ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ
ECONOMIST
(15 & 16
Ιουνίου 2000, Ώρα 21.00, Divani Apollon Palace,
Καβούρι)
Θέλω καταρχήν να ευχαριστήσω τον
Economist και τους οργανωτές αυτού του Συνεδρίου για την πρόσκλησή τους. Μου δίνεται έτσι η ευκαιρία να αναφερθώ στην πολιτική της κυβέρνησης,
και στους μέσο-μακροπρόθεσμους στόχους, σχετικά με το υγειονομικό μας σύστημα και βέβαια για τις σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στο χώρο της υγείας. Και χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί απευθύνομαι σε ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ασκούν διοίκηση στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα της υγείας και της ασφάλισης, που μαζί με τους λειτουργούς της υγείας, δίνουν ουσία και περιεχόμενο σε κάθε πολιτική υγείας,
δίνουν το άρωμα, το χρώμα και τη γεύση σε κάθε υγειονομικό σύστημα.
Κυρίες και Κύριοι,
Το κράτος πρόνοιας και ευημερίας αποτελεί το βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και δικαιολογημένα θεωρείται το μεγαλύτερο μεταπολεμικό επίτευγμα της Γηραιάς Ηπείρου. Αποτελεί ακόμη σημαντικό
στοιχείο της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας και μέρος του ευρωπαϊκού μας πολιτισμού. Είναι,
θα έλεγα εγώ,
η κληρονομιά και μαζί η προίκα της Ευρώπης προς την κοινωνία και τους πολίτες της.
Γι’ αυτό και οφείλουμε να το διαφυλάξουμε και ει δυνατό να το ενδυναμώσουμε, αφού όμως το
προσαρμόσουμε στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Και αυτό είναι κυρίως ευθύνη του κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης.
Απέναντι στον αδυσώπητο ανταγωνισμό των αγορών, στον παγερό αέρα
του οικονομικού φιλελευθερισμού, απέναντι στην ιδεολογία του ατομισμού, η Ευρώπη προτάσσει σταθερά το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον και τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση και αλληλεγγύη. Μόνο τότε συμφιλιώνεται αρμονικά η οικονομία της αγοράς με την κοινωνία και τα οφέλη επιμερίζονται σε όλες τις ομάδες, χωρίς κοινωνικούς Δαρβινισμούς, μακριά από κοινωνικούς αποκλεισμούς και περιθωριοποίηση.
Τα συστήματα υγείας, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Αναπτύχθηκαν και συγκροτήθηκαν τα τελευταία 50 χρόνια, πέρασαν από μεγάλες οικονομικές κρίσεις και κοινωνικές αμφισβητήσεις, μπήκαν σε πορεία εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων, χωρίς όμως ποτέ να απολέσουν το δημόσιό τους χαρακτήρα.
Η χώρα μας με μεγάλη καθυστέρηση μπήκε στη διαδικασία ανάπτυξης ενός υγειονομικού συστήματος εθνικού χαρακτήρα. Και είναι αλήθεια ότι κάναμε σημαντικά βήματα προόδου και πιστεύω ότι πέρασε οριστικά εκείνη η περίοδος που η χώρα μας εθεωρείτο υγειονομικά υπανάπτυκτη. Σήμερα και σύγχρονα νοσοκομεία διαθέτουμε, και σύγχρονη ιατρική τεχνολογία χρησιμοποιούμε, και πολύ περισσότερο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό απασχολούμε. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, όπως είναι η τεχνολογία, η διάθεση και χρήση της ξεπερνά κατά πολύ εκείνη που καθορίζεται από τις πραγματικές ανάγκες της χώρας και των πολιτών.
Βεβαίως και υπάρχουν
προβλήματα, μεγάλα και δυσεπίλυτα, βεβαίως και υπάρχει διαφθορά και ιδιοτέλεια,
αλλά δεν θα συμφωνήσω με εκείνους που υποστηρίζουν ότι οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα συρρικνώνονται ταχύτατα υπέρ του ιδιωτικού,
ότι στα νοσοκομεία μας πάνε μόνο οι άποροι και οι οικονομικοί μετανάστες, ότι όλο και περισσότερα «δύσκολα» περιστατικά καταφεύγουν στο εξωτερικό. Τα στοιχεία δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Το Ε.Σ.Υ. παρά τα προβλήματά του ούτε συρρικνώνεται ούτε απαξιώνεται και αυτό αποδεικνύεται από τη σύγκριση δεδομένων
των ετών 1993 και 1998. Από αυτή τη σύγκριση βλέπουμε ότι :
Ο αριθμός των περιστατικών
που προσήλθαν στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. αυξήθηκε κατά 16% ( από 9 εκ. σε 10,5 εκ.).
Ο αριθμός των νοσηλευθέντων
ασθενών στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. αυξήθηκε κατά 30% (από 1,25 εκ. σε 1,6 εκ.), ενώ ο μέσος χρόνος νοσηλείας
μειώθηκε από 7,5 ημέρες σε 5,75 ημέρες.
Ο αριθμός των διακομιδών
με το ΕΚΑΒ αυξήθηκε κατά 40% (από 285.000 σε 398.000) και των αεροδιακομιδών κατά 160% (από 1.012 σε 2.632).
Ο αριθμός των ασθενών-ασφαλισμένων του ΙΚΑ και του Δημοσίου που προσέφυγαν σε νοσοκομεία του εξωτερικού
μειώθηκε
κατά 65% ( από 4.500 σε 1.600 ).
Ας σταματήσει λοιπόν η μόνιμη
συκοφάντηση του Ε.Σ.Υ., που απορρίπτει τα πάντα και μηδενίζει το τεράστιο έργο
που γίνεται, οδηγώντας σε απαξίωση το δημόσιο σύστημα υγείας υπέρ του ιδιωτικού τομέα. Ενός ιδιωτικού τομέα, που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, προσφέρει από μέτριο έως απαράδεκτα χαμηλό
επίπεδο υπηρεσιών.
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήμουν ο τελευταίος που θα υποστήριζα ότι
Ε.Σ.Υ. δεν έχει ελλείψεις, δεν εμφανίζει στρεβλώσεις δεν παρουσιάζει προβλήματα. Έχω αναφέρει πρόσφατα ότι το υγειονομικό μας σύστημα έχει ισορροπήσει σε ένα χαμηλό σημείο και ότι τα περισσότερα προβλήματα έχουν να κάνουν με την ποιότητα και όχι με την ποσότητα. Είναι προβλήματα που παραπέμπουν στην οργάνωση και λειτουργία, στην αποδοτικότητα των υγειονομικών πόρων, στην αποτελεσματικότητα και ισότητα του συστήματος απέναντι στους πολίτες, στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, στον πληθωρισμό του ιατρικού επαγγέλματος και τη ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και λειτουργία του ιδιωτικού τομέα υγείας.
Και κοντά σ’ όλα αυτά πρέπει να έχουμε υπόψη μας και εκείνα
που προκαλούνται από τις νέες ανάγκες υγείας, αλλά και τις αυξανόμενες προσδοκίες των πολιτών μας. Αναφέρω μόνο ότι οι ανασφάλιστοι, κυρίως οικονομικοί μετανάστες κοστίζουν στο
Ε.Σ.Υ. περισσότερα από 25 δις. ετησίως.
Όμως ως
Υπουργός Υγείας και Πρόνοιας έχω χρέος και υποχρέωση, να υπερασπιστώ το ΕΣΥ και το δημόσιο του χαρακτήρα.
Γιατί θεωρώ ότι αυτού του είδους τα συστήματα, όπως είναι αυτά της υγείας και της παιδείας, εκπληρώνουν το ρόλο τους μόνο εάν μείνουν κάτω από τον έλεγχο του κράτους.
Είναι συνεπώς όχι μόνο αναγκαίο, αλλά επιβεβλημένο να παρέμβουμε σε μια σειρά από τομείς και επίπεδα του υγειονομικού μας συστήματος και να δρομολογήσουμε εκείνες τις αλλαγές που θα το θέσουν σε μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα σε μια σταθερά ανοδική πορεία και θα του επιτρέψουν να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε να διασφαλίσουμε το δημόσιο χαρακτήρα του.
Είμαι πεπεισμένος ότι η διαδικασία της μεταρρύθμισης είναι μονόδρομος και δεν έχουμε πλέον κανένα περιθώριο να αποτύχουμε. Αυτό το δρόμο εξάλλου έχουν ακολουθήσει οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι βασικοί άξονες αυτής της μεταρρυθμιστικής μας πολιτικής
αφορούν:
Την ανάπτυξη και οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας,
ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές, όπου σήμερα επικρατεί πολυκερματισμός, επικαλύψεις και μεγάλες ανισότητες.
Την περιφερειακή συγκρότηση και διοίκηση του ΕΣΥ
και την εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην περιφέρεια. Πρέπει το Υπουργείο να περιοριστεί σε ρόλο επιτελικό και εποπτικό.
Την ενιαία χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας
με βάση ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες.
Την αποτελεσματική διοίκηση των νοσοκομείων
με σύγχρονες μεθόδους management, σ’ ένα περιβάλλον ευνοϊκό
και όχι σε συνθήκες εικονικής πραγματικότητας,
που θα επιτρέπει την εισαγωγή κριτηρίων ποιότητας και μηχανισμούς ελέγχου και αξιολόγησης του παραγόμενου έργου.
Την εξασφάλιση όρων και προϋποθέσεων ανάπτυξης και λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα.
Και έρχομαι τώρα στις σχέσεις του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα υγείας, που αποτελεί και το βασικό θέμα του Συνεδρίου. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα «του ανταγωνισμού ή της συνεργασίας των δύο»
που τίθεται, πρέπει πρώτα να δούμε ποιος είναι αυτός ο ιδιωτικός τομέας, πώς λειτουργεί, τί υπηρεσίες προσφέρει και πώς χρηματοδοτείται.
Η
χώρα μας έχει ένα από τους μεγαλύτερους ιδιωτικούς τομείς στην υγεία,
σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υπολογίζεται ότι σήμερα λειτουργούν περισσότερα από 30.000 ιδιωτικά ιατρεία και εργαστήρια, 10.000 οδοντιατρεία, 10.000 φαρμακεία, 350 διαγνωστικά κέντρα και 240 ιδιωτικές κλινικές με 15.600 κλίνες. Το
ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι πραγματικές ανάγκες υγείας του ελληνικού πληθυσμού δικαιολογούν αυτόν τον μεγάλο ιδιωτικό τομέα
που λειτουργεί παράλληλα και συμπληρωματικά στο ΕΣΥ και στα πολυϊατρεία των ασφαλιστικών ταμείων, κυρίως του ΙΚΑ. Η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Πρέπει λοιπόν να ελέγξουμε την παραγωγή και την είσοδο στην αγορά εργασίας αυτών των συγκεκριμένων επαγγελματιών της υγείας. Είναι ένα θέμα κεφαλαιώδους
σημασίας, με τεράστιες οικονομικές, αλλά και επιδημιολογικές συνέπειες και προεκτάσεις.
Πώς αναπτύσσεται και λειτουργεί αυτός ο μεγάλος ιδιωτικός τομέας
είναι το δεύτερο θέμα που πρέπει να εξετάσουμε. Λειτουργεί, κυρίες και κύριοι, χωρίς κανόνες, χωρίς έλεγχο και αξιολόγηση, ούτε από το κράτος, ούτε από τα ασφαλιστικά ταμεία, που αποτελούν και τον κύριο «πελάτη» τους. Το μεγάλο αυτό κενό που αφορά τους όρους και της προϋποθέσεις ανάπτυξης και λειτουργίας ιδιωτικών κλινικών και υποδομών παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας καλύπτεται προσωρινά και ως ένα βαθμό
με την
επικείμενη υπογραφή και δημοσίευση των δύο σχετικών προεδρικών διαταγμάτων.
Πέρα από αυτά το Υπουργείο ετοιμάζει και προωθεί νέο
θεσμικό πλαίσιο
που θα ρυθμίζει όλα τα σχετικά ζητήματα και θα βάζει τάξη στον ευρύτερο ιδιωτικό τομέα
της υγείας.
Όσον αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών,
αν και δεν υπάρχουν σχετικές μελέτες, εντούτοις θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε όλοι ότι τουλάχιστο στη
νοσοκομειακή περίθαλψη, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αυτή κρίνεται χαμηλή. Οι μικρές κλινικές
κυρίως, αλλά και κάποιες μεγαλύτερες, που είναι συμβεβλημένες με το ΙΚΑ
και με άλλα μικρότερα ασφαλιστικά ταμεία, κάθε άλλο παρά υψηλού επιπέδου νοσηλεία προσφέρουν, αφού τις περισσότερες φορές ούτε το ξενοδοχειακό, ούτε το ιατρικό, ούτε το νοσηλευτικό κομμάτι της φροντίδας
βρίσκονται σε αποδεκτά επίπεδα ποιότητας,. Και βέβαια όλοι γνωρίζουμε ότι όλα τα βαριά και δύσκολα περιστατικά κατευθύνονται στο
ΕΣΥ. Το καθεστώς το συμβάσεων μεταξύ ιδιωτικών κλινικών και ασφαλιστικών ταμείων πρέπει να μπει σε μια καινούργια βάση, γι’
αυτό και η ανανέωση των συμβάσεων ήταν φέτος μονοετής και όχι διετής.
Η χρηματοδότηση
αυτού του μεγάλου ιδιωτικού τομέα γίνεται κυρίως από δημόσιους πόρους (του κρατικού προϋπολογισμού και της κοινωνικής ασφάλισης) που διασφαλίζονται μέσα από συμβάσεις που γίνονται μεταξύ γιατρών, διαγνωστικών κέντρων και κλινικών με ασφαλιστικά ταμεία. Και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα σ’ αυτό, πλην όμως η απουσία ελέγχων επιτρέπει στην προκλητή ζήτηση να ανθίζει, υποθάλπει συμπεριφορές μεταξύ γιατρών που κρύβουν ιδιοτέλεια και εκμετάλλευση και επιτρέπει στις κλινικές να αυξάνουν πραγματικά ή πλασματικά τις ημέρες νοσηλείας με αποκλειστικό σκοπό να αυξήσουν τα έσοδά τους.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η μέση διάρκεια νοσηλείας σ’ αυτές τις κλινικές είναι σχεδόν διπλάσια από εκείνη των νοσοκομείων του ΕΣΥ. Η κατάσταση των
«υπόγειων διασυνδέσεων» γιατρών του ΕΣΥ και των ασφαλιστικών ταμείων με τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και εργαστήρια,
και το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης διαπερνούν
ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των υπηρεσιών του
ιδιωτικού τομέα.
Κυρίες και Κύριοι,
Αυτή είναι πολύ συνοπτικά η κατάσταση που επικρατεί στον ιδιωτικό τομέα της υγείας.
Παρόλα αυτά όμως μπορώ να πω ξεκάθαρα ότι εμείς βλέπουμε θετικά
τη λειτουργία του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα εκσυγχρονιστεί, θα μάθει
να λειτουργεί με προδιαγραφές, θα ελέγχεται και
θα αξιολογείται όσον αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την κατάλληλη και επαρκή στελέχωσή των μονάδων
του και βέβαια θα καλύπτει πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Θέλουμε και επιδιώκουμε τη συνεργασία μαζί του.
Η συνεργασία όμως αυτή πρέπει να διέπεται από αρχές και κανόνες και όχι να βασίζεται στην αντίληψη που τις περισσότερες φορές επικρατεί σήμερα της εκμετάλλευσης
του ασθενή και της λεηλασίας των δημόσιων πόρων του ασθενή
και της λεηλασίας των δημόσιων πόρων, είτε αυτοί
προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό είτε από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Όπως
πολύ σωστά τόνισε πρόσφατα και ο πρωθυπουργός, αυτό που έχει πεθάνει σήμερα είναι οι δογματισμοί του παρελθόντος και όχι οι ιδεολογίες. Μπορεί οι αντιλήψεις που επικράτησαν το 1983, με την εγκαθίδρυση του
Ε.Σ.Υ., σχετικά με το ρόλο του ιδιωτικού τομέα, να ήταν για την τότε εποχή σωστές, σήμερα όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Σ’ ένα κόσμο που αλλάζει συνεχώς, σε μια κοινωνία που μεταμορφώνεται ραγδαία, εμείς δεν μένουμε προσκολλημένοι στο παρελθόν.
Στο δίλημμα όμως δημόσιο ή ιδιωτικό σύστημα υγείας, απαντάμε ανεπιφύλακτα δημόσιο,
με συνεργασία και συγκεκριμένο ρόλο στον ιδιωτικό τομέα
Γιατί πιστεύω ότι αυτό που έχει την καθοριστική σημασία είναι ποιος πληρώνει, ποιος θέτει τους κανόνες και το πλαίσιο λειτουργίας και πως αυτοί οι κανόνες τηρούνται
και δευτερευόντως σε ποιόν ανήκουν οι υποδομές.
Εξάλλου η τάση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στα περισσότερα
δημόσια συστήματα υγείας δείχνει ότι η χρηματοδότηση προέρχεται όλο και περισσότερο από δημόσιους πόρους, ενώ οι υπηρεσίες παρέχονται όλο και περισσότερο από ιδιωτικές υποδομές.
Αυτό που μένει να
βρούμε είναι η σωστή αναλογία, το σωστό
case-mixed μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού και βέβαια να καθορίσουμε
τα πλαίσια συνεργασίας έτσι ώστε να διασφαλίζεται
ισότητα και καθολικότητα στην πρόσβαση, υψηλή ποιότητα και αποτελεσματικότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαμε
να αφήσουμε τους δύο τομείς να λειτουργήσουν ακόμη και σε συνθήκες ελεγχόμενου ανταγωνισμού. Είναι εξάλλου γνωστό ότι στην υγειονομική αγορά δεν μπορούν να λειτουργήσουν οι νόμοι της
αγοράς και συνεπώς δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη και ελεύθερο ανταγωνισμό.
Γι’ αυτό και οι αγορές αυτές ονομάζονται και αγορές προμηθευτών.
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι καιρός να σταματήσουμε
να ζούμε με λανθασμένες εντυπώσεις και να πιστεύουμε ότι
το υγειονομικό μας σύστημα, δημόσιο και ιδιωτικό, μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία του
με τα σημερινά δεδομένα. Πρέπει όλοι μας πολιτεία και πολίτες, ασθενείς και επαγγελματίες της υγείας, συνδικαλιστικοί
φορείς και επιχειρηματίες του χώρου να διαμορφώσουμε το νέο πλαίσιο συμπεριφορών και δράσεων για ένα οργανωμένο και αποτελεσματικό σύστημα υγείας.
Σε διαφορετική περίπτωση και η κοινωνική συνοχή κινδυνεύει,
και η αξιοπιστία της πολιτικής διακυβεύεται,
και η ίδια η τιμή και αξιοπρέπεια της ιατρικής επιστήμης
και των λειτουργών της υγείας απαξιώνεται.
Η πολιτεία είναι σε κάθε περίπτωση αποφασισμένη να επιβάλει εκείνα τα μέτρα και να εφαρμόσει εκείνες τις
πολιτικές, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, που θα οδηγήσουν το σύστημα υγείας μακριά από τη
σημερινή οργανωμένη ανευθυνότητα, που ταλαιπωρεί και βασανίζει τον πολίτη.
Σας ευχαριστώ
|