Βιβλιοπαρουσίαση - Τα βήματα του Έστερναχ

Ομιλία Αλ. Παπαδόπουλου

Πατρα, Θέατρο ΑΠΟΛΛΩΝ, 31/3/2009

 

Κυρίες και κύριοι,

Σας ευχαριστώ από καρδιάς για την παρουσία σας. Με τιμά και με συγκινεί. Θερμά ευχαριστώ τις «Εκδόσεις της Εστίας» και το βιβλιοπωλείο «Πολύεδρο» που επιμελήθηκαν με τόση φροντίδα αυτή την εκδήλωση. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω και στους εξέχοντες πνευματικούς ανθρώπους που τόσο εύστοχα παρουσίασαν εδώ αυτό το βιβλίο.

Τον φίλο μου, Δήμαρχο Πάτρας, Ανδρέα Φούρα, τον διακεκριμένο καθηγητή και Πρύτανη του εδώ Πανεπιστημίου Σταύρο Κουμπιά, τον διανοούμενο δημοσιογράφο Αντώνη Παπαγιαννίδη και τον γνωστό σε σας από την ευδόκιμη θητεία του εδώ στην Πάτρα Καθηγητή κύριο Σωτήρη Θεοδωρόπουλο.

Τους ευχαριστώ όλους και για τα έστω καθ’ υπερβολή καλά λόγια που είπαν για μένα και μαζί με αυτούς θερμές ευχαριστίες και στον συντονιστή της παρουσίασης, τον εξαίρετο συμπατριώτη σας δημοσιογράφο κ. Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο.

 Όταν ένας ενεργός πολιτικός αποφασίσει να συγγράψει ένα βιβλίο είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει ένα σκληρό μονοπάτι. Δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ως συνηθισμένος συγγραφέας, ο οποίος παρατηρεί τα γεγονότα εξ αποστάσεως και ουδέτερα. Ούτε να παριστάνει τον τιμητή των όσων κακών συμβαίνουν στην κοινωνία του, απεκδυόμενος μάλιστα όχι μόνο των τυχόν προσωπικών, αλλά και των αντικειμενικών πολιτικών ευθυνών του. Ούτε να παριστάνει τον συνομιλητή με την ιστορία, ούτε τον κοινωνιολόγο και τον ιστορικό καταγραφέα της περιόδου που εκείνος διακόνησε στην πολιτική. Προπαντός οφείλει να απόσχει από κάθε προσπάθεια μνημόσυνου στο υπαρκτό ή ανύπαρκτο έργο του. Οφείλει να συνειδητοποιεί ότι σχεδόν στο σύνολό τους όσοι από εμάς ασχολούμαστε με το δημόσιο βίο της χώρας δεν είμαστε τελικά παρά ασήμαντες λεπτομέρειες της ιστορίας, εκτός βεβαίως από κάποιες μεγάλες εξαιρέσεις.

 Γι’ αυτό, όταν το περασμένο καλοκαίρι στην Ικαρία αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο, έθεσα στον εαυτό μου την ψυχολογική προϋπόθεση να μην παρασυρθώ σε όλα αυτά που προανέφερα, αλλά με βάση τα κατασταλάγματα μου να οδηγηθώ, ύστερα από μια 20ετή κοινοβουλευτική θητεία, σε ένα συμπέρασμα – πρόταση για το τι πρέπει να γίνει στη χώρα μου την επόμενη δεκαετία.

Την περίοδο που γραφόταν το βιβλίο συνέπεσε να αρχίζει και η αποκαλούμενη διεθνής οικονομική κρίση. Τότε ακριβώς ένιωσα ότι για τη χώρα μας αρχίζει και η περίοδος της γυμνής αλήθειας. Διαισθάνθηκα ότι η γλώσσα των πραγμάτων θα έχει πλέον αμείλικτη διαύγεια, που δεν θα μπορεί πια να συσκοτίζεται από την χωρίς όρια δημοκοπία και από τις επιλογές ευκολίας. Το ένιωσα λοιπόν και ως ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα πορεύεται τυφλά, χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχους, χωρίς ρυθμό. Γι’ αυτό η μικρή και ταπεινή μου φιλοδοξία μέσα από το βιβλίο αυτό δεν ήταν να πω μόνο ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν στη χώρα μας – αυτό εξάλλου το νιώθουμε όλοι μας – αλλά κυρίως να τονίσω ιδιαίτερα ότι μια πραγματικότητα αλλάζει και ανατρέπεται μόνο όταν έχει γίνει πλήρως αντιληπτή. Όταν την συνειδητοποιήσεις και την κατανοήσεις. Τα «ζωτικά ψεύδη» απλά την διαιωνίζουν. Όταν το πρόβλημα τίθεται, η λύση του δεν είναι μακριά.

 

Κυρίες και Κύριοι,

Φοβούμαι ότι αυτή την απλή αλήθεια δεν τη συμμερίζεται η πλειοψηφία του πολιτικού μας συστήματος σήμερα. Γι’ αυτό και δεν κατανοούμε αυτό που η παγκόσμια οικονομική κρίση μας δείχνει, ότι δηλαδή βρισκόμαστε στο τέλος του οικονομικού κύκλου που άρχισε με τη σύγκλιση και την ένταξη μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Ότι σήμερα απαιτείται επειγόντως μια νέα προωθητική δύναμη για τη χώρα. Δεύτερος δρόμος για την Ελλάδα δεν υπάρχει πια. Τούτη είναι σήμερα η ρεαλιστική αποτίμηση του κόσμου, τούτη είναι και η πραγματικότητα του τόπου μας. Όσοι καλόπιστα ή κακόπιστα δεν το καταλαβαίνουν, προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στη χώρα και το λαό. Χειρίστη όμως υπηρεσία προσφέρουν όλοι εκείνοι που βαδίζουν το δρόμο της ευκολίας. Όσοι με συνθήματα και λόγια κενά περιεχομένου αποπροσανατολίζουν επί μια δεκαετία την πολιτική διαμάχη και προτάσσουν ιδεολογικές σκιαμαχίες, για να συγκαλύψουν την έλλειψη ουσιαστικού πολιτικού λόγου.

 Γι’ αυτό, ο πυρήνας του συμπεράσματός μου, που αποπειρώμαι να διατυπώσω με το βιβλίο μου, είναι ως εξής:

Η επόμενη δεκαετία θα απαιτήσει μια «νέα συμφωνία της ελληνικής κοινωνίας», κυρίως με τον εαυτό της, για έναν καθολικό επανακαθορισμό όλων των λειτουργιών της χώρας (οικονομικών, εκπαιδευτικών, πολιτικών, κοινωνικών, διοικητικών και εν γένει θεσμικών). Το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας θα είναι οι εκτεταμένες, πειθαρχημένες, καθολικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις σε όλο το φάσμα των κρατικών λειτουργιών.

Η επιδίωξη αυτή όμως προϋποθέτει τον δικό της διαφωτισμό, προκειμένου να διασφαλιστούν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες και να γίνει αποδεκτός ένας καινούργιος μεταρρυθμιστικός δρόμος στη χώρα. Οι πρωτοπόρες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να πείσουν ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ότι δεν μπορεί άλλο να βιοπορίζεται δανειζόμενο. Η ίδια η κοινωνία πρέπει να ενστερνιστεί και να στηρίξει την πολιτική αντίληψη ότι μια νέα πορεία της χώρας είναι απολύτως συνυφασμένη με τη συνολική θεσμική της ανασυγκρότηση, όπως το επιβάλλουν οι σύγχρονες, ανταγωνιστικές συνθήκες.

 

Κυρίες και κύριοι,

Με την ευκαιρία της παρουσίας μου σήμερα στην Πάτρα θα ήθελα πολύ σύντομα να πω δυο λόγια για την τρέχουσα οικονομική κρίση και για τις επιπτώσεις της στη χώρα μας.

Πρώτον, η διεθνής κρίση δεν έχει ακόμα πλήρως εξελιχθεί. Τα διεθνώς πρωτοφανή μέτρα αντιμετώπισής της με κυβερνητικές παρεμβάσεις μέχρι στιγμής χάνονται στον «Πίθο των Δαναΐδων».

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αξιόπιστα ποια θα είναι και πότε θα έρθει η έξοδος από αυτή τη κρίση. Το μόνο που προβλέπεται με βεβαιότητα είναι η συνεχιζόμενη επιδείνωση της κατάστασης και μία όλο και αυξανόμενη αμηχανία και πολυγνωμία στην αντιμετώπισή της.

Δεύτερον, η κρίση έχει ήδη εισβάλλει στη χώρα μας παρόλο που εισέρχεται με σχετική χρονική υστέρηση λόγω των αναχρονιστικών δομών της οικονομίας μας και όχι βέβαια λόγω της θωράκισής της, όπως λέγεται. Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε σοβαρά γιατί η κρίση μας βρίσκει με τις περισσότερες αδυναμίες από όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Με το μεγαλύτερο έλλειμμα, το μεγαλύτερο χρέος, την χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα, την ασθενέστερη παραγωγική βάση, κυρίως όμως με τη μεγαλύτερη αναλογικά εξάρτηση από τις, νοσούσες πλέον, διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Τρίτον, αυτή τη στιγμή η χώρα δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις. Φοβάμαι ότι έχουμε επιλέξει να αγνοούμε το βάθος της κρίσης. Είτε γιατί δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε είτε γιατί την χρησιμοποιούμε στον πολιτικό ανταγωνισμό.

Αν η κρίση δεν κατανοηθεί καλά, τότε πολύ φοβάμαι ότι αργά ή γρήγορα – και μάλλον γρήγορα - θα οδηγηθούμε σε δύο δυσμενέστατες εξελίξεις, όπου η μία είναι κυριολεκτικά χειρότερη από την άλλη

Η πρώτη είναι να βρεθούμε στην προκρούστεια κλίνη των διεθνών οργανισμών και αποφεύγοντας οι ίδιοι να πάρουμε τις αναγκαίες αποφάσεις, επιμένω ότι θα μας επιβάλλουν οι τρίτοι δυστυχώς το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουμε.

Η δεύτερη είναι μία ακόμα χειρότερη εξέλιξη. Παρά τα ευλόγως σήμερα διακηρυσσόμενα, να μας αφήσει η διεθνής κοινότητα στη τύχη μας.

Στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα όλες οι χώρες, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναβίωσης του γενικευμένου προστατευτισμού και της λογικής του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». 

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις ακόμα και στις χώρες της Ε.Ε. ή και της Ευρωζώνης, ακούμε φωνές για καθαρά εθνικές πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής το σύστημα συλλογικής συνεργασίας και κάποιας, έστω και περιορισμένης αλληλεγγύης αντέχει. Μέχρι πότε όμως και για πόσο; Εξαρτάται από το βάθος και τη διάρκεια της διεθνούς κρίσης. Εμείς πάντως δεν είμαστε μέρος της αντοχής του συστήματος, αλλά μέρος των προβλημάτων του.

 

Κυρίες και κύριοι,

«Η νύχτα δεν διαδέχεται τη νύχτα.»

Διερχόμαστε μια περίοδο που η χώρα οφείλει να προετοιμάσει τη νηφάλια στιγμή της ωριμότητάς, η οποία πρέπει να κυριαρχήσει την επόμενη δεκαετία. Η επίγνωση και η κατανόηση των σημερινών αναγκών γίνεται καθημερινά καρπός της ίδιας της ζωής και των εξελίξεων στον τόπο μας και στον υπόλοιπο κόσμο.

Ας ομολογήσουμε λοιπόν την σκληρή αλήθεια ότι (α) η διεθνής κρίση που εισβάλλει ήδη και στην Ελλάδα οξύνει απλώς τα ενδογενή μας προβλήματα τα οποία θα εκδηλωνόντουσαν ούτως ή άλλως και (β) ότι θα προκαλέσει κλιμακούμενες επώδυνες καταστάσεις στο λαό τα επόμενα χρόνια.

Η χώρα δείχνει ότι βρίσκεται στη διάθεση των γεγονότων. Για τη μοίρα της Ελλάδος το επόμενο διάστημα δύο παράγοντες θα αποφασίσουν: Ή εμείς ως χώρα ή οι διεθνείς αγορές για εμάς.

Όσο αργούμε να συνειδητοποιήσουμε το βάθος του προβλήματός μας, να το περιγράψουμε στο λαό σε όλη του την έκταση και να πάρουμε αποφάσεις, τόσο πιο γρήγορα ο αδυσώπητος νόμος των διεθνών αγορών θα επιπέσει ως «πέλεκυς επί της κεφαλής μας».

Το πρωταρχικό μας καθήκον άμεσα είναι να συγκροτήσουμε και να εφαρμόσουμε ένα ολιστικό πρόγραμμα σταθεροποίησης της χώρας και της οικονομίας.

Δυστυχώς, η δήθεν αντιμετώπιση της πολυμορφικής κρίσης που μαστίζει την χώρα γίνεται αυτή την περίοδο μόνο για εγχώρια και διεθνή κατανάλωση, με ασκήσεις ψευδούς υπευθυνότητας.

Αυτές οι πρακτικές δεν συνιστούν ούτε σεβασμό προς την κοινή γνώμη ούτε μεγαλοθυμία προς τις αγωνίες της. Υποκρύπτουν την πιο απόλυτη υστεροβουλία δείχνοντας τη χειρότερη περιφρόνηση απέναντι στην κοινωνία και τις ανάγκες της.

Πολλοί από σας θα αναρωτιούνται ότι αφού η συγκρότηση ενός στοιχειώδους προγράμματος σωτηρίας της χώρας και της οικονομίας είναι τόσο αυτονόητα επιβεβλημένη πράξη, τότε γιατί δεν γίνεται; Αν μια πρόχειρη απάντηση είναι η πολιτική αδυναμία, το πολιτικό κόστος ή το περίσσευμα ιδιοτέλειας, τότε αγαπητοί φίλοι ο ελληνικός λαός είναι προ μιας άλλης, μεγαλύτερης, φοβερής αποκάλυψης και μιας άλλης μορφής κρίσης, που πρέπει ν’ αντιμετωπίσει.

Είναι η αδράνεια των πολιτικών, πνευματικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό, ούτε στενά οικονομικό. Είναι βαθειά πολιτικό. Και είναι πολιτικό, γιατί προέχει η σωτηρία της Ρώμης και όχι του Καίσαρα και των κάθε λογής συγκλητικών, εκατονταρχών και όσων σιτίζονται στο Πρυτανείο.

 

Κυρίες και Κύριοι,

Η ιστορία έχει καταδείξει ότι σε περιόδους κρίσης οι λαοί γίνονται συνοδοιπόροι της κοινής προσπάθειας, μόνο όταν αντιλαμβάνονται ότι οι ηγεσίες τους γνωρίζουν το πρόβλημα και έχουν στρατηγική αντιμετώπισης.

Ας το καταλάβουμε όλοι επιτέλους: Η περίοδος της πλαστής ευημερίας που περάσαμε μέσα από μια αλόγιστη υπερκατανάλωση που χρηματοδότησαν τα 15 τελευταία χρόνια οι Τράπεζες, η μαύρη οικονομία καθώς και οι υψηλοί και δυσβάσταχτοι δανεισμοί του Δημοσίου, τέλειωσε για τη χώρα μας.

Όσοι πιστεύουν ότι τα πράγματα θα επανέλθουν στην προ της κρίσης μακάρια πρότερα κατάσταση είναι γελασμένοι. Τίποτα δεν θα είναι πλέον το ίδιο.

Οφείλουμε τώρα να συγκροτήσουμε μια χώρα, όπου η οικονομία της θα παράγει προϊόντα και όχι δάνεια και χρέη.

 

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι της Πάτρας,

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Μέχρι που μπορεί να πάει αυτή η κατάσταση. Τα γεγονότα τρέχουν, η ιστορία τρέχει πιο γρήγορα από το πολιτικό μας σύστημα και ιδιαίτερα τώρα με τη διεθνή κρίση τρέχει με μεγάλη ταχύτητα.

Πιστεύω ότι το πρώτο στοιχείο αντιμετώπισης της κατάστασης είναι η γνώση και ακόμα πιο εμφαντικά, θα έλεγα πιο πολύ και από τη γνώση, είναι η αυτογνωσία. Είναι ευχάριστο ή και ενδιαφέρον να παρακολουθείς τις διαπιστώσεις και τις γνώσεις των συνομιλητών σου. Είναι, όμως, απογοητευτικό όταν ακούς τόσες γνώσεις να αφορούν μόνο όλους τους άλλους εκτός από εκείνους που πραγματικά τους αφορούν, δηλαδή εμάς. Γι’ αυτό επιμένω ότι η αυτογνωσία είναι η πρώτη βασική και λυτρωτική προϋπόθεση για την κατανόηση της βαριάς και δύσκολης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα.

Οι εξελίξεις και οι αλλαγές σε όλο το κόσμο έρχονται και σε μας – θέλουμε δεν θέλουμε – είτε είναι οικονομικές, είτε κοινωνικές, είτε πολιτικές, είτε θεσμικές, είτε εν τέλει πολιτισμικές. Στο βαθμό, λοιπόν, που η κοινωνία μας και το πολιτικό μας σύστημα είτε δεν τις βλέπει, είτε δεν τις ξέρει, είτε τις παραγνωρίζει και τις υποτιμά, η χώρα δεν έχει μόνο ένα ή δύο ελλείμματα (δημοσιονομικό ή ισοζυγίου πληρωμών) αλλά πολλαπλά, τα οποία μάλιστα είναι και σημαντικότερα. 

Παρά τις επικοινωνιακές ανησυχίες που ακούγονται στον συγκεχυμένο και υπονομευμένο δημόσιο διάλογο η δική μου πρόβλεψη είναι ότι, πράγματι, οι παγκόσμιες αλλαγές έρχονται και στη χώρα μας, έρχονται γρήγορα και θα είναι σαρωτικές και καθοριστικές για το μέλλον μας.

Ακόμα, όμως, και αν συμφωνήσει κανείς με αυτή τη πρόβλεψη – και πολλοί είτε ειλικρινά είτε υποκριτικά ενδεχομένως συμφωνούν – το κεντρικό ζήτημα είναι το πως θα αντιμετωπιστούν. Και σε αυτή την αντιμετώπιση επιμένω ότι οι κυριαρχούσες, παρασιτικές, συντεχνιακές, καθηλωτικές, και ουσία συντηρητικές δυνάμεις της χώρας, βρίσκονται αυτή τη στιγμή αμήχανες και φοβισμένες για το τι πρέπει να πράξουν.

Η άτεγκτη  πραγματικότητα τους επιβάλλει να συγκροτήσουν πολιτικές ανατροπής της σημερινής κατάστασης και προσαρμογής της χώρας στις σύγχρονες απαιτήσεις, πράγμα όμως που απαιτεί μεταρρυθμίσεις-σοκ σε όλους τους τομείς. Η συγκρότηση όμως ενός σχεδίου ουσιαστικής αντιμετώπισης της κρίσης έχει ως προϋπόθεση ότι οι δυνάμεις αυτές πρέπει να παραιτηθούν οι ίδιες αυτοβούλως από τα αθέμιτα προνόμιά τους υπέρ του μέλλοντος της χώρας, πράγμα όμως που, όπως είναι φυσικό, δεν θέλουν και δεν πρόκειται να κάνουν.

Κατά συνέπεια, αυτές τις ημέρες βρίσκονται προ ενός πολιτικού αδιεξόδου:

Ή να περιάγουν τη χώρα σε κατάσταση απολύτου ακινησίας ή ψευδούς κινητικότητας, όπως ήδη κάνουν, και μέσω της εξαγοράς πολιτικού χρόνου και κατασκευής ιδεολογημάτων και επικοινωνιακών μηνυμάτων να προσπαθήσουν να διατηρήσουν τον έλεγχο της κατάστασης όσο πάει, ευελπιστώντας έτσι ότι η Θεία Πρόνοια θα επαναφέρει ενδεχομένως κάποια στιγμή τα πράγματα στην προ της οικονομικής κρίσης κατάσταση.

Ή και, το χειρότερο, να προβάλλουν λογικές ακατανοησίας και άμβλυνσης των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων της χώρας, που προκύπτουν από τις συνθήκες συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Στη σκέψη αυτή οδηγούμαι από δύο πράγματα.

  • Πρώτον, από την ύποπτη σιωπή που εν πολλοίς κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο για τη σημασία της συμμετοχής μας στο Ευρώ και για τις οδυνηρές επιπτώσεις που θα είχαμε εάν παραμέναμε στο καθεστώς της δραχμής και
  • Δεύτερον, από την επικίνδυνη και ανεύθυνη συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με το μέλλον του συμφώνου σταθερότητας και την ανάγκη δημιουργίας ακόμη περισσότερων ανεξέλεγκτων ελλειμμάτων.

 

Πάνω σε αυτό το τελευταίο επιτρέψτε μου να κάνω μερικά σχόλια.

Στη γενική σύγχυση που επικρατεί στον δημόσιο διάλογο οι πολίτες δυσκολεύονται να διακρίνουν την ουσία των πολιτικών τοποθετήσεων από τις ανεύθυνες επικοινωνιακές ατάκες.

Για παράδειγμα, μόνο αφελείς και ανεύθυνοι – που δυστυχώς υπάρχουν - θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν ότι η υιοθέτηση από τη χώρα μας του Ευρώ, είναι αυτό που στην παρούσα οικονομική κρίση μας διασώζει από συνεχείς υποτιμήσεις του νομίσματος και από τη χρεοκοπία. Εντούτοις, εκ του ασφαλούς διάφοροι δεν διστάζουν να επικρίνουν την εφαρμογή των διατάξεων του συμφώνου σταθερότητας στην χώρα μας και να προτείνουν την μη τήρηση των δεσμεύσεων που απορρέουν απ’ αυτό και να ζητάνε την «αγωνιστική», και «φιλολαϊκή» κατάργησή του ακόμα και αν αυτή η εμμονή τους μας οδηγήσει στη έξοδο από την Ευρωζώνη και την επαναφορά στο παλαιό καθεστώτος της δραχμής.

Όλοι αυτοί είτε δεν γνωρίζουν, είτε παριστάνουν ότι δεν γνωρίζουν ότι το σύμφωνο σταθερότητας προστατεύει κυρίως τις μικρές και αδύναμες χώρες από τις αυθαιρεσίες και τις υπερβολές των μεγάλων και των οικονομικά δυνατών. Το σύμφωνο σταθερότητας καθιερώθηκε για να δεσμεύσει τις μεγάλες χώρες και όχι τις μικρές. Αντίθετα, προστατεύει τις αδύναμες και χρεωμένες χώρες.

Αν, για παράδειγμα, οι μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, μπορούν να υπερβαίνουν απρόσκοπτα το όριο του 3% του ΑΕΠ στο έλλειμμά τους, η αύξηση των δανειακών αναγκών σε όλη την Ευρώπη θα οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων, την οποία θα πληρώνουν π.χ. όλα τα νοικοκυριά που έχουν στεγαστικά δάνεια αλλά και όλες οι χώρες σαν την Ελλάδα που έχουν υψηλό δημόσιο χρέος. Γι΄ αυτόν το λόγο, χώρες όπως η Ελλάδα πρέπει να επιμείνουν στη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Συμφώνου με παράλληλο νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών τους.

Εν κατακλείδι, εκείνοι οι οποίοι μιλούν σήμερα για αποδέσμευσή μας, άμεσα ή έμμεσα, από το σύμφωνο σταθερότητας οφείλουν να ξεκαθαρίσουν ότι αναλαμβάνουν και την ευθύνη της εξόδου της χώρας από το Ευρώ και την επιστροφή στο καθεστώς της δραχμής. Επίσης οφείλουν να ξεκαθαρίσουν πως θα αντιμετωπίσουν τη ανελέητη αντίδραση της διεθνούς αγοράς και τη πληρωμή ακόμα υψηλότερου κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους το οποίο επαναλαμβάνω είναι σήμερα το μεγαλύτερο στην Ευρώπη.

 

Κυρίες και κύριοι,

Πιστεύω βαθιά ότι η επόμενη δεκαετία θα κυριαρχηθεί αναπότρεπτα από τη σύγκρουση δύο αντιλήψεων. Απ’ τη μια πλευρά θα παραταχθούν οι δυνάμεις της παρωχημένης κουλτούρας που επιδιώκουν την καθήλωσή της χώρας σε μια πολιτισμική παρακμή, σε μια πολιτική αναποτελεσματικότητα, σε μια κοινωνική ανισότητα, σε μια θεσμική καταρράκωση και σ’ ένα κλεπτοκρατικό και άνισο οικονομικό σύστημα. Είναι και όλοι εκείνοι που κατασκεύασαν τα τελευταία χρόνια “προσόδους” και κάθε μορφής “βολές”. Είναι ο πολιτισμός των νεόπλουτων. Είναι οι λούμπεν με λεφτά. Είναι οι καθεστωτικές εκείνες δυνάμεις που χρησιμοποιούν ως μέσα προκειμένου να διατηρήσουν τα ποικιλόμορφα αθέμιτα προνόμιά τους, τη μαύρη οικονομία, τους παραθεσμούς, την αναξιοκρατία, την μετριοκρατία, τον κοινωνικό ισοπεδοτισμό, τον πολιτισμό των νεοπλούτων, τον παραπλανιτικό λαϊκισμό, τη δημοκοπία και την σύγχυση.

Απ’ την άλλη πλευρά, πιστεύω ακράδαντα ότι ήδη μέσα στο λαό μας καλλιεργούνται δειλά-δειλά κοινωνικές αντιστάσεις για την αντιμετώπιση της πολυσχιδούς κρίσης που πλήττει τη χώρα από έναν νέο κόσμο που γεννιέται. Είναι όλοι εκείνοι που διαθέτουν γνωστικό κεφάλαιο, πολιτικό, κοινωνικό, επιστημονικό, πολιτισμικό κλπ, που νοιώθουν να διαπερνούν τη χώρα μας οι άνεμοι των εξελίξεων και αισθάνονται την ανάγκη να απαλλαγεί το ταχύτερο από τις δυνάμεις της αδράνειας που την καθηλώνουν. Είναι οι πρωτοποριακές δυνάμεις της κοινωνίας που πιστεύουν ότι η χώρα πρέπει το ταχύτερο να ενδυναμώσει τις πολιτικές, τις οικονομικές, τις κοινωνικές, τις εκπαιδευτικές, τις πολιτισμικές και τις θεσμικές της δομές και λειτουργίες. Είναι οι δυνάμεις εκείνες οι οποίες πιστεύουν σταθερά στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και δεν επιθυμούν να τη δουν να διολισθαίνει στις τριτο-ευρωπαϊκές χώρες.

 

Κυρίες και κύριοι,

Εγώ είμαι ενεργός πολιτικός και ανήκω σε ένα συγκεκριμένο κόμμα. Συνεπώς δεν μπορώ να προσποιούμαι τον ουδέτερο αναλυτή των γεγονότων. Αντίθετα, θέλω πάντα να νιώθω βέβαιος για το πώς διαμορφώνεται η σχέση του ΠΑΣΟΚ με το μέλλον της χώρας μου. Γι’ αυτό όφειλα να διατυπώσω καθαρά πως αντιλαμβάνομαι να συναντιέται το όνειρο του λαού μας και το συμφέρον της χώρας με την πολιτική παρουσία του ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση κατά την επόμενη δεκαετία.

Το ΠΑΣΟΚ είναι η ιστορική συνέχεια και φυσικός εκφραστής της κεντροαριστερής παράταξης της πατρίδας μας, και έχει ταυτιστεί με τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που εγκαθίδρυσαν την κοινωνική δικαιοσύνη, θωράκισαν τη χώρα και την οδήγησαν στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε ό,τι με αφορά, λοιπόν, θα ήθελα το ΠΑΣΟΚ να γίνει ξανά η μήτρα υποδοχής των νέων παγκόσμιων ρευμάτων και εξελίξεων και να εκφράσει όσο γίνεται πιο δυνατά και καθαρά το αίτημα της κοινωνίας για την επανεκκίνηση και την ολοκλήρωση του εκσυγχρονισμού και της αναθέσμισης της χώρας. Να λειτουργήσει ως μια νέα δύναμη αλλαγής που να διαπεράσει τους πολιτικούς θεσμούς και τις επικρατούσες πεποιθήσεις. Να ανοίξει το συντομότερο έναν βιώσιμο μεταρρυθμιστικό δρόμο.

Η κατεύθυνση των πραγμάτων δεν μπορεί να παραμένει για πάντα συγκεχυμένη.

Εγώ προσωπικά, αγαπητοί μου φίλες και φίλοι, έγραψα το βιβλίο αυτό για να σας πω ότι αρνούμαι να περιμένω πότε θα γονιμοποιηθεί η απελπισία για να γεννηθεί ξανά η ελπίδα στη χώρα μου.

 

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home