα αυτή τη φορά στην τελική της συντριβή. Ότι θα δώσουν στο λαό το τελειωτικό χτύπημα αν τελικά υιοθετηθούν. Οι αδιευκρίνιστες, μέχρι σήμερα, “πολιτικές” αυτές που προτείνουν δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα απαράδεκτο πολιτικό εμπόριο πάνω στα θύματα της χρεοκοπίας, στην οποία, συνέβαλαν οι ίδιες αυτές οι δυνάμεις, που σήμερα παρουσιάζονται ταυτόχρονα ανεύθυνες και λυτρωτικές.
Η χώρα εισέρχεται σε μια άγνωστης χρονικής διάρκειας περίοδο πολιτικού αδιεξόδου και αυτό ανεξάρτητα από το αν οι εκλογές δώσουν αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή προκύψει συνεργασία ακόμα και των δύο μεγάλων κομμάτων. Οι δύο κομματικοί πόλοι που συγκρούονται σήμερα ενόψει των εκλογών αυτής της Κυριακής δεν θα μπορούν να δώσουν πραγματική Κυβέρνηση, γιατί δεν είναι ιδεολογικοί πόλοι που έχουν συγκεκριμένες αντιλήψεις για το μέλλον της χώρας. Είναι απλά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στις εκλογές αυτές συγκρούονται οι δύο εκδοχές του νεοελληνικού λαϊκισμού. Συγκρούεται η λαϊκίστικη εξουσιαστική Δεξιά με τον αριστερό ιδεοληπτικό λαϊκισμό, ανεξάρτητα από το αν οι ανάγκες της πολιτικής τους επιβίωσης τους οδηγούν ενίοτε να υποδύονται τις δυνάμεις ευθύνης. Είναι απλώς λεοντές, που οι περιστάσεις θα τις οδηγήσουν σύντομα να καταπέσουν μαζί με τους μύθους που κατασκεύασαν για τους ίδιους και τις δυνατότητές τους.
Ο οικονομικός και κοινωνικός κίνδυνος από τη διαφαινόμενη πολιτική ακινησία και αβεβαιότητα είναι ορατός. Γιατί, αγαπητοί μου, ο λαϊκισμός δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη δημαγωγία. Ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο τεχνική υφαρπαγής ψήφων. Είναι κάτι βαθύτερο και ευρύτερο. Είναι η οικοδομημένη φιλοσοφία και αντίληψη ότι τη ζωή δεν την υπηρετούν και προστατεύουν οι θεσμοί μιας οργανωμένης και αξιακά δομημένης κοινωνίας πολιτών αλλά οι οικονομικές και πολιτικές συναλλαγές ανάμεσα στα άτομα και τις ομάδες συμφερόντων που συγκροτούν την κοινωνία.
Κυρίες και Κύριοι,
Η Ελλάδα μπορεί να βρει το δρόμο της ανάταξης αν απέναντι στον κυρίαρχο σήμερα ιδεολογικά πολυμορφικό λαϊκισμό αντιπαρατεθεί μια διαφορετική πολιτική και πολιτισμική αντίληψη που θα μπορεί να πραγματώσει την ανασυγκρότηση της χώρας πάνω σε ένα συγκεκριμένο δημοκρατικό και μεταρρυθμιστικό δρόμο, με ρεαλισμό και ορθολογισμό.
Το σημερινό ανθρώπινο πολιτικό υλικό δεν μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα θεσμική αναγέννηση και οικονομική ανάπτυξη, γιατί είναι και το ίδιο παγιδευμένο - και ανήμπορο πλέον - σε λογικές που αφορούν άλλες εποχές και άλλες πρακτικές και όχι στις συμπεριφορές και προσαρμογές που απαιτεί ο σύγχρονος και ταχέως μεταβαλλόμενος κόσμος.
Αμέσως μετά τις εκλογές έχω στέρεα πεποίθηση ότι οι νέες συνειδητοποιήσεις που θα προκύψουν στο λαό από την ορατή πλέον αδυναμία του πολιτικού συστήματος να προστατεύσει τα συμφέροντα της χώρας θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός δεύτερου πολιτικού πόλου απέναντι στο σημερινό λαϊκίστικο σύστημα, απέναντι σε όλες τις παλιές και νέες παρηκμασμένες διαιρέσεις και εκδοχές του.
Η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει να ηττάται σε όλα τα επίπεδα και ο λαός να τιμωρείται εξαιτίας ενός άρρωστου πολιτικού συστήματος και μιας ατελούς ευρωπαϊκής οντότητας. Ένας δρόμος υπάρχει. Η συγκρότηση ενός πραγματικά λαϊκού – και άρα αντιλαϊκιστικού – μετώπου από τις αργούσες και σχολάζουσες σήμερα πρωτοπόρες δυνάμεις του ρεαλισμού και του ορθολογισμού που δρουν στην επικράτεια. Μόνο έτσι θα απαλλαγεί η Ελλάδα από τα είδωλα λαϊκής πλάνης που εντρυφούν και βασιλεύουν δεκαετίες σε όλο το σημερινό κομματικό σύστημα και σε όλες τις λεγόμενες ηγέτιδες, αλλά βαθιά συντηρητικές και ατροφικές, δυνάμεις της χώρας. Μόνο έτσι μπορεί η Ελλάδα να γίνει ένα κανονικό σύγχρονο ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, που θα αντιστοιχεί σε μία συνεκτική και αξιακά ιεραρχημένη κοινωνία. Μόνο έτσι η Ελλάδα δεν θα καταντήσει το ανάπηρο καθυστέρημα της Ευρώπης. Διαφορετικά η χώρα και οι νεότερες γενιές της θα συντριβούν, και μάλιστα «θερισμένες και αναπολόγητες», ανάμεσα στις δεξιές, κεντρώες και αριστερές αποχρώσεις του λαϊκισμού.
Τη θέση μου αυτή την υποστηρίζω χρόνια. Τώρα, μπροστά στο διαφαινόμενο πολιτικό αδιέξοδο και τις μεγάλες επιπτώσεις που θα προκύψουν σε βάρος του ανύποπτου λαού, και μάλιστα σε μια χώρα που λόγω της αποθεσμοποίησής της δεν έχει δυνατότητες μεγάλων χειρισμών δυσμενών καταστάσεων, εκτιμώ ότι σιγά αλλά σταθερά οι πρωτοπόρες δυνάμεις του ορθολογισμού θα μπουν σε μια διαδικασία αφύπνισης, αυτοσυνειδησίας και ανάγκης αντίδρασης για λόγους ύπαρξης και επιβίωσης. Ίσως αυτά ακούγονται μακρινά και θεωρητικά αλλά σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι. Είναι ένα άμεσο ζήτημα των επόμενων μηνών.
Τις ιστορικές καμπές κάθε λαού τις κατευθύνει εν τέλει κάτι πολύ διαφορετικό από τα εγωιστικά κίνητρα και τα τεχνοκρατικά κριτήρια που πρυτανεύουν στην καθημερινή ζωή. Η πολιτική σε περίοδο μεγάλων ανατροπών επιστρατεύει πάντα τον συναισθηματικό παράγοντα. Είναι το πνευματικό και ιδεολογικό υπόβαθρο το οποίο κινεί συλλογικές συνειδήσεις που καθοδηγούν και εμπνέουν. Είναι η έννοια του ηθικού χρέους. Είναι η πίστη που ορίζει ένα σκοπό. Είναι η απόφαση για Θυσία χωρίς επιβράβευση. Είναι τελικά ο διαφωτισμός, η αφύπνιση ενός λαού που μάχεται για τον αυτοπροσδιορισμό του, δηλαδή για την γνήσια και όχι την ψευδεπίγραφη λαϊκή κυριαρχία, που οδηγεί στην Πραγματική Μεγάλη Αλλαγή. Στην εποχή μας οι μικρές πολιτικές έχουν περιαγάγει τους πνευματικούς ανθρώπους σε υπηρετική θέση, κάτι σαν μισθοφόρους που τους επιστρατεύει το σύστημα όταν και όπως το κρίνει σκόπιμο.
Αυτό που αναζητούσαμε μέχρι τώρα για την μεγάλη ανατροπή, για το άνοιγμα μιας νέας μεγάλης ιστορικής περιόδου, βρίσκεται κάπου αλλού. Είναι στις νησίδες της αρετής, στους θύλακες της αντίστασης. Είναι εκεί που εκτρέφεται η ελπίδα και κυοφορείται το μέλλον. Είναι οι γενιές εκείνες που τα συμβαίνοντα σήμερα στη χώρα νιώθουν ότι δεν τους αφορούν, γιατί δεν αφορούν την οικοδόμηση του μέλλοντός τους.
Είναι μια ολόκληρη νέα γενιά ανθρώπων σε ολόκληρο το πολιτικοκοινωνικό φάσμα, στο χώρο τον εργασιακό, στο χώρο τον επιστημονικό και στο χώρο τον επιχειρηματικό, που μπορούν να στοχάζονται και να κρίνουν ορθά, να δρουν και να πράττουν με ευθυκρισία και ορθογνωμία και ακόμη να οραματίζονται ελεύθερα. Είναι αυτοί και μόνο αυτοί που θα οδηγήσουν μετά από 200 χρόνια ελεύθερου βίου τη χώρα μας σε μια νέα Ελληνική Άνοιξη. Είναι ακόμα, ως εν δυνάμει συμμέτοχοι σε αυτή την εθνική προσπάθεια, ένα ευρύ φάσμα Ελλήνων, οι οποίοι είναι ποτισμένοι με παρηγορίες και ψεύδη, που τους καλλιεργούν οι μεν της λαϊκίστικης Δεξιάς, προβάλλοντας ότι φτάσαμε στο τέλος της κρίσης και άρα θα «ξαναευτυχήσουν», οι δε της λαϊκίστικης Αριστεράς, ισχυριζόμενοι ότι έχουν τις συνταγές για να «ξαναευδαιμονήσουν».
Το μέγα χρέος που επωμίζονται οι νεότερες γενιές είναι η επική προσπάθεια της εθνικής αναγέννησης και αναδημιουργίας. Είναι η ώρα που σημαίνει το εγερτήριο και το προσκλητήριο για γενική συστράτευση, για την οικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας. Χωρίς νεφελώματα, φαντασιώσεις και ζωτικά ψεύδη. Με πρόγραμμα και με σχέδιο. Με έργο και με δράση. Με ορθολογισμό και ρεαλισμό. Ταυτόχρονα όμως με όραμα και με όνειρο, με πνοή και με έμπνευση.
Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, χρειάζεται μετά τις εκλογές, και πάντως πριν την τελική αποερείπωση και την συντριβή της χώρας, να λάβει σάρκα και οστά το νέο μεγάλο εθνικό όραμα με την συγκρότηση μιας νέας ισχυρής πολιτικής δύναμης που θα συσπειρώσει τις δυνάμεις του μέλλοντος και θα διεκδικήσει να αναλάβει χωρίς χρονοτριβές και υπεκφυγές την πολιτική ευθύνη. Ας μην έχει κανείς αμφιβολία. Αυτό θα γίνει.
Σε αυτή την προσπάθεια θα συμμετάσχω κι εγώ επανερχόμενος στην πολιτική ζωή, προκειμένου να βοηθήσω το εγχείρημα και εκείνους που θα ηγηθούν μέχρις να στεριώσει.
Έχω την απόλυτη βεβαιότητα ότι η ελληνική κοινωνία θα συμπορευθεί, θα συμμετέχει και θα συμπράξει σε ένα τέτοιο αγώνα, αρκεί να πεισθεί για το σκοπό και τους στόχους. Δυνάμεις υπάρχουν και μέχρι σήμερα παραμένουν αδρανείς και ανενεργές διότι δεν τις κινητοποίησε κανένας. Υπάρχουν άνθρωποι σημαντικοί, ικανοί, έντιμοι και εμπνευσμένοι για να αναλάβουν τα ηνία. Αυτοί θα γίνουν πρωτοπόροι στη δημιουργία νέων θεσμών, θα πρωτοστατήσουν στη θεμελίωση του νέου ελληνικού κράτους, με πρωτοπόρες αντιλήψεις, νοοτροπίες, προτεραιότητες και προοπτικές.
Σε αυτό το μεγάλο εθνικό εγχείρημα οφείλουν να συνδράμουν και όσοι από τον παλαιό πολιτικό κόσμο κουβαλούν ακόμη φορτία εμπιστοσύνης. Θέλω να είμαι σαφής, μέχρις εκεί όμως. Το νέο προκύπτει βεβαίως από το παλιό αλλά ελεύθερο και απαλλαγμένο από αυτό. Η «κανονικότητα των ιστορικών εξελίξεων», όπως το εκπνέον σημερινό πολιτικό σύστημα την εννοεί, δεν θα υπάρξει. Εκτιμώ ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι από τα χειρότερα των τελευταίων ετών και η ευθύνη των σημερινών ηγεσιών των πολιτικών δυνάμεων θα είναι μεγάλη και θα έχει ονοματεπώνυμα.
Κυρίες και Κύριοι,
Κλείνοντας, θέλω να μου συγχωρέσετε και να μου επιτρέψετε να απευθύνω σήμερα, εδώ, από τη Θεσσαλονίκη, μία έκκληση προς τους μονομάχους της Κυριακής αλλά και τις λοιπές ελίτ της χώρας, που ενίοτε συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες της. Ανασύρω και επικαλούμαι προς τούτο κάτι που φαίνεται ξεχασμένο μέσα στους αιώνες. Είναι το ρωμαϊκό νομικό δόγμα, το οποίο δεν εντάχθηκε τυπικά στο νομικό μας πολιτισμό αλλά ως πολιτικό δόγμα πρέπει να υφίσταται και να λειτουργεί συνεχώς στη χώρα μας. Πρόκειται για το ΕΣΧΑΤΟ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟ ΔΟΓΜΑ (SENATUM CONSULTUM ULTIMUM). Το δόγμα αυτό εφαρμοζόταν ως σταθερή προειδοποίηση προς τους Υπάτους σε περίπτωση κινδύνου καταστροφής της Ρώμης και της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, και καθιέρωνε την έσχατη ευθύνη για αυτούς όχι μόνο αν τυχόν δρούσαν ενάντια στη Ρώμη αλλά και - κυρίως θα έλεγα - στην περίπτωση που ολιγωρούσαν να πάρουν εγκαίρως μέτρα προστασίας της για την αποτροπή διαφαινόμενης καταστροφής της. Το δόγμα αυτό λέει:
“CAVEANT CONSULES NE QUID RES PUBLICA DETRIMENTI CAPERET”
«Ας προσέξουν οι Ύπατοι ίνα μη θραυσθή η κεφαλή της Δημοκρατίας.»
Κυρίες και Κύριοι,
Γνωρίζετε και γνωρίζω από τώρα ποιοι ακριβώς θα θεωρηθούν ως υπεύθυνοι «Ύπατοι» σε περίπτωση συντριβής της χώρας. Εύχομαι και ελπίζω, ωστόσο, η προειδοποίηση να πιάσει τόπο, η χώρα να διασωθεί και η έσχατη ευθύνη να μην καταλογισθεί.
Σας ευχαριστώ πολύ.
|