Απομαγνητοφώνηση βιβλιοπαρουσίασης

Τα βήματα του Έστερναχ

Αθήνα, Αίθουσα Παλαιάς Βουλής, 11/2/2009

 

Καλησπέρα.

Κυρίες και κύριοι,

Εκ μέρους του εκδοτικού οίκου της εστίας θα ήθελα να σας μεταφέρω τη χαρά μας για την έκδοση των «Βημάτων του Έστερναχ», ενός βιβλίο που χάρις στο κύρος του συγγραφέα του προκάλεσε, προκαλεί και θα εξακολουθήσει να προκαλεί συζητήσεις γύρω από κάποια ουσιώδη πολιτικά ζητήματα. Αυτό άλλωστε δείχνει και η βιβλιοπωλική επιτυχία του κ. Αλέκου Παπαδόπουλου.

Σας καλοσορίζουμε απόψε στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής για την επίσημη αθηναϊκή παρουσίαση του βιβλίου και σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας. Και βεβαίως ευχαριστούμε και τους εκλεκτούς ομιλητές.

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΑΡΔΕΛΗΣ:

Ευχαριστούμε.

Κύριε Πρόεδρε, Κύριοι Υπουργοί, Σεβασμιότατε, Αγαπητοί φίλοι,

Θα ήθελα καταρχάς να σας ευχαριστήσω γιατί βρεθήκατε με τέτοια μαζικότητα σε μία βιβλιοπαρουσίαση, όπου θα παρουσιάσουμε το βιβλίο του φίλου μας του Αλέκου του Παπαδόπουλου με τίτλο «Τα βήματα του Έστερναχ» και υπότιτλο «Η Ελλάδα μετά το 2010».

Πρόκειται για μία βιβλιοπαρουσίαση, κατά την άποψή μου, με πάρα πολλές ιδιαιτερότητες. Το πρώτο είναι ότι το ίδιο το βιβλίο είναι πολύ ιδιαίτερο, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Το δεύτερο είναι ότι έχουμε έναν πολύ ιδιαίτερο συγγραφέα που έγραψε το βιβλίο και αυτά τα δύο πρέπει να τα δούμε μαζί. Το τρίτο είναι ότι αυτό το βιβλίο, με ένα πάρα πολύ σημαντικό θέμα και μια θεματογραφία εμφανίζεται σε μια πάρα πολύ κρίσιμη συγκυρία. Και νομίζω ότι δένει πάρα πολύ με αυτά που συμβαίνουν γύρω μας στον κόσμο αυτές τις μέρες.

Επίσης, μιας και μιλάμε για ιδιαιτερότητες, έχουμε ένα πολύ ιδιαίτερο πάνελ, το οποίο αποτελείται από επιφανείς ανθρώπους των γραμμάτων και της ελληνικής διανόησης.

Από δεξιά μου ο κ. Τσάτσος – οι περισσότεροι δεν χρειάζονται καν κάποια παρουσίαση – ο κ. Γεωργουσόπουλος, ο κ. Μπάγιας, ένας άνθρωπος, ο οποίος τιμά τον θεσμό τον οποίο υπηρετεί, και ο πασίγνωστος κ. Αδαμάντιος Πεπελάσης, με πολυετή παρουσία στα ελληνικά πράγματα.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με το ίδιο το βιβλίο.

Εγώ θα κάνω μια μικρή παρουσίαση στις βασικές ιδέες του βιβλίου. Θα πω, επειδή γνωρίζω ότι οι περισσότεροι που βρίσκονται εδώ δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, και για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν καλύτερα και τις εισηγήσεις των υπολοίπων, θα κάνω και μια μικρή παρουσίαση των πέντε κεφαλαίων του βιβλίου.

Η βασική ιδέα, το κεντρικό θέμα, είναι η καθυστέρηση της χώρας, η περιγραφή της καθυστέρησης της χώρας, σε όλα τα μέτωπα και φυσικά μια μέθοδο για το πώς θα την ξεπεράσουμε. Περιγράφει τα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν τη σύγχρονη μορφή της καθυστέρησης, αναλύει τα βαθύτερα αίτια που καθηλώνουν τη χώρα και τέλος, δείχνει τον δικό του δρόμο ο συγγραφέας για το πώς πρέπει να ξεφύγουμε από αυτή.

Ας μην ξεχνάμε ότι όταν μιλάμε για καθυστέρηση, μιλάμε για κάτι το οποίο ετεροπροσδιορίζεται. Κάποιος, θυμάμαι, όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο, ένας καθηγητής μας έλεγε ότι το παρόν μπορείς να το κοιτάξεις είτε απ’ την οπτική γωνία του παρελθόντος και να λες «είμαι πάρα πολύ μπροστά», είτε απ’ την οπτική γωνία του μέλλοντος και να λες «είμαι πάρα πολύ πίσω». Η οπτική γωνία, την οποία έχει διαλέξει ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι μάλλον από την άποψη των απαιτήσεων του μέλλοντος, που θα έπρεπε να ήμασταν, και βλέπει την υστέρηση της χώρας και την καθυστέρηση.

Αυτό λοιπόν το θέμα, το θέμα αν η χώρα είναι καθυστερημένη, σε τι συνίσταται αυτή η καθυστέρηση, είναι προβληματισμοί που πιστεύω ότι δεν είναι καινούριοι. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά βιβλία πάνω σε αυτό το θέμα, επανέρχονται στην επικαιρότητα σαν παλιρροιακά κύματα από την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, και ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτή την ίδια την αίθουσα που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή έχουν δοθεί μεγάλες μάχες ανάμεσα σε δυνάμεις εκσυγχρονισμού, σε δυνάμεις προόδου, και σε δυνάμεις συντηρητισμού, οι οποίες έχουν καταγραφεί στην ιστορία. Κλασικές μάχες, όπου πολλές φορές αυτοί που είχαν τα οράματα μπορούσαν να πηγαίνουν τη χώρα τρία βήματα μπροστά, σαν τους προσκυνητές του Έστερναχ, και μετά δύο βήματα πίσω.

Το διαχρονικό αυτό πρόβλημα περιγράφεται στο βιβλίο αυτό με την πιο σύγχρονη μορφή του. Δηλαδή μέσα από σύγχρονα γεγονότα, όπως τα έχει ζήσει ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει συμμετάσχει στη διαμόρφωση του σήμερα. Όπως ξέρουμε, ο Αλέκος έχει κάνει υπουργός σε επίκαιρα πόστα και επομένως έχει ο ίδιος συνδράμει στο να διαμορφωθεί αυτό το οποίο κριτικάρει, και το κριτικάρει με μεγάλη οξυδέρκεια.

Εκείνο το οποίο ιδιαίτερα εμφανίζει μέσα στο βιβλίο και ήθελα επιγραμματικά να το σημειώσω είναι αυτό το οποίο ο ίδιος αποκαλεί «ιδιοτελή αναχρονισμό», δηλαδή έναν αναχρονισμό ο οποίος εξυπηρετεί κάποιους, που δυστυχώς απ’ ότι φαίνεται είναι αρκετοί, οι οποίοι θέλουν ένα σύστημα ευάλωτο για να μπορούν να αλωνίζουν ελεύθερα και να το απομυζούν. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια καθυστέρηση που σε μεγάλο βαθμό, σήμερα τουλάχιστον, προέρχεται από συνειδητή επιλογή και όχι από εξωγενείς παράγοντες. Δεν είναι κάποια ιστορική καθυστέρηση, αυτό μπορεί να ίσχυε κάποτε. Σήμερα λίγο-πολύ είναι μια ορθολογική επιλογή. Αυτό νομίζω ότι είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα σημεία του βιβλίου.

Αυτό βέβαια μπορεί να συμβαίνει και να εξακολουθεί να συμβαίνει γιατί δεν λειτουργούν θεσμοί στην Ελλάδα. Και το θεσμικό έλλειμμα αναγορεύεται στο βιβλίο σαν βασική αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας. Δεν έχουμε σταθερούς θεσμούς και έτσι όσα βήματα κι αν γίνονται προς τα μπρος, παραμένουν μετέωρα και καταδικασμένα σε υπαναχωρήσεις. Χωρίς στιβαρούς θεσμούς και προβλέψιμο περιβάλλον, η υγιή επιχειρηματικότητα αντικαθίσταται από προσοδοφιλία καλά οργανωμένων ομάδων, οι οποίες δρουν μέσα στο πολιτικό σύστημα, μαζί με το πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι ανήμπορο να οραματιστεί κάτι παραπάνω από το να ασχολείται με τη διευθέτηση και την ανασυγκρότηση των συντεχνιακών προνομίων.

Εκεί λοιπόν εντοπίζεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ουσία της καθυστέρησης και αυτό αντανακλά μια πολιτισμική καθυστέρηση, δηλαδή μια καθυστέρηση αξιών στις οποίες θα στηρίζονταν νέοι θεσμοί για ένα σύγχρονο κράτος το οποίο να πηγαίνει προς τα μπροστά και να οραματίζεται το μέλλον.

Η πορεία της χώρας μέχρι σήμερα είναι ότι πάμε κατά πως μας βολεύει, χωρίς να έχουμε στόχο, χωρίς στίγμα, και διακρίνεται κυρίως, άμα δούμε την ιστορία μας, από έναν οπορτουνισμό πολιτικό – όπως έρχονται τα πράγματα και όπως μας βολεύουν – και έλλειψη ενδιαφέροντος γι’ αυτό που ο συγγραφέας λέει «να κυριαρχήσει η χώρα πάνω στο μέλλον της».

Η ιδιαιτερότητα του συγγραφέα είναι γνωστή – την είπαμε – ότι ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος διαμόρφωσε το παρόν, το κριτικάρει το παρόν και αυτό ίσως μας αναδεικνύει και το άλλο του χαρακτηριστικό, ότι έχει συγκρουστεί πολλές φορές μέσα στο πολιτικό του περιβάλλον. Επομένως, αν αυτό το βιβλίο, το ίδιο ακριβώς κείμενο, έφερε το όνομα κάποιου άλλου συγγραφέα κατά την άποψή μου θα είχε μικρότερη αξία. Το ότι φέρει το όνομα του Αλέκου Παπαδόπουλου αυτό το κείμενο είναι ένα από τα δυνατά του χαρακτηριστικά. Είναι ένας άνθρωπος που τα γνώρισε τα πράγματα από μέσα και μπορεί να τα περιγράφει.

Επίσης, αν αυτό το βιβλίο το ίδιο είχε κυκλοφορήσει πριν 2-3 χρόνια, νομίζω ότι δεν θα ήταν τόσο σπουδαίο ή θα δημιουργούσε τόσο θόρυβο όσο σήμερα, όταν έχουμε μία διεθνή κρίση, η οποία χτυπάει την πόρτα μας, μπαίνει σιγά σιγά στο σπίτι μας και αναδεικνύει όλες αυτές τις αδυναμίες που περιγράφει το βιβλίο. Πιστεύω ότι μία από τις αξίες του βιβλίου είναι ότι θα μπορέσει, τώρα που ανοίγει αυτό το θέμα «τελικά τι φταίει σε αυτή τη χώρα, τι δεν κάναμε σωστά και γιατί είμαστε τόσο αδύναμοι μπροστά σ’ αυτό το οποίο έρχεται», πιστεύω ότι οι παρατηρήσεις και οι αναλύσεις του συγγραφέα έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία.

Επιγραμματικά για τις πέντε θεματικές ενότητες του βιβλίου:

Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται αυτό που είπαμε προηγουμένως, το θεσμικό έλλειμμα της χώρας και σφυροκοπούνται ανελέητα όλες οι δυνάμεις οι οποίες δημιουργούν αυτό το περιβάλλον. Θα σας πω χαρακτηριστικά κάποιες φράσεις από το βιβλίο. Τις χαρακτηρίζει σαν «δυνάμεις της αυτάρεσκης στασιμότητας», «δυνάμεις συντεχνιακού καθεστωτισμού», «εκφραστές αριστερού αγνωστικισμού», «λούμπεν με λεφτά», «κακοήθη μορφώματα παραθεσμών», όλα αυτά παρελαύνουν μέσα στο πρώτο κεφάλαιο για να μας δείξουν τελικά τι είναι αυτό το οποίο φταίει. Καταλαβαίνετε περί τίνος πρόκειτα…

Στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας διερευνά θεωρητικά και πρακτικά το μοντέλο που πρέπει να διαλέξει η Ελλάδα κατά την επόμενη δεκαετία. Σ’ αυτό το κεφάλαιο αναδεικνύεται οπαδός αυτού που λέμε «Σκανδιναβικό Μοντέλο» και αναλύει τα οφέλη τα οποία θα μπορούσαν να προκύψουν για τη χώρα αν υιοθετούσαμε μια πορεία προς τα κει.

Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύει τους λόγους που το Έθνος-Κράτος, όπως είναι σήμερα και όπως το γνωρίζουμε, δεν αποτελεί πλέον βέλτιστη μονάδα για τη διαχείριση των μεγάλων θεμάτων. Έχουμε δύο τάσεις εδώ: Το ένα είναι να φεύγουν θέματα προς υπερεθνικά κέντρα και να επιλύονται και να διαπραγματεύονται τα εθνικά θέματα στα υπερεθνικά αυτά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, και μια δεύτερη τάση, η οποία έχει παρατηρηθεί στην Ευρώπη και η οποία έρχεται στη Ελλάδα, να φύγουν θέματα από το γνωστό κράτος, από την κεντρική διοίκηση και να περάσουν στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτές οι δύο τάσεις λειτουργούν παράλληλα και πρέπει κατά κάποιο τρόπο να διευκολυνθούν.

Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας μιλάει για το πώς η Ελλάδα θα ξεπεράσει τη φοβικότητα απέναντι στις αλλαγές που έρχονται. Έχουμε μια οικονομία η οποία είναι φοβική στις αλλαγές. Αυτή είναι μια βασική διαπίστωση σ’ αυτό το κεφάλαιο. Και προβάλει βέβαια τη γνωστή άποψη του Σούπετερ περί δημιουργικής καταστροφής, ότι το παλιό πρέπει να παραδίδει τη θέση του διαρκώς στο καινούριο, και το ζητούμενο στην πολιτική είναι πως αυτό η διαδικασία της προόδου θα γίνεται χωρίς μεγάλες τριβές και καθυστερήσεις.

Και στο τελευταίο κεφάλαιο, τέλος, μιλάει για το κοινωνικό κράτος, το οποίο πλαγιοκοπείται από πάρα πολλές πλευρές. Νομίζω ότι αυτό το κεφάλαιο έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι μιλάει πάλι για υπερεθνικά θέματα, όπως είναι το παγκόσμιο διεθνές εμπόριο, όπου εκεί ανταγωνίζονται και κοινωνικά συστήματα, όπου μέσω του κόστους τα κακά συστήματα τείνουν να εκτοπίσουν τα καλά, και κλείνει το κεφάλαιο με τις δικές του εμπειρίες όταν προσπάθησε να κάνει τομές στον κλάδο της υγείας.

Πιστεύω ότι αυτά δίνουν μια καλή εικόνα για το τι περιγράφει το βιβλίο, τι διαπραγματεύεται και θα περάσω στον πρώτο ομιλητή, στον κ. Τσάτσο.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ:

Αν έλεγα ό,τι θέλω θα ζητούσα δύο ώρες, αλλά…

«Το 698 μ.Χ. ένας Βενεδικτίνος ιεραπόστολος αγγλοσαξονικής καταγωγής ξεκίνησε από τη μικρή πόλη του Έστερναχ στο σημερινό Λουξεμβούργο, για να προσηλυτίσει ολόκληρη την Κεντρική Ευρώπη. Από τότε, κάθε χρόνο οι κάτοικοι της ιστορικής αυτής μητροπολιτικής έδρας γιορτάζουν συμβολικά τη μεγάλη πορεία του αγίου, πλέον, Βίλλιμπρορντ. Ο ένας πίσω από τον άλλον προχωρούν προς την εκκλησία κάνοντας δύο βήματα πίσω για κάθε τρία βήματα μπροστά, συμβολίζοντας έτσι, με την ιδιάζουσα αυτή πομπή, τη δυσκολία του κάθε ανθρώπου να προσεγγίσει την τελική σωτηρία.

Κάπως έτσι και η χώρα μας βρίσκεται σήμερα σ’ εκείνη τη μετέωρη, αλλά ίσως πιο άρρυθμη, κατάσταση όπου το βήμα που ετοιμάζεται να κάνει δεν ξέρουμε αν θα είναι προς τα εμπρός ή προς τα πίσω…».

Έτσι ακριβώς αρχίζει να μιλάει ο Αλέκος Παπαδόπουλος στον αναγνώστη του.

Η παραβολή είναι ευρηματική, όμως δεν συνδέεται πλήρως με το ελληνικό παράδειγμα στο μέτρο που εκεί τα βήματα των πιστών προς τα πίσω είναι λιγότερα από τα βήματα προς τα εμπρός. Για να ίσχυε πλήρως η παραβολή για την Ελλάδα θα έπρεπε, αντί τελικά να πλησιάζουν οι πιστοί προς το ναό και τη «σωτηρία» τους, ν’ απομακρύνονται.

Ο Αλέκος Παπαδόπουλος κάνει λόγο για «χώρα». Αποσαφηνίζω: Ως «χώρα» αντιλαμβάνομαι το ΌΛΟ: όχι μόνο το κράτος αλλά και όλο το πολιτικό προσωπικό, όχι μόνο τους πολιτικούς φορείς, αλλά και τις κοινωνικές οργανώσεις. Κυρίως όμως εννοώ τα μέλη αυτής της πολιτείας. Αυτό νομίζω πως εννοεί ο συγγραφέας.

Η χώρα μας λοιπόν, δηλαδή το κράτος, η κοινωνία, η πολιτική και οι πολίτες τα τελευταία χρόνια κάνουν βήματα κυρίως προς τα πίσω. Η κρίση της πολιτικής είναι καθολική. Αυτό τελικά προκύπτει από το βιβλίο του Αλέκου Παπαδόπουλου.

Οι πελάτες των Ελλήνων εκδοτών, δηλαδή οι συγγραφείς, είναι τριών ειδών:

  • Ένα είδος είναι εκείνοι που γράφουν έτσι, για να γράφουν μη σεβόμενοι το χρόνο, που διαθέτει ο ανύποπτος αναγνώστης,
  • Ένα δεύτερο είδος είναι εκείνοι που όταν διαβάσεις το κείμενό τους λες: Απολύτως δικαιολογημένο συγγραφικό πόνημα. Λες: με σεβάστηκε ως αναγνώστη ο συγγραφέας.
  • Τέλος έχουμε και εκείνους, που τους διαβάζεις και λες: Αυτό το βιβλίο δεν εδικαιούτο να μην το έχει γράψει ο συγγραφέας.
  • Το νέο βιβλίο του Αλέκου Παπαδόπουλου, κατά τη δική μου κρίση, ανήκει στην Τρίτη κατηγορία.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Ας μου επιτραπεί τώρα να αναφερθώ, τελείως ενδεικτικά βέβαια, σε συγκεκριμένες στιγμές του έργου του Αλ. Παπαδόπουλου. Αντί για στιγμές ακριβέστερο θα ήταν να μιλούσα για μηνύματα, που ο συγγραφέας εκπέμπει με λόγο μεστό, υπεύθυνο, εσωτερικά συνεπή και νοηματικά ακριβή.

Μια πρώτη στιγμή, ένα πρώτο μήνυμα του συγγραφέα είναι ότι η τελευταία δεκαετία είναι «ηττημένη δεκαετία».

Υπέροχη διατύπωση. Ξεχωρίζω από τα φαινόμενα αυτής της ήττας που ο ίδιος εξαιρεί, την «κοινωνική αποσύνθεση» που «σήμερα βιώνουμε ως συνολική αποσύνθεση», το γεγονός ότι «το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων δεν ανταποκρίθηκε» και τέλος τον εξαιρετικά πετυχημένο όρο «συντεχνιακός καθεστωτισμός». Η νοηματική ακρίβεια τελικά δικαιώνει όχι μόνο τον επιστημονικό αλλά και τον πολιτικό λόγο. Για τον τελευταίο μάλιστα η νοηματική ακρίβεια δεν είναι πάντοτε ακίνδυνη.

Μια δεύτερη στιγμή-μήνυμα του βιβλίου είναι η διαπίστωση ότι υπάρχει ένα μέτωπο μεταξύ των δυνάμεων της «καθήλωσης» και των δυνάμεων της «εξέλιξης».

Συμπληρώνει αυτή του τη διαπίστωση ο συγγραφέας, με την απαραίτητη αλλά όχι ακίνδυνη παρατήρησή του, πως αυτή η διαχωριστική γραμμή, δεν συμπίπτει με τον κομματικό χάρτη, δηλαδή, όπως αυτολεξί σημειώνει, με «…αυτάρεσκους και ξεπερασμένους κομματικούς αυτοπροσδιορισμούς… αλλά διαχέεται και εκφράζεται…» - όπως με το αποδεδειγμένο πολιτικό του θάρρος σημειώνει ο Αλέκος Παπαδόπουλος – «οριζόντια σε όλα τα πολιτικά κόμματα του τόπου… Η γλώσσα των πραγμάτων» συνεχίζει ο συγγραφέας, «έχει αμείλικτη διαύγεια, αλλά συσκοτίζεται από την χωρίς όρια δημοκοπία και τις επιλογές ευκολίας…».

Κι έρχομαι τώρα σε μια θέση του συγγραφέα με πάρα πολλές προεκτάσεις, σε μια επισήμανση που ευαίσθητα αγγίζει την πραγματικότητά μας: Οι κρατικές λειτουργίες – μας λέει – δεν πρέπει να θεωρούνται ιδιοκτησία και λάφυρο του κυβερνητικού κόμματος. Στην επισήμανση αυτή εγώ – και όχι μόνο εγώ – διαβάζω πολλές προεκτάσεις της:

  • Θέλει προφανώς να πει ο συγγραφέας, πως, τα αξιώματα γενικά είτε κρατικά είτε κομματικά δεν παρέχονται ως ιδιωτικά αντίδωρα, σε όσους, επιδεικνύουν πίστη προς τον εκάστοτε αρχιερέα, μέσω της συνεχούς και εμφανούς παρουσίας τους – άλλοτε όρθιοι άλλοτε γονατιστοί – στον Ναό ή και σε διαφορετικούς ναούς, όταν αυτό κρίνεται σωτήριο.
  • Πιο απλά: Πρέπει κάποια στιγμή, μια που στη χώρα μας δεν μπορεί να γίνονται εκ των άνω δεκτοί οι άξιοι, τουλάχιστον να πάψουν να διώκονται! Ούτε αυτό, προσθέτω εγώ, αφορά μόνο τις κρατικές λειτουργίες, αλλά εξίσου τις πολιτικές, τις κομματικές και τις κοινωνικές. Φοβούμαι τις τελευταίες κατεξοχήν.
  • Η πολιτεία μας – συμπεραίνω – δεν ανήκει στους εκάστοτε αρχιερείς. Άλλο ιδιοκτησία και άλλο λειτουργία. Και αυτό ισχύει για όλη την κλίμακα του δημοσίου βίου.

 

Ο συγγραφέας αφιερώνει ειδική ενότητα για να δει την Ελλάδα στο πλαίσιο των αδυσώπητων παγκόσμιων σημερινών ερωτημάτων – διλημμάτων, τα οποία όμως ελάχιστους απασχολούν, παρότι από αυτά θα διαμορφωθεί η μοίρα της χώρας και τα οποία θα έπρεπε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, να μας κρατούν με «κομμένη την ανάσα», αν βέβαια μας ενδιέφεραν και οι γενιές που έρχονται. Σωστά λοιπόν διερωτάται ο συγγραφέας:

  • Αν θα οδηγηθεί ο κόσμος σε μία «πολυμελή διακυβέρνηση του πλανήτη» ή θα υποκύψει στον ένα και πανίσχυρο πρωταγωνιστή, τις Η.Π.Α.
  • Αν θα ολοκληρωθεί η καταστροφή του πλανήτη και η βιολογική παρέμβαση στο ανθρώπινο είδος, και τέλος
  • Αν θα συνεχίσουμε να ζούμε σε μια αθλιότητα πολεμικών συγκρούσεων, μεγάλων ανισοτήτων και πείνας και σε μια ανεξέλεγκτη κίνηση μεταναστευτικών ρευμάτων.

 

Θα σταθώ τέλος και σε μια Τρίτη στιγμή-μήνυμα με πολλαπλά νοήματα. Είναι αυτό που αναφέρεται στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος.

  • «…Δημοκρατικό κράτος», σημειώνει ο συγγραφέας «…σημαίνει κυρίως ευθύνη και έλεγχο… Με άλλα λόγια σημαίνει ηθική της ευθύνης…».
  • Καίριος και σωστός, νομίζω, είναι ο προβληματισμός του συγγραφέα γύρω από την δυνατότητα της λειτουργίας της Δημοκρατίας μέσα σε μια υπερκρατική έννομη τάξη, όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  • Οι σχετικές σκέψεις του Αλέκου Παπαδόπουλου βρίσκονται έξω από την εξοργιστική δημαγωγική διάκριση μεταξύ «ευρωσκεπτικιστών» και «ευρωπα»ιστών». Η διάκριση αυτή, ιδίως στην Ελλάδα, αποτελεί κραυγαλέα απόδειξη, πως ακόμα και το ιστορικά συγκλονιστικό θέμα της ευρωπαϊκής ενωσιακής διαδικασίας, υποτάχτηκε απολύτως, στις κομματικές σκοπιμότητες και συγκρούσεις, που συρρικνώνουν το πρόβλημα και αποπροσανατολίζουν τους πολίτες. Γι’ αυτό άλλωστε και περίπου επίσημα γίνεται δεκτό, πως δεν έχουμε ευρωεκλογές αλλά εσωτερικές εκλογές με ευκαιρία τη νέα συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

 

Πάντως ας μου επιτραπεί για τα ευρωπαϊκά να παρατηρήσω τα εξής: Από τη μια μεριά, η ευρωπαϊκή ενωσιακή διαδικασία, δεν αναιρεί αφ’ εαυτής, τη Δημοκρατία σε επίπεδο κρατών μελών. Από την άλλη μεριά η δημοκρατική ποιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να αξιολογηθεί σωστά, αν απερίσκεπτα μεταφέρουμε, στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη, το νόημα που απέκτησε η Δημοκρατία, ως δομικό χαρακτηριστικό του Κράτους.

Εξηγούμαι: Η παραδοσιακή, δηλαδή η κρατικογενής Δημοκρατία, προϋποθέτει ΜΙΑ πηγή νομιμοποίησης που είναι ο συγκεκριμένος λαός. Αντίθετα, διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη, απαιτείται, τόσο η βούληση των πολιτών της, όπως είναι συγκροτημένοι σε λαούς που εκφράζονται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όσο και η βούληση των δημοκρατικά νομιμοποιημένων εθνικών κυβερνήσεων που εκφράζεται με το Συμβούλιο των Υπουργών.

Η θέση αυτή, που δέχεται και ο συγγραφέας δεν βοηθά τη δημαγωγική προσέγγιση της Ευρώπης. Βοηθά όμως την ψύχραιμη αξιολόγησή της.

 

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ

Καθώς τελείωνα την ανάγνωση του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα μου ήρθε στο νου ο ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ. «Ο Τιτανικός βυθίζεται κι εμείς… πέρα βρέχει». Επιμένω: Αυτό αφορά όλους του παράγοντες της δημόσιας ζωής. Δηλαδή ΚΑΙ όλους εμάς, τους απλούς πολίτες.

Βέβαια ο Τιτανικός εκείνος, κατά τον οποίο επέζησαν, κυρίως οι πλούσιοι, αλλού μοιάζει και αλλού διαφέρει από τον «Ελληνικό Τιτανικό».

  • Και οι δύο ΤΙΤΑΝΙΚΟΙ μοιάζουν κατά το ότι, και εδώ, όπως και εκεί, δεν θα χαθούν οι πλούσιοι και οι καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατέχοντες.
  • Διαφέρουν κατά το ότι, ο Τιτανικός του τότε, χάθηκε από στιγμιαία ανεπάρκεια του πλοιάρχου. Για τον δικό μας Τιτανικό, ευθύνονται ασφαλώς και οι εκάστοτε πλοίαρχοι, αλλά όχι μόνο αυτοί. Ευθύνονται όλοι όσοι λειτουργούν αυτή την πολιτεία. Η πολιτεία μας, αυτό διάβασα εγώ στο βιβλίο, αυτοβυθίζεται.
  • Η τελευταία αυτή διαφορά, μεταξύ των δύο ΤΙΤΑΝΙΚΩΝ τελικά είναι πολύ κρίσιμη. Από αυτή τη διαφορά προκύπτει ότι, ενώ τα αποτελέσματα εκείνου του Τιτανικού ήταν από τη φύση τους μη αναστρέψιμα, ο δικός μας Τιτανικός, ίσως να είναι ακόμα αναστρέψιμος. Αυτό είναι εφικτό, με μια ανατροπή των αιτιών του συντελούμενου ναυαγίου.

 

Φορείς ανατροπής πρέπει να είναι όλοι οι παράγοντες της πολιτείας: εμείς οι πολίτες, το πολιτικό προσωπικό, η κοινωνία με τους οργανωτικούς τους φορείς και το κράτος.

  • Εργαλείο ανατροπής δεν είναι βέβαια η εκ του ασφαλούς βία, ο πολιτικός ή «επαναστατικός» παλικαρισμός, τα μπλόκα, οι υλικές καταστροφές, η κατεδάφιση των συμβόλων, το κλείσιμο των Πανεπιστημίων και των σχολείων. Αυτά είχαν κάποτε αξία, όταν το κράτος ήταν παράνομο και η ανδραγαθία συνιστούσε και προσωπική διακινδύνευση.
  • Εργαλείο ανατροπής είναι και η αποκατάσταση της ορατότητας του πολιτικού γίγνεσθαι για τους πολίτες. Μια ορατότητα που επιτρέπει στον πολίτη τη γνώση του πραγματικού περιεχομένου της πολιτικής.
  • Εργαλείο ανατροπής είναι η αποκατάσταση του δημόσιου χαρακτήρα μιας πολιτικής που σήμερα είναι ιδιωτική και αναξιόπιστη.
  • Εργαλείο ανατροπής είναι κυρίως η ειλικρινής και διαφανής δημόσια σκέψη, ο δημόσιος και αποκαλυπτικός διάλογος.

 

Αυτόν τον οδυνηρό αλλά αναγκαίο δημόσιο διάλογο, για την αναστροφή των αιτίων του ναυαγίου μας, προτείνει στην ουσία ο Αλέκος Παπαδόπουλος, δίδοντας με το βιβλίο του το μέτρο της καθαρότητας και της εντιμότητας του λόγου.

 

Τελειώνω πραγματικά, Κυρίες και Κύριοι,

Οι τοποθετήσεις του συγγραφέα στο νέο του βιβλίο δεν έχουν επιλεγεί, για να είναι «ευχάριστες» και «ευοίωνες». Ο λόγος του Αλέκου Παπαδόπουλου δεν υποτάχτηκε ποτέ στην συγκυριακή σκοπιμότητα.

Είχε και έχει την δύναμη και την τόλμη να είναι δυσάρεστος ακόμα και στους αρχιερείς. Αυτό στη χώρα μας τιμωρείται εκ των άνω αλλά εκτιμάται πάρα πολύ εκ των κάτω. Εύγε, φίλε Αλέκο, και σ’ ευχαριστούμε.

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΑΡΔΕΛΗΣ:

Είναι προφανές ότι υπάρχει μια επιρροή δική σας μέσα σε όλο το βιβλίο. Άλλωστε είναι από τα 2 ή 3 ονόματα που αναφέρονται μέσα στο βιβλίο, από ανθρώπους που επηρέασαν τον συγγραφέα.

Περνώντας στον κύριο Γεωργουσόπουλο, θα ήθελα, κάνοντας την πάσα, να πω ότι πριν περίπου έναν αιώνα ένας ακρυπτής βενιζελικός, ο Καλομοίρης, έγραψε μια όπερα με αφορμή το μύθο για το Γιοφύρι της Άρτας, και σε βιμπρέτο Καζαντζάκη, τον πρωτομάστορα. Το θέμα ήταν ότι η πατρίδα χρειάζεται συνεχώς καινούριο αίμα για να μπορεί να ολοκληρωθεί. Και τούτο το βιβλίο, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν απέχει και πάρα πολύ. Μήπως θα μπορούσαμε να γράψουμε και γι’ αυτό ένα βιμπρέτο απάνω στα «Βήματα του Έστερναχ»; Δηλαδή, το ίδιο θέμα έρχεται, επανέρχεται και ξαναεπανέρχεται…

 

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ:

Σεβασμιώτατε, κ. Πρόεδρε της Βουλής, κ. Πρόεδρε, κ. Βουλευτές, Υπουργοί,

Κυρίες και κύριοι,

Εγώ δεν νομιμοποιούμαι, παρά μόνο ως φίλος του Αλέκου του Παπαδόπουλου, παλιός φίλος, να ομιλώ. Δεν είμαι πολιτικό πρόσωπο και δεν είμαι πολιτικός επιστήμονας. Με πρόλαβε όμως ο πρόεδρος αυτής της σύναξης, διότι και εγώ θα πήγαινα λίγο παλιά.

Ξέρετε, μετά από το «Επτωχεύσαμε» και μετά από τον ρομαντικό εκείνο καταστροφικό πόλεμο του ’97, ο Παλαμάς έγραψε τη «Φλογέρα του Βασιλιά» και έχει γράψει έναν ποιητικό πρόλογο στη «Φλογέρα του Βασιλιά», που αρχίζει με έναν συνταρακτικό στίχο:

«Σβησμένες όλες οι φωτιές, οι πλάστρες μες στη χώρα.»

Το έργο κυκλοφόρησε λίγα χρόνια πριν από το Γουδί.

Βέβαια, σ’ αυτό τον τόπο, απ’ την εποχή του Αισχύλου, δεν ακούμε τους ποιητές. Δεν τους ακούμε και απλώς μετά από πολλά χρόνια, όταν έχουν επαληθευτεί, όταν έχουν συλλάβει τα νοήματα του μέλλοντος, τότε τους δικαιώνουμε, αλλά είναι πολύ αργά πια.

Έχω την εντύπωση ότι το βιβλίο του Αλέκου του Παπαδόπουλου είναι ένας τέτοιος πρόλογος ύστερα από μια βιωμένη και παρατεταμένη, θα ‘λεγε κανένας, παρακμή. Γι’ αυτό εγώ θα μείνω μονάχα στο αίτημά του. Στο αίτημα που διαρρέει όλο το βιβλίο για ένα νέο ήθος. Αυτό το νέο ήθος λείπει απ’ τα πράγματα. Απ’ την πολιτική ζωή, απ’ την καλλιτεχνική ζωή, απ’ την οικονομική ζωή.

Ξέρετε - επιτρέψτε μου τη φιλολογική διαστροφή - η λέξη “ήθος”, μια πανάρχαια λέξη που συναντιέται και στον Όμηρο και στους ιστορικούς τους πρώτους, τον Ηρόδοτο, σημαίνει στην πρώτη του σημασία “τόπο”: ενδιαίτημα, φωλιά, επικράτεια, ήθεα Ορνίθων, ήθεα Περσών. Το πώς αυτή η λέξη, αυτή η σημασία μετατοπίστηκε μες στους αιώνες σε “τρόπο”, νομίζω αυτό πρέπει κάποια στιγμή να μας απασχολήσει. Πως ο “τόπος” έγινε “τρόπος” και “συμπεριφορά” και προσανατολισμός. «Πες μου», έλεγε η γιαγιά μας, «που κάθεσαι να σου πω ποιος είσαι».

Έχω την εντύπωση λοιπόν ότι ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο σήμερα η κοινωνία μας είναι ήδη αποπροσανατολισμένος. Όλη μας η κοινωνία. Κι αυτό νομίζω σημαίνεται σ’ αυτό το βιβλίο που σήμερα παρουσιάζουμε. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Αλέκος ο Παπαδόπουλος στρέφει σ’ αυτό το αυτονόητο, τόσο αυτονόητο που στην εποχή μας πια έχει γίνει ουτοπικό, ότι όλα ξεκινάνε από τον πολιτισμό. Ξεκινάνε από το αίτημα παιδείας. Αυτό λείπει από τον τόπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε επιμέρους σημαντικές προσφορές στο χώρο της λογοτεχνίας και στο χώρο των υπολοίπων τεχνών, αλλά και στις επιστήμες. Αλλά δεν υπάρχει ουσιαστικά όραμα πραγματικό, γι’ αυτό και όλα πέφτουν στο κενό. Πέφτουν στο κενό, το οποίο σήμερα έχει τη μεγάλη οπή του τηλεοπτικού ήθους.

Αν λοιπόν νομιμοποιούμαι να είμαι εδώ σήμερα, σαν δάσκαλος, ύστερα από 45 χρόνια, που έχουν περάσει από πάνω άκαρπες τουλάχιστον 15 μεταρρυθμίσεις, τις οποίες έχω εφαρμόσει, δηλαδή δεν έχω κάνει τίποτα, το αίτημα είναι επιστροφή στα ριζιμιά πράγματα αυτής της ιστορίας του πνεύματος, που σήμερα θεωρούμε καύχημά μας ότι είναι και η ευρωπαϊκή ιστορία του πνεύματος, δηλαδή στις θεμελιώδεις αξίες της παιδείας.

Αυτό λείπει, αυτός ο άξονας λείπει από την εποχή μας, αυτός ο άξονας λείπει από την κοινωνία μας, αυτός ο άξονας λείπει και από το πολιτικό μας σύστημα. Κι αν έχει αξία, και έχει πολύ μεγάλη αξία, αυτή η παρέμβαση του Αλέκου του Παπαδόπουλου, είναι ότι θα πρέπει να ξανασκεφτούμε και πάλι σε πράγματα θεμελιώδη και αυτονόητα, τα οποία στο βιβλίο αυτό πολλές φορές με ενοχές ο Αλέκος ο Παπαδόπουλος λέει «φοβάμαι ότι αυτό θα φανεί ουτοπικό» και είναι αυτονόητο. Είναι αυτονόητο ότι θεμελιώδης αξία και ταυτοχρόνως θεσμός της πολιτείας είναι η Δικαιοσύνη. Και βλέπει εκεί να κλονίζονται αυτά τα θεμέλια.

Ξέρετε – πάλι να καταφύγω στη φιλολογική μου διαστροφή – η λέξη Δικαιοσύνη, η λέξη Δίκη σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ ισορροπία. Αυτό σημαίνει, ισορροπία. Κι αυτή η ισορροπία, μας είπαν οι μεγάλοι μας θεμελιώδεις φιλόσοφοι, ο Ηράκλειτος, είναι εκ των διαφερόντων. Εκ των διαφερόντων η αρμονία, δηλαδή η αρμονία, η ισορροπία των πραγμάτων προέρχεται από πράγματα που έχουν ροπή με διαφορετική φορά. Κι αυτό είναι που δημιουργεί καταστροφή, που θεμελιώνει επιχειρήματα και του Αλέκου του Παπαδόπουλου. Ότι πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, πηγαίνοντας πίσω.

 

Αγαπητέ μου φίλε κ. Τσάτσο,

Πίσω από τον Βενεδικτίνο μοναχό, τα τρία βήματα μπροστά, τα δύο βήματα πίσω, κρύβεται ο  Λένιν βέβαια. Και ο Λένιν το ξανάπε και είναι θεμελιώδες βιβλίο του Λένιν αυτό. Θέλω να πω, είναι διαχρονική ουσιαστικά αυτή η διαδικασία, ανεξάρτητα από το ποιες επαναστάσεις, αν είναι θρησκευτικές ή πολιτικές, που γίνονται. Αυτή είναι η μοιραία προς τα εμπρός πορεία της ανθρωπότητας. Ότι εμείς εδώ μπορούμε να εγκαινιάζουμε την αρνητική πρόοδο, αυτό είναι μια άλλη εφεύρεση του νεοελληνισμού.

Θεωρώ πολύ σημαντική την παρέμβαση στα πολιτικά και στα πολιτιστικά μας πράγματα του Αλέκου του Παπαδόπουλου και χαίρομαι που έχει αυτή την ανταπόκριση.

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΑΡΔΕΛΗΣ:

Ευχαριστούμε τον κ. Γεωργουσόπουλο για τα χρήσιμα πράγματα….

Και περνώντας στον κ. Μπάγια, θα έλεγα ότι στην σελίδα 35 του βιβλίου αναφέρεται: «Είναι μία μελαγχολική διαπίστωση, για παράδειγμα, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, ότι η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών δεν εμπιστεύεται σε μεγάλο βαθμό ούτε την κορωνίδα όλων των θεσμών, την Δικαιοσύνη. Η ευθύνη της πολιτικής εδώ είναι βαρύτατη.»

Νομίζω ότι είναι η καλύτερη πάσα.

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΠΑΓΙΑΣ:

Σας ευχαριστώ.

Σεβασμιώτατοι, κ. Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων, κ. Πρώην Πρωθυπουργέ, κυρίες και κύριοι βουλευτές, κυρίες και κύριοι καθηγητές, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι,

Κυρίες και Κύριοι,

Πράγματι υπάρχει, το βιώνουμε, το ξέρουμε, κρίση θεσμών στη χώρα μας. Αυτό αποτελεί βασική αιτία της κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας, στην οποία βρίσκεται η χώρα, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Για την ακρίβεια, ο συγγραφέας, ο Αλέκος ο Παπαδόπουλος, θεωρεί ότι οι θεσμοί στη χώρα μας δεν ήταν ποτέ αρκούντως ισχυροί. Ποτέ δεν απέκτησαν την πλήρη εμπιστοσύνη των πολιτών. Θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι στη βάση του πολιτισμικό και απότοκο της απουσίας κανονικής πολιτισμικής εξέλιξης της κοινωνίας μας. «Η Ελλάδα», αναφέρει κατά λέξη, «δεν ολοκληρώθηκε θεσμικά ως χώρα, γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κοινωνικά».

Σήμερα πράγματι ο Έλληνας πολίτης έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στους θεσμούς. Η αμφισβήτηση και η δυσπιστία απέναντι σε αυτούς εξελίσσεται σε πεποίθηση και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, απέναντι και στην Δικαιοσύνη. Έγκυρες δημοσκοπήσεις και επανειλημμένες δείχνουν ότι η πλειονότητα των πολιτών σήμερα δεν έχει εμπιστοσύνη, λίγο ή πολύ, στην ελληνική Δικαιοσύνη. Θλιβερές πράγματι διαπιστώσεις.

Αντίθετα, στα σύγχρονα προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη, η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς αποτελεί παραδοσιακό καθεστώς. Είναι βέβαια αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας κουλτούρας, η οποία εμπνέει τον πολίτη να προσεγγίζει τους θεσμούς όχι με αίσθημα ταραχής και αβεβαιότητας, αλλά με αίσθημα εμπιστοσύνης. Με αίσθημα «ήρεμης βεβαιότητας», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.

Θα μπορούσε να πει κανείς «ε και;». Πάντοτε αναφερόμαστε σ’ αυτούς τους θεσμούς που υπάρχουν στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Σήμερα όμως υπάρχει μια τεράστια διαφορά. Σήμερα δεν αρκεί να αναφερόμαστε σ’ αυτά τα πρότυπα των θεσμών ως σημεία αναφοράς. Σήμερα πρέπει να τα ανταγωνιστούμε. Είμαστε μέρος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και κατά συνέπεια πρέπει να συναγωνιστούμε τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη και σε επίπεδο θεσμικών λειτουργιών, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως κράτος και ως έθνος.

Βεβαίως όλα αυτά φαντάζουν θεωρητικά και ιδιαίτερα για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, στο οποίο αναλύονται ουσιαστικά και με συγκεκριμένο τρόπο τα προαναφερθέντα. Εάν όμως εξετάσουμε το όλο ζήτημα από πρακτική άποψη, για να γίνει κατανοητό, θα δούμε ότι πράγματι όλοι οι θεσμοί συνδέονται άμεσα και με την κοινωνική και με την οικονομική ανάπτυξη του τόπου, και με την πρόοδό του.

Θα μπορούσε να απορήσει κανείς και να πει «τι δουλειά έχει η Δικαιοσύνη με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας;». Κι όμως, η Δικαιοσύνη αποτελεί τον πυλώνα για την ανάπτυξη των υγιών οικονομικών σχέσεων των πολιτών και τα προβλήματα που παρουσιάζει έχουν σαφείς και βαθιές οικονομικές επιπτώσεις. Μόνο να σκεφτεί έτσι απλά, απλοϊκά θα έλεγα, κανείς τις χιλιάδες εργατοώρες που χάνονται καθημερινά στα δικαστήρια, εξαιτίας των πολλών αναβολών ή εξαιτίας της μη επάρκειας του χρόνου για την εκδίκαση των υποθέσεων, μπορεί να το αντιληφθεί.

Αλλά ακόμα και από στενά οικονομική, οικονομίστικη αν θέλετε, άποψη να το δει κανείς, θα δει την άμεση σχέση της Δικαιοσύνης με την οικονομία. Είναι γεγονός, και αναγνωρίζεται από διεθνή έγκυρα περιοδικά οικονομικής φύσης, ότι βασικός παράγων ανάσχεσης των επενδύσεων στη χώρα μας είναι η κατάσταση που επικρατεί στη Δικαιοσύνη. Πράγματι, για τον επιχειρηματία που αποφασίζει να επενδύσει στη χώρα μας μια απλή εμπλοκή του με την Δικαιοσύνη μπορεί να σημάνει την οικονομική του καταστροφή. Όχι γιατί δεν θα βρει τελικά το δίκιο του, θα το βρει και ενδεχομένως πολύ καλύτερα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά γιατί θα το βρει μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που το δίκιο αυτό θα έχει ατονίσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει εξαλειφθεί, να μην υπάρχει στην ουσία.

Η βαθειά κρίση που διέπει τους θεσμούς μας οφείλεται κατά κύριο λόγο, και η εντεύθεν απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτούς, στην έλλειψη αποτελεσματικότητας των θεσμών στη χώρα μας.

Για παράδειγμα, πάλι, και είναι προφανές ότι εκ μέρους μου θα είναι και πάλι από το χώρο της Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη στη χώρα μας δεν είναι αποτελεσματική ή τουλάχιστον δεν είναι όσο θα έπρεπε αποτελεσματική. Το κοινότυπο ερώτημα που όλοι συχνά και καθημερινά σχεδόν ακούμε «θα τιμωρηθεί ποτέ επιτέλους και κάποιος μεγαλόσχημος ή οικονομικά ισχυρός;», αυτό το ερώτημα αποτελεί συγχρόνως, ενέχει και κοινωνικό αίτημα. Αίτημα για περισσότερη Δικαιοσύνη, ποιοτικότερη Δικαιοσύνη και κυρίως πιο αποτελεσματική Δικαιοσύνη. Κοινωνικό αίτημα για Δικαιοσύνη για όλους και έναντι όλων.

Παράλληλα όμως με τις αδυναμίες που παρουσιάζουν οι θεσμοί στη χώρα μας, ο συγγραφέας εντοπίζει, και ορθά, ένα εξαιρετικά ανησυχητικό φαινόμενο που συνδέεται με τις αδυναμίες αυτές. Το φαινόμενο των παραθεσμών, που τείνουν να υποκαταστήσουν τους επίσημους δημοκρατικά αναγνωρισμένους θεσμούς της χώρας. Όπως ορθά παρατηρεί ο συγγραφέας, δίπλα στους θεσμούς της οικονομίας λειτουργεί η παραοικονομία. Δίπλα στους θεσμούς της πολιτικής αναπτύσσεται και εδραιώνεται η παραπολιτική. Παράλληλα με την Παιδεία λειτουργεί η παραπαιδεία. Παράπλευρα της διοίκησης, αναφέρει ο συγγραφέας, αναπτύσσεται η παραδιοίκηση. Ενώ δίπλα στο θεσμό της Δικαιοσύνης, θα πρόσθετα εγώ, δεν το λέει αυτό ο συγγραφέας, λειτουργεί η παραδικαιοσύνη.

 

Κυρίες και κύριοι,

Οι παραθεσμοί που ευδοκιμούν στη χώρα μας είναι σαν τα σαπρόφυτα, σαν τα παράσιτα φυτά. Έχουν ως πηγή της δύναμής τους, τρέφονται, από τις αδυναμίες, τα κενά και τις ελλείψεις των επίσημων θεσμών. Αλλά παράλληλα αυτοί οι παραθεσμοί είναι και ελκυστικοί για τους πολίτες. Γιατί κινούνται με ταχύτητα, αμεσότητα και φαινομενική αποτελεσματικότητα. Ανεξάρτητα από τα ολέθρια αποτελέσματα που τελικά παράγουν για την κοινωνία και την οικονομία της χώρας.

Για παράδειγμα, πάλι βεβαίως από την Δικαιοσύνη. Απέναντι στους χρονοβόρους μηχανισμούς της δικονομίας και της απονομής της Δικαιοσύνης αντιπαρατίθενται οι θεαματικές τηλεδίκες. Αυτές λειτουργούν άμεσα, με ταχύτητα, με θεαματικότητα, με την δική τους ιδιότυπη δικονομία και επιβάλλουν και βαρύτατες ποινές. Ισόβιας, σε πολλές περιπτώσεις, διάρκειας. Το κοινωνικό στίγμα το οποίο αφήνουν στον «κατηγορούμενο» παραμένει ανεξίτηλο και τον συνοδεύει ενδεχομένως για όλη του τη ζωή.

 

Κυρίες και κύριοι,

Ως σκεπτόμενους πολίτες νομίζω ότι όλους θα πρέπει να μας ανησυχεί εξαιρετικά σοβαρά το φαινόμενο ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι, όταν αισθάνονται ότι αδικούνται, δεν αναφέρονται πια ότι θα προσφύγουν στον εισαγγελέα και στην τακτική Δικαιοσύνη, αλλά απειλούν ότι θα προσφύγουν στα κανάλια, στην τηλεόραση, στο Α ή στο Β κανάλι. Είναι ένα θέμα που θα πρέπει να μας απασχολεί όλους, πολύ.

Παράλληλα οι παραθεσμοί θέλουν να διατηρηθούν, να υπάρχουν, και μετέρχονται όπλα. Δύο είναι αυτά τα βασικά όπλα τα οποία αναφέρω εν συντομία. Η δυσφήμιση των επίσημων θεσμών, με απαράδεκτες γενικεύσεις και λαϊκίστικους αφορισμούς. Αυτό είναι το πρώτο. Φράσεις όπως «οι πολιτικοί είναι ανίκανοι και διεφθαρμένοι» ή «οι δικαστές λαδώνονται», που τις ακούει καθημερινά σχεδόν ο μέσος πολίτης, υπονοούν ότι όλοι οι πολιτικοί λαδώνονται, όλοι οι πολιτικοί είναι ανίκανοι και διεφθαρμένοι, όλοι οι δικαστές λαδώνονται, με τη γενίκευση αυτή. Όμως αυτός είναι ένας υφέρπων  φασισμός, που ανάγει την ευθύνη σε συλλογική ευθύνη. Δεν είναι ανίκανοι οι πολιτικοί, δεν λαδώνονται οι δικαστές. Είναι ανίκανος ο Α ή ο Β ή ο Γ πολιτικός, ο Α, ο Β ή ο Γ δικαστικός λειτουργός.

Και το δεύτερο όπλο που χρησιμοποιούν για την επιβίωσή τους οι παραθεσμοί και τα τεράστια οικονομικής, και όχι μόνο, φύσεως συμφέροντα, τα οποία κρύβονται πίσω από αυτούς, είναι η προσπάθεια επιβολής στις θέσεις των επικεφαλής των θεσμών προσώπων μειωμένων ικανοτήτων, χειραγωγούμενων και σε ορισμένες περιπτώσεις και διεφθαρμένων.

Η προσπάθεια λοιπόν για την αναβάθμιση των θεσμών είναι στην ουσία και μια μάχη, ένας πόλεμος θα λέγαμε, ενάντια στους παραθεσμούς. Όμως αυτή η μάχη δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, τυφλά να στραφεί και αποκλειστικά ενάντια στους παραθεσμούς και ευθέως. Το καλύτερο όπλο στη μάχη αυτή είναι η εξυγίανση και η ενδυνάμωση των ισχυόντων επίσημων θεσμών της Δημοκρατίας. Όπως προανέφερα, οι παραθεσμοί είναι σαν τα σαπρόφυτα. Εάν ενδυναμώσουμε τους επίσημους θεσμούς του κράτους, ούτως ώστε να καλυφθούν τα κενά, οι ελλείψεις, τα ελαττώματα που υπάρχουν, είναι βέβαιο ότι θα αποδυναμωθούν οι παραθεσμοί.

Ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού περιγράφει και αναλύει το πρόβλημα των θεσμών στη χώρα μας με τρόπο σαφή, ευθύ, ειλικρινή και ανεπιτήδευτο. Γι’ αυτό και σοκάρει αρχικά τον αναγνώστη. Όμως τελικά δεν τον απογοητεύει. Αντίθετα, το βιβλίο αυτό αφυπνίζει συνειδήσεις, διεγείρει το δημοκρατικό φρόνημα κάθε σκεπτόμενου και καλόπιστου αναγνώστη και παράλληλα δίνει, προτείνει συγκεκριμένες και εφικτές λύσεις. Λύσεις που βασίζονται σε μακρόπνοο σχεδιασμό, λύσεις με προοπτική και όραμα. Η εξυγίανση και η αναβάθμιση των θεσμών, διαφάνεια στη λειτουργία τους, αλλά και οι εκτεταμένες αλλαγές που απαιτούνται στο εσωτερικό τους, αποτελούν για τον συγγραφέα τους αναγκαίους και ισχυρούς πυλώνες για την ανάπτυξη και την  πρόοδο της κοινωνίας και της οικονομίας στη χώρα μας για την επόμενη κρίσιμη δεκαετία.

Η σημερινή κατάσταση των θεσμών στη χώρα μας είναι όντως δύσκολη. Πάρα πολύ δύσκολη, αλλά πάντως αναστρέψιμη. Υπάρχει ελπίδα, και την ελπίδα αυτή ο συγγραφέας την στηρίζει σε αυτό που αποκαλεί αλλού «νησίδες πολιτισμού», αλλού «νησίδες αρετής» και «θύλακες αντίστασης». Αναφέρεται, και σωστά, στις δυνάμεις των σκεπτόμενων πολιτών, που ενδιαφέρονται για την πατρίδα τους, που δεν επιδιώκουν σχέσεις ιδιοτέλειας και εξάρτησης, που αγωνιούν για το μέλλον του τόπου και είναι πρόθυμοι να προσφέρουν για «την προσαρμογή της χώρας στους ανέμους της εποχής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «και στις παγκόσμιες εξελίξεις».

Οι δυνάμεις αυτές είναι κατά τον συγγραφέα, και θα συμφωνήσουμε απολύτως μαζί του, πολλές και αξιόμαχες. Αρκεί να προετοιμαστεί κατάλληλα το έδαφος για την δραστηριοποίησή τους. Αρκεί οι δυνάμεις αυτές να ενωθούν και να σχηματίσουν «τη νέα πρωτοποριακή κοινωνική συμμαχία», όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας.

Υπάρχει λοιπόν ελπίδα και δικαιούμαστε να αισιοδοξούμε για το μέλλον. Άλλωστε, όπως εύστοχα σημειώνει στο τέλος του βιβλίου του ο συγγραφέας, «το όνειρο είναι το τελευταίο προπύργιο της ελευθερίας». Και εμείς όλοι, κυρίες και κύριοι, μπορούμε και πρέπει να κρατήσουμε το όνειρο αυτό ζωντανό. Ιδιαίτερα όταν εμπνεόμαστε από απόψεις και ιδέες, όπως αυτές που περιγράφονται στο βιβλίου του Αλέκου του Παπαδόπουλου.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΑΡΔΕΛΗΣ:

Κύριε Πεπελάση, ή αγαπητέ Διαμαντή.

Γνωρίζω ότι στα πρώτα σου ακαδημαϊκά βήματα μελετούσες πολύ τη σχέση ανάμεσα στους θεσμούς και την οικονομική ανάπτυξη. Το θέμα σου ταιριάζει.

 

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΠΕΠΕΛΑΣΗΣ:

Κυριές και κύριοι,

Το βιβλίο του Αλέκου Παπαδόπουλου είναι ένα πολύ καλό και πολύ χρήσιμο βιβλίο ιδιαίτερα για τις ημέρες αυτές, για τον καιρό που διανύουμε.

Όταν το πρωτοδιάβασα, πριν από εβδομάδες, από τότε γνώριζα ότι τούτο δεν είναι ένα συνηθισμένο πολιτικό πόνημα από έναν συνηθισμένο πολιτικό. Είναι μια, σε τελική ανάλυση, πρόσκληση και μία πρόκληση για ειλικρινή προβληματισμό για τα μεγάλα ανοιχτά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας.

Είναι μια προειδοποίηση τι πράγματι περιμένει τη χώρα μας αν δεν αποβληθεί ο φανατισμός, ο διάσπαρτος λαϊκισμός κι αν δεν αποκαθαριστεί ο δημόσιος διάλογος από την ιδιοτελή μετριότητα, και από τα δήθεν μεγάλα φιλοσοφικά ή θεωρητικά διλήμματα για την οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας, τα οποία μας κυνηγάν από την πρώτη στιγμή της μεταπολίτευσης. Δηλαδή αν δεν προβληματιστούμε για όλα εκείνα που για χρόνια τώρα συσκοτίζουν την ουσία των πραγμάτων και της πολιτικής.

Η γραφή είναι καθαρή, είναι έγκυρη. Ο λόγος του Αλέκου Παπαδόπουλου είναι έγκυρος πολιτικός λόγος, δίπλα μάλιστα στον ποταμό της αυτάρεσκης  φλυαρίας, του άλογου και αναιδούς, που συνήθως καλύπτει την αβυσσαλέα κομματική, συντεχνιακή ή άλλη ιδιοτέλεια.

Του Αλέκου το μήνυμα είναι πολύ απλό και πολύ επίκαιρο. Να προβληματιστούμε επιτέλους. Καλεί και τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου και τους σκεπτόμενους πολίτες. Και πραγματικά δεν κάνει εντύπωση ότι ενώ η κοινωνία μας, η δικιά μας κοινωνία, τουλάχιστον τις τελευταίες μέρες ή τους τελευταίους μήνες καταδέχτηκε να αντιληφθεί ότι κάτι γίνεται στην παγκόσμια οικονομία και ότι αυτό μας πλησιάζει, θέλουμε δεν θέλουμε, δεν μας κάνει εντύπωση ότι ούτε τα κόμματα, τουλάχιστον τα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία φέρουν μεγαλύτερη ευθύνη από τα άλλα. Ούτε άλλοι κοινωνικοί οργανισμοί, ούτε άλλες κοινωνικές ομάδες, κάθισαν κάτω σε ένα τραπέζι να δουν τι είναι αυτό το πράγμα που λένε «παγκόσμια κρίση» και που πρόκειται να γίνει το ένα ή το άλλο. Δεν έγινε ποτέ καμία τέτοια προσπάθεια. Το μόνο που ακούσαμε, το μόνο που είδαμε ήταν ύβρεις και κουβέντες από τις οποίες πραγματικά ο μέσος πολίτης δεν έβγαλε νόημα για τι πράγμα μιλάμε ή πρόκειται.

Είναι τόσο έκδηλη η αγωνία του Αλέκου για το που θα πάει η χώρα, για το τι μας περιμένει, που αυτός ο συνήθης κοφτός λόγος του Αλέκου σε ορισμένα σημεία του βιβλίου του δονείται έτσι και τόσο ώστε να περιβάλλεται την δεξιοτεχνία και την αύρα της λογοτεχνικής γραφής. Αυτός ο στοχαζόμενος πολιτικός απορεί ανήσυχος από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία του βιβλίου όταν περιγράφει την ανεπάρκεια των θεσμών, την ανεπάρκεια του καθολικού συστήματος και την ανεπάρκεια με την οποία από χρόνια αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα του τόπου.

Από τα «βήματα του Έστερναχ» αναδύεται ανάγλυφα η 20χρονη εμπειρία του Αλέκου γύρω από τα προβλήματα και τις βαθύτερες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, η εμπειρία του για το δημοσιονομικό, το οποίο θέμα ταλανίζει τον Αλέκο 15 τώρα χρόνια, και κάθε τόσο προειδοποιεί, το θεσμικό πλαίσιο, τη γενικότερη καθυστέρηση όπως όλα αυτά διαιωνίζονται από το αδύναμο πολιτικό σύστημα.

Σ’ αυτή την αίθουσα αναγνωρίζω και βλέπω εξαιρέσεις, αλλά δεν γνωρίζω πολλούς από την πολιτική ελίτ τα τελευταία 15 χρόνια, που τόλμησαν ή θέλησαν να μιλήσουν για το οικονομικό μας πρόβλημα με όρους δεκαετίας, όπως κάνει στο βιβλίο του και στις ομιλίες του, ή που μπόρεσαν, που θέλησαν ή που δέχτηκαν να δουν μακρύτερα από το δικό τους «τώρα», ή με όρους πέραν από την τρέχουσα κυβέρνηση, την οποιαδήποτε κυβέρνηση, δηλαδή από το δικό τους κόμμα. Ή ακόμη, αν θέλετε, σε σχέση με την ουσιαστική ποιότητα της οικονομικής ανάπτυξης, αν και όλοι τους, όλα αυτά τα 15-20 χρόνια, και όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων περιόδων μιλούσαν και μιλούν, επέμεναν και επιμένουν σε ένα άλλο μοντέλο, λέει, οικονομικής ανάπτυξης χωρίς να προσδιορίσουν ποτέ τι επακριβώς αυτό σημαίνει και τι μπορεί αυτό να είναι. Ήταν απλώς ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης με λίγες κουβέντες παραπέρα. Αυτοδύναμη ανάπτυξη, ισόρροπη ανάπτυξη, πράσινη ανάπτυξη, χωρίς ποτέ να βλέπουμε άλλο μοντέλο, παρά μόνο να βλέπουμε συνεχώς τον παραγωγικό ιστό της χώρας να αποξηραίνεται και την οικονομία του να παραμένει δυσκίνητη, χωρίς την ελαστικότητα που απαιτούν οι καιροί.

Ο Αλέκος στο βιβλίο του αναφέρεται σε πολλά σημεία στην εθνική αξιοπρέπεια, και το ανήθικο και το αλόγιστο να ζει μια κοινωνία με ξένα δανεικά.

Θα μου πείτε τώρα «μα καλά αυτά όλοι τα λένε τα τελευταία 15-20 χρόνια». Ναι, άλλο τι λέμε και άλλο ο Αλέκος να ενσκύπτει και να αποδεικνύει αυτό που λέει.

Στο κεφάλαιο για το ελληνικό πρόβλημα γράφει ανήσυχος για τις επιπτώσεις από τη σοβαρή υποχώρηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της χώρας και παρατηρεί θαρραλέα - εγώ δεν το έχω ακούσει, παρά μόνο στις κουβέντες που κάνουμε μεταξύ μας, δεν το έχω ακούσει δημόσια να λέγεται - ο Αλέκος λοιπόν θαρραλέα γράφει στο βιβλίο του «είναι αναγκαίο να ακυρωθούν οι αγκυλωμένες αντιλήψεις που διαιωνίζουν τη συντεχνιακή συγκρότηση της χώρας και οι πολιτικές να οργανώνονται από τις πραγματικές πολιτικές δυνάμεις και όχι να επιβάλλονται από συντεχνιακές ολιγαρχίες».

Δέστε τον ρόλο που παίζουν αυτές ακριβώς οι συντεχνιακές ολιγαρχίες διάφορων ειδών, τον τελευταίο καιρό, τις τελευταίες εβδομάδες, τους τελευταίους μήνες, σε σχέση με τα διάφορα προβλήματα και τις διάφορες ανησυχίες που αναδύονται στην κοινωνία μας. Δέστε τι λύση δίνεται τελικά στις πιέσεις αυτών των συντεχνιών.

Τον τελευταίο καιρό, μέσα από τη γενικευμένη ανομία, την κραυγή, τη σύγχυση, την έλλειψη οποιουδήποτε σχεδίου για τη χώρα, κανένα σχέδιο από πουθενά, τίποτα πειστικό στο μυαλό οποιουδήποτε οπουδήποτε, δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, παρά μόνο ένα: της πλειοδοσίας κάτω από την πίεση των οργανωμένων συντεχνιών. Και η πολιτική γίνεται σιγά σιγά ένα κοπάδι από παροχές, υποσχέσεις, υποχωρήσεις, τις βλέπουμε αυτές τις μέρες, έτσι ασύντακτα, αμελέτητα, ασυνδύαστα το ένα με το άλλο. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση αλληλοϋβρίζονται για το ποιος υπόσχεται και ποιος δίνει λιγότερα και ποιος δίνει περισσότερα.

Στο σημερινό βιβλίο του Αλέκου επαναδιατυπώνονται οι πάγιες θέσεις του. Αυτά που γράφει πολύ λίγο, αυτοί που τον ακούγαμε τα τελευταία χρόνια τα είχαμε οσφρανθεί. Αλλά εδώ τα επαναδιατυπώνει με τρόπο πολύ πιο αυστηρό και έγκριτο και μιλάει για τον πολιτικό μας βίο και το μέλλον της χώρας σε μια πλέον συνολική θεώρηση των πραγμάτων όπως αυτά συμβαίνουν ή προβάλλονται προς το μέλλον και σε έναν άλλο Κόσμο που έτσι κι αλλιώς, και όμως και να τον χαρακτηρίσουμε, είναι εδώ και έρχεται.

Ο Εστερνάχ όμως εμφανίζεται σε μια δύσκολη στιγμή του συλλογικού μας βίου και της χώρας. Μέσα στη θλίψη, την απόγνωση, την οργισμένη απορία. Η χώρα μας σε παρακμή με τους «άρχοντες της παρακμής», για να δανειστώ από τον Κώστα Αγγελόπουλο, τον δημοσιογράφο της Καθημερινής, τον όρο, τους άρχοντες να χορεύουν «χωρίς περίσκεψιν και χωρίς αιδώ» επάνω σ’ ένα αχαρτογράφητο ναρκοπέδιο τον δικό τους αναπαλαιωμένο εθνικό καρσιλαμά με όργανα τον απροσμέτρητο λαϊκισμό, την καθημερινή κενή και οξεία κομματική αντιπαράθεση, χωρίς ίχνος συναντίληψης, χωρίς συγκάλυψη της ηδυπαθούς λαχτάρας για την εξουσία.

Αυτή η δύσκολη στιγμή για τη χώρα καταντά περισσότερο οδυνηρή τώρα καθώς αρχίζουμε επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε τις τελευταίες μέρες, τις τελευταίες εβδομάδες, ότι η παγκόσμια κρίση είναι εδώ, αρχίζει να μας αγγίζει. Όλοι διαισθανόμεθα ότι η εκδοχή του Έλληνα Εστερνάχ είναι εδώ, όπως είπε ο Δημήτρης ο Τσάτσος. Όχι 3 μπρος και 2 πίσω, αλλά 3 πίσω και Κύριος οίδε πόσα και πότε εμπρός.

Στην αρχή, το περασμένο καλοκαίρι, ξορκίζαμε την κρίση με την παλαιόθεν γνωστή μας τέχνη. Την μυθοπλασία. Κοιτούσαμε το φλυτζάνι του καφέ και βεβαιώναμε ότι η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη. Είναι ισχυρή, είναι ανθεκτική. Ευτυχώς, έλεγαν, οι μεταρρυθμίσεις μας «προχώρησαν», η «δημοσιονομική εξισορρόπηση» έφερε τα πράγματα σε κάποια καλή κατάσταση, το τραπεζικό μας σύστημα είναι «ισχυρό» χωρίς τοξικά, το πρόγραμμά μας προχωράει, και ό,τι άλλο θέλετε!!! Τα ακούγατε κι εσείς κι εγώ. Ελάτε τώρα να μου πείτε, λίγους μήνες αργότερα, πόσο ισχυρό ήταν ή είναι το τραπεζικό μας σύστημα, με εξαίρεση μια δυο τράπεζες ενδεχομένως, πόσο ισχυρή η οικονομία, τι έγινε η δημοσιονομική μας ισορροπία, πόσο δύσμορφη παραμένει η παραγωγική μας δομή. Πέστε ό,τι άλλο θέλετε, θα έχετε ενδεχομένως δίκιο.

Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση δυσκολευόταν τότε να πιστέψει ότι η παγκόσμια κρίση ευθύνεται για τα όσα συμβαίνουν εδώ… Για όλα φταίει το εδώ.

Οι διαπιστώσεις του Αλέκου στο βιβλίο του φοβούμαι ότι τώρα γίνονται ακόμη πιο επίκαιρες και οδυνηρές καθώς, ενώ η κρίση μας αγγίζει, ούτε κυβέρνηση ούτε αντιπολίτευση τολμούν ή επιθυμούν να πουν όλη την αλήθεια. Δεν αποκλείεται βέβαια και να μην την γνωρίζουν. Φοβούμαι ότι και αυτό μπορεί να είναι σωστό, δηλαδή να μην καταλαβαίνουν.

Η κυβέρνηση, με μια πολιτική διαρκώς κυλιόμενη, αδόμητη, ούτε την οικονομία στηρίζει ούτε την κρίση αγγίζει, απλώς τρέχει να καλύπτει τρύπες και φωνές. Χωρίς σχέδιο. Κανένα σχέδιο. Αυτά όλα που μας προσφέρουν δεν συνιστούν σχέδιο. Η αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθεί να πείσει για μια κακή κυβέρνηση τώρα, χωρίς σοβαρά και υπεύθυνα να μπορεί να ομιλήσει για το τι είναι πια μια καλή κυβέρνηση.  Ως τώρα ούτε αυτή έχει σχέδιο, ούτε όραμα, ούτε τρόπο φαίνεται να έχει.

Κανείς δεν γνωρίζει ούτε τη διαδρομή ούτε τη διάρκεια, ούτε την ακριβή φύση αυτής της κρίσης. Κι εσείς κι εγώ και όλοι μας έχουμε διαβάσει και ακούμε ότι η κρίση θα κρατήσει 6 μήνες, 12 μήνες, 18 μήνες, στα άλλα τέρμινα… Τίποτα απ’ αυτά! Αυτοί που γνωρίζουν πραγματικά για τούτη την κρίση υποστηρίζουν αυτό που είπε ο εν μέρει υπεύθυνος για την κρίση, ο Γκρίνσπαν, ο Διοικητής της Αμερικάνικης Κεντρικής Τράπεζας, όταν το καλοκαίρι άρχισαν τα πρώτα δείγματα να είναι σαφή. Που είπε, ο εν μέρει υπεύθυνος, «μα αυτή η κρίση θα είναι πρωτόγνωρη. Τέτοιο πράγμα μια φορά στα 50 ή και στα 100 χρόνια γίνεται. Πολλοί από εμάς, εμού συμπεριλαμβανομένου, είπαμε «τι λέει τώρα αυτός, τι 100 χρόνια; Τι αγραμματοσύνη τον διακρίνει;» Δεν μιλάμε γι’ αυτά τα 100 χρόνια. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η κρίση αυτή θα είναι πιο βίαιη από ό,τι στην αρχή πιστέψαμε και για την ασύντακτη οικονομία μας ακόμα πιο δραματική.

Και κάτι προσωπικό τώρα και τελειώνω. Αλέκο, με ανακούφιση, αληθινή ανακούφιση, μας συντάραξε, μας συγκλόνισε, ακούσαμε τον αρχηγό σου την περασμένη εβδομάδα ή πριν 10 μέρες να λέει για σας και το κόμμα του την αξιωματική αντιπολίτευση, ότι είναι οι άριστοι του και όχι οι αρεστοί που λογαριάζονται. Φυσικά όχι μόνο με ικανοποίηση αλλά και μια ανακούφιση. Για να διαπιστώσουμε μέσα σε 24 ώρες, Αλέκο, ότι ο πατέρας σου ο υπέροχος δάσκαλος της Ηπείρου, ο σπουδαίος πολίτης της χώρας εκείνης σε καιρούς χαλεπούς, αλλά καιρούς του ονείρου και της θυσίας ήξερε τι σου έλεγε Αλέκο προτού εμπλακείς στην πολιτική: «Άκου να σου πω, η πολιτική θέλει αρχοντιλίκι και συ θα πιάνεσαι από τα αγκωνάρια και όχι από τα κλωνάρια».

Αλέκο, η αδυσώπητη κοινή γνώμη γνωρίζει ποιοι είναι οι άριστοι και που βρίσκονται οι αρεστοί!

Σας ευχαριστώ.

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΑΡΔΕΛΗΣ:

Ευχαριστούμε και τον κ. Πεπελάση για την υπέροχη αυτή ομιλία.

Και τώρα καλώ τον ίδιο τον συγγραφέα, τον Αλέκο τον Παπαδόπουλο, να ανεβεί στο βήμα, ο οποίος θα κλείσει την εκδήλωση με μια δικιά του ομιλία, την οποία σας προειδοποιώ, επειδή τη διάβασα, θα συζητηθεί πάρα πολύ και θα προκαλέσει πάρα πολλές έντονες συζητήσεις.

 

ΑΛΕΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ:

Κύριε Πρόεδρε της Βουλής, κύριε Πρώην Πρωθυπουργέ, κύριοι υπουργοί, αγαπητοί συνάδελφοι, Κυρίες και κύριοι,

Σας ευχαριστώ από καρδιάς για την παρουσία σας και εσάς που είστε εδώ και τους πολλούς που είναι έξω. Με τιμά και με συγκινεί. Θερμά ευχαριστώ και αυτούς που πραγματοποίησαν και επιμελήθηκαν με τόση φροντίδα αυτή την έκδοση. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω και στους εξέχοντες πνευματικούς ανθρώπους που τόσο εύστοχα παρουσίασαν εδώ αυτό το βιβλίο.

Η παρουσία σας όμως σήμερα αποδεικνύει και το ενδιαφέρον σας για τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο τούτο. Και αυτό ακριβώς με κάνει να αισθάνομαι ότι όλοι μας έχουμε τις ίδιες έγνοιες και τις ίδιες αγωνίες για το μέλλον του τόπου. Άλλωστε, κι η δική μου προσπάθεια σ’ αυτό το βιβλίο ήταν να επιχειρήσω μια ανάλυση της σημερινής κατάστασης της χώρας και να διατυπώσω μια πρόταση για «το δέον γενέσθαι» κατά την επόμενη δεκαετία.

Νομίζω ότι μετά τις καίριες παρατηρήσεις και τους σχολιασμούς των διακεκριμένων ομιλητών που προηγήθηκαν, δεν απομένει για μένα να προσθέσω τίποτε.

Αισθάνομαι όμως την ανάγκη, με αυτή την ευκαιρία, να κάνω μερικές εξομολογήσεις:

 

Εξομολόγηση πρώτη

Εδώ και δεκαπέντε χρόνια από τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου με όρισε Υπουργό Οικονομικών – σε πολλή δύσκολη στιγμή για τη χώρα – προσπαθώ να καταλάβω τι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων.

Σας λέω ειλικρινά ότι εξέτασα το πρόβλημα από όλες τις πλευρές.

  • Το έπιασα από τα έσοδα. Από τους φόρους, από τη φοροδιαφυγή, από τη μαύρη οικονομία, από τη διαφθορά, από τους εφοριακούς και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
  • Το έπιασα από τις δαπάνες. Από τη σπατάλη, από τα ρουσφέτια, από την εν γένει λεηλασία των δημοσίων πόρων, από τις προσλήψεις, από τη λειτουργία των δημοσίων οργανισμών και από που δεν το έπιασα.
  • Το έπιασα από τη πλευρά της οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθυνσης. Από την αύξηση του ΑΕΠ από τη μείωση του πληθωρισμού και της ανεργίας, από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας.
  • Το έπιασα από την ανάγκη να εισέλθουμε στην Ευρωζώνη. Από τα προγράμματα σύγκλισης και σταθερότητας, από τα κριτήρια της ΟΝΕ, από το σύμφωνο σταθερότητας αλλά και από τις εμπειρίες άλλων χωρών.
  • Το έπιασα από την πλευρά της ηθικής διάστασης. Από την ενοχή απέναντι στις επερχόμενες γενιές, από το ύψος των τόκων που θα πνίξουν τα παιδιά μας τα επόμενα χρόνια, από την απαράδεκτη κατάσταση του να ζει ένα ολόκληρό έθνος με δανεικά.
  • Το ανέλυσα και από την πλευρά της εθνικής αξιοπρέπειας.

 

Όλα αυτά τα πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις και μάλιστα πολλές φορές συγκρούστηκα για αυτά ακόμα και με αγαπημένους μου φίλους.

Μέσα από όλη αυτή τη διαπάλη που έγινε στο μυαλό μου, αυτό που κατέληξα, δεν ήταν απλά το συμπέρασμα σύνθετων συλλογισμών, ούτε μόνο το απόσταγμα πλούσιων εμπειριών ήταν, ας μου επιτρέψετε να το χαρακτηρίσω έτσι, μία φοβερή αποκάλυψη.

Το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος. Το δημοσιονομικό μας πρόβλημα είναι το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα!!

Αυτό το σύστημα είναι που δημιουργεί τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Αυτό το σύστημα είναι που δημιουργεί δαπάνες για να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του.

Αυτό είναι που με λεονταρισμούς καταγγέλλει τη φοροδιαφυγή και ταυτόχρονα απολογείται όταν θα πρέπει να τη συλλάβει ή να ζητήσει και κανένα φόρο για τη λειτουργία του κράτους. Αυτό το σύστημα είναι που σε κάθε του βήμα ασχολείται μόνο με το περιβόητο πολιτικό κόστος και τις δημοσκοπήσεις, που είναι έρμαιο του λαϊκισμού και του κυνηγητού των εντυπώσεων, που όχι μόνο δημιουργεί τα ελλείμματα και το χρέος αλλά θεωρεί την αντιμετώπισή τους σαν απειλή της ύπαρξής του.

Αυτή η πατερναλιστική ή, καλύτερα, ψευδό-πατερναλιστική αντίληψη του πολιτικού συστήματος είναι το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας.

 

Εξομολόγηση δεύτερη

Ως Υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης ασχολήθηκα με τη λειτουργία του κράτους και προσπαθούσα να αντιληφθώ την παθογένεια της Κρατικής  Διοίκησης, της Αυτοδιοίκησης και των Δημόσιων Οργανισμών. Και εδώ προσπάθησα να αντιμετωπίσω τα προβλήματα από πολλές πλευρές.

  • Το είδα από την πλευρά της βελτίωσης της ποιότητας των δημοσίων υπαλλήλων, όπως από την πλευρά της κατάρτισης, των νέων τεχνολογιών, του νέου δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, του κώδικα διοικητικής διαδικασίας κλπ
  • Το είδα από την πλευρά της δημιουργίας νέων και σύγχρονων αποκεντρωμένων διοικητικών σχημάτων όπως η εσωτερική αναμόρφωση των 13 περιφερειών, ο «Καποδίστριας», οι νέοι οργανισμοί των Υπουργείων.
  • Το είδα από την πλευρά της δημιουργίας σύγχρονων ελεγκτικών μηχανισμών για τον περιορισμό της διαφθοράς και τη ποιοτική βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών όπως ο συνήγορος του πολίτη, οι επιθεωρητές του κράτους, οι επιθεωρητές δημόσιας υγείας, οι δημοσιονομικοί ελεγκτές, το ΣΔΟΕ, τα ελεγκτικά κέντρα κλπ

 

Το είδα και από άλλες πλευρές. Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι το εξής:

Το πολιτικό σύστημα είναι αυτό που από την εθνική ανεξαρτησία μέχρι σήμερα, θεωρεί τη δημόσια διοίκηση ως δεξαμενή ψηφοθηρικής πελατείας για την αναπαραγωγή του. Είναι αυτό που καταρρακώνει γενιές ολάκερες ελληνοπαίδων συναλλασσόμενο μαζί τους για μια θέση στο Δημόσιο και στη συνέχεια για όλες τις δια βίου προαγωγές τους.

Είναι αυτό το οποίο εξοβέλισε κάθε έννοια αξιοκρατίας και αξιολόγησης του παραγόμενου έργου στη Δημόσια Διοίκηση την οποία έχει υποκαταστήσει με την κομματική αξιολόγηση και υποταγή.

Είναι αυτό το πολιτικό σύστημα που δεν θέλει να αντιληφθεί ότι το σύνταγμα καθιέρωσε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων προκειμένου να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία τους από το πολιτικό σύστημα και όχι την υποταγή τους σε αυτό.

Η μονιμότητα θεσπίστηκε υπέρ της Δημόσιας Διοίκησης και του Δημοσίου συμφέροντος και όχι υπέρ του υπαλλήλου για να μένει ανεξέλεγκτος και ατιμώρητος.

Είναι τέλος αυτό που έχει υιοθετήσει παρωχημένες ιδέες, αναγόρευσε τον εκσυγχρονισμό της χώρας βασικό του ιδεολογικό εχθρό και έγινε έρμαιο των δυνάμεων της καθήλωσης και του αναχρονισμού.

 

Εξομολόγηση Τρίτη

Ως Υπουργός Υγείας και Πρόνοιας προσπάθησα να καταλάβω πώς τελοσπάντων λειτουργεί το ανοργάνωτο και πολυ-διαχυμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας της χώρας καθώς και ποιες είναι οι αιτίες της συνεχούς καταβύθισης και απαξίωσης του Δημόσιου συστήματος υγείας. Και εδώ προσπάθησα να αντιμετωπίσω τα προβλήματα από πολλές μεριές.

  • Το αντιμετώπισα από την πλευρά των δαπανών, όπως είναι η αδιαφάνεια της διαχείρισης τους και η αναποτελεσματικότητά τους.
  • Το αντιμετώπισα από την πλευρά των ιατρικών εξοπλισμών και των προμηθειών, διαπιστώνοντας την έλλειψη οργάνωσης και κανόνων στις δημόσιες συμβάσεις.
  • Το αντιμετώπισα από την πλευρά της διοίκησης, διαπιστώνοντας έλλειψη σύγχρονου management και την ύπαρξη διοικητικών δομών της δεκαετίας του ‘50.
  • Το αντιμετώπισα από την πλευρά των ανθρώπινων πόρων, της αξιολόγησης του προσωπικού καθώς και από την πλευρά της πιστοποίησης των παρεχομένων υπηρεσιών
  • Τέλος το αντιμετώπισα και από την πλευρά της διόγκωσης των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας σε βάρος του Δημόσιου συστήματος υγείας.

 

Ίσως φανώ κουραστικός αλλά και εδώ η εξομολόγησή μου δεν διαφέρει από τις προηγούμενες εξομολογήσεις.

Το αδύναμο κοινωνικό κράτος δεν οφείλεται στην έλλειψη πόρων ούτε σε κάποιους κακούς υπαλλήλους ούτε σε κάποιους ιδιοτελείς γιατρούς του ΕΣΥ.

Οφείλεται στην έλλειψη σταθερής πολιτικής βούλησης να εξυγιάνει το σύστημα και να το προσαρμόσει στα σύγχρονα δεδομένα.

Το ίδιο το πολιτικό σύστημα, σε κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού των διοικητικών δομών αισθάνεται ότι απειλείται η αναπαραγωγή των πελατειακών του σχέσεων, τόσο στη διοίκηση του συστήματος μέσω των κομματικών εντεταλμένων, όσο και στην διασφάλιση της πολιτικής διαμεσολάβησης για την παροχή υπηρεσιών υγείας

 

Κυρίες και κύριοι,

Μετά απ’ όλα αυτά θα με ρωτήσει κάποιος «Καλά κυρ Αλέκο, και εσύ τι έκανες για όλα αυτά;»

Θα απαντήσω λοιπόν:

Όλο αυτό το κατηγορητήριο κατά του πολιτικού μας συστήματος απαιτεί τρεις  σοβαρές διευκρινίσεις:

  • Πρώτον, είμαι και εγώ μέρος αυτού του συστήματος, συμμέτοχος διαμορφωτής και άρα συνυπεύθυνος.
  • Δεύτερον, δεν επιδιώκω την πλήρη απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος ούτε ακυρώνω τα επιτεύγματά του από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Απαξίωση, άλλωστε, του πολιτικού μας συστήματος δεν είναι η κριτική του, όσο σκληρή κι αν είναι. Είναι η ανοχή και η σύμπραξη στα ανομήματά του.
  • Και τρίτον, μίλησα σκληρά γιατί νοιώθω ότι στην ουσία μίλησα για τον αμφιλεγόμενο πολιτισμό μας, δηλαδή, για τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι πολίτες και οι εκπρόσωποί τους.

 

Επισημαίνω, λοιπόν, με έμφαση και με πάθος τις αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος γιατί στην όποια ιεράρχηση των πολλών προβλημάτων των χώρας θεωρώ πρώτη προτεραιότητα  και αναγκαίο πρόκριμα την αναμόρφωση αυτού του συστήματος.

Θα μπορούσε κανείς να προτείνει μία διαφορετική ιεράρχηση. Για παράδειγμα θα μπορούσε να θέσει ως προτεραιότητα την οικονομία ή τις κοινωνικές ανισότητες ή ακόμα και την διεθνή θέση της χώρας. Θα διαφωνούσα κατηγορηματικά. Και τούτο όχι διότι αμφισβητώ την οξύτητα αυτών, και πολλών άλλων ακόμη, προβλημάτων και αδιεξόδων, αλλά επειδή προέχει ένα μείζον πρόβλημα, στο οποίο εντάσσονται και το οποίο εν πολλοίς δημιουργεί όλα τα υπόλοιπα.

Όλα τα προβλήματά μας απαιτούν σε πρώτη αλλά και σε τελευταία ανάλυση πολιτική αντιμετώπιση. Αλλιώς αφήνονται στην τύχη τους.

Δεν θα επαναλάβω όλες τις προτάσεις που καταθέτω στο βιβλίο. Θα διαλέξω και θ’ αναφέρω μόνο δύο που τις θεωρώ κρίσιμες και καθοριστικά στοιχεία αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος.

  • Πρώτον, είναι απαράδεκτο να έχουμε ένα εκλογικό σύστημα πολλών ταχυτήτων (από μονοεδρικές μέχρι τεσσαρακονταεδρικές) με το οποίο να αναδεικνύονται βουλευτές πολλών ταχυτήτων και ανάλογων οικονομικών και επικοινωνιακών δυνατοτήτων και το χειρότερο από ψηφοφόρους πολλών ταχυτήτων (οι μεγάλες περιφέρειες κατά κανόνα εκλέγουν τους Υπουργούς).
  • Χρειάζεται ένα σύστημα απόλυτης ομοιομορφίας κατά την εκλογή των βουλευτών με την καθιέρωση μονοεδρικών περιφερειών.
  • Δεύτερον οι εκλογές να γίνονται σε συγκεκριμένη ημερομηνία κάθε τέσσερα χρόνια και αν για οποιοδήποτε λόγο προκύψει η ανάγκη εκλογών κατά τη διάρκεια της τετραετίας ,αυτές να γίνονται μόνο για το υπόλοιπο της τετραετίας. Με αυτό τον τρόπο σταματάει η συνεχής εκλογολογία, η πολιτική ζωή δεν θα είναι έρμαιο των δημοσκοπήσεων. Οι πολιτικές ηγεσίες θα υποχρεώνονται να αποκτήσουν στρατηγική για τη χώρα και όχι για την εκλογική τους αναπαραγωγή.
  • Διασφαλίζεται η πολιτική σταθερότητα και δεν αναστατώνεται η οικονομική ζωή από τους τυχοδιωκτισμούς του κάθε φορά κυβερνώντος κόμματος. Αυτή η διάταξη συμπεριελήφθηκε στο Σουηδικό σύνταγμα και απεδείχθη σοφή, αφού από τότε μόνο μία φορά έχουν προκηρυχθεί πρόωρες εκλογές, το 1958.

 

Κυρίες και κύριοι,

Τελειώνοντας, με την ευκαιρία αυτής της παρουσίασης του βιβλίου θα ήθελα πολύ σύντομα και τηλεγραφικά να πω δυο λόγια για την τρέχουσα οικονομική κρίση, για τις επιπτώσεις της στη χώρα μας και για την αντιμετώπισή της.

Πρώτον, η διεθνής κρίση δεν έχει ακόμα πλήρως εξελιχθεί. Τα διεθνώς πρωτοφανή μέτρα αντιμετώπισής της με κυβερνητικές παρεμβάσεις μέχρι στιγμής χάνονται στον «Πίθο των Δαναΐδων».

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αξιόπιστα ποια θα είναι και πότε θα έρθει η έξοδος από αυτή τη κρίση. Το μόνο που προβλέπεται με βεβαιότητα είναι η συνεχιζόμενη επιδείνωση της κατάστασης και μία όλο και αυξανόμενη αμηχανία αντιμετώπισής της.

Δεύτερον, η χώρα μας βρίσκεται στη διάθεση των γεγονότων. Η κρίση έχει ήδη εισβάλλει παρόλο που εισέρχεται με σχετική χρονική υστέρηση λόγω των αναχρονιστικών δομών της οικονομίας μας και όχι βέβαια λόγω της θωράκισής της, όπως λέει η κυβέρνηση. Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε σοβαρά γιατί η κρίση μας βρίσκει με τις περισσότερες αδυναμίες από όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Με το μεγαλύτερο έλλειμμα, το μεγαλύτερο χρέος, την χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα, την ασθενέστερη παραγωγική βάση και τη μεγαλύτερη αναλογικά εξάρτηση από τις, νοσούσες πλέον, διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Τρίτον, αυτή τη στιγμή η χώρα δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις. Το πολιτικό σύστημα έχει επιλέξει να αγνοεί το βάθος της κρίσης. Είτε γιατί δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει είτε γιατί την χρησιμοποιεί στον πολιτικό ανταγωνισμό. Δεν τολμά να εξηγήσει ότι με την εξέλιξη της κρίσης το πρόβλημα δεν θα είναι πόσα παραπάνω θα πάρει ο καθένας, αλλά πόσα λιγότερα θα χάσει από αυτά – λίγα ή πολλά  – που είχε. Και κυρίως πως δεν θα επιδεινωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενέστερων τάξεων.

Κάπως πρέπει να εξηγήσουμε επίσης ότι σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες, σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης, κατισχύει το αξίωμα ότι το πρώτο καθήκον είναι να συγκρατήσεις την καταρρέουσα οικονομία σου.

{Μετά, αν είσαι στην Ελλάδα, αν θέλεις μπορείς να την ρημάξεις με την πλειοδοσία του προεκλογικού ανταγωνισμού!!}

Αν αυτά δεν κατανοηθούν καλά, τότε πολύ φοβάμαι ότι αργά ή γρήγορα – και μάλλον γρήγορα - θα οδηγηθούμε σε δύο δυσμενέστατες εξελίξεις, όπου η μία είναι κυριολεκτικά χειρότερη από την άλλη

Η πρώτη είναι να βρεθούμε στην προκρούστεια κλίνη των διεθνών οργανισμών για διεθνή οικονομικό έλεγχο και όχι απλή επιτήρηση. Αποφεύγοντας οι ίδιοι να κάνουμε επιλογές, θα μας επιβάλλουν οι τρίτοι δυστυχώς το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουμε.

Εγώ, στην προσπάθειά μου να αποφύγουμε τέτοιες επώδυνες καταστάσεις, είπα έγκαιρα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να προκαλέσουμε μόνοι μας κάποια μορφή διεθνούς συνδρομής και ελέγχου, σαν έσχατο μέσο για να τεθούμε προ των ευθυνών μας και να πάρουμε οι ίδιοι αποφάσεις για τη χώρα μας.

Τώρα όμως, πολύ φοβούμαι ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για μια τέτοια νηφάλια προσέγγιση.

Η δεύτερη είναι μία ακόμα χειρότερη εξέλιξη.

Να μας αφήσει η διεθνής κοινότητα στη τύχη μας.

Στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα όλες οι χώρες, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναβίωσης του γενικευμένου προστατευτισμού και της λογικής του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». 

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις ακόμα και στις χώρες της Ε.Ε. ή και της Ευρωζώνης, ακούμε φωνές για καθαρά εθνικές πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής το σύστημα συλλογικής συνεργασίας και κάποιας, έστω και περιορισμένης αλληλεγγύης αντέχει. Μέχρι πότε όμως και για πόσο; Εξαρτάται από το βάθος και τη διάρκεια της διεθνούς κρίσης. Εμείς δεν είμαστε μέρος της αντοχής του συστήματος, αλλά μέρος των προβλημάτων του.

Όσοι λοιπόν σήμερα, άπρακτοι, άβουλοι και κρυπτόμενοι απλώς εξορκίζουν αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις, τουλάχιστον ας μην προσπαθούν να συγκαλύψουν την ιδιοτελή απροθυμία τους να ληφθούν αποφάσεις για την συνολική αντιμετώπιση της κρίσης με «χωριάτικου τύπου» διακηρύξεις περί δήθεν εθνικής υπερηφάνειας, διεκδικώντας και πάλι ρόλους σε ψευδεπίγραφα σενάρια.

Ε! Πάει πολύ, οι φοβικές συμπεριφορές να αναγορεύονται και ως στάση πολιτικής αρετής, εθνικοφροσύνης και φιλολαϊκότητας.

Αυτές οι πρακτικές δεν συνιστούν ούτε σεβασμό προς την κοινή γνώμη ούτε μεγαλοθυμία προς τις αγωνίες της. Υποκρύπτουν την πιο απόλυτη υστεροβουλία δείχνοντας τη χειρότερη περιφρόνηση απέναντι στην κοινωνία και τις ανάγκες της.

Η άποψή μου συνεπώς είναι ότι απαιτούνται επειγόντως δύο πράγματα:

  • Πρώτον Η άμεση προσφυγή σε εκλογές. Η χώρα βρίσκεται σε δεινή θέση, όχι μόνο εξαιτίας αυτής καθαυτής της οικονομικής κρίσης, αλλά και από την πασιφανή κοινωνικοπολιτική αδυναμία της να πάρει αποφάσεις για να την αντιμετωπίσει.  Γι’ αυτό είναι ίσως η μοναδική φορά μετά την μεταπολίτευση, που είναι απολύτως δικαιολογημένη η πρόωρη προσφυγή σε εκλογές.
  • Δεύτερον και ακόμα πιο σημαντικό. Χρειάζονται σύντομα εκλογές επί τη βάσει αυτής της αλήθειας, δηλαδή για τη άμεση λήψη σημαντικών αποφάσεων. Δεν χρειάζονται σύντομα εκλογές για τις εκλογές, αλλά για να προκύψει μία κυβέρνηση που θα έχει το σθένος να πάρει αποφάσεις, ίσως αρκετά οδυνηρές, για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Αν οι εκλογές γίνουν χωρίς να τεθούν από τις πολιτικές δυνάμεις τα πραγματικά διλήμματα - καθαρά και όχι νοθευμένα από την όποια σκοπιμότητα - ο λαός δεν θα δώσει στη νέα κυβέρνηση καμιά πολιτική νομιμοποίηση.
  • Πιστεύω ότι οι αλήθειες αυτές πρέπει να διατυπωθούν πριν τις εκλογές και όχι αφού γίνουν οι εκλογές προκειμένου να κερδιθεί η εμπιστοσύνη της υποψιασμένης πλέον κοινωνίας και να προκύψει ισχυρή κυβέρνηση με ισχυρή πολιτική εντολή για βαθύτερες τομές.

 

Κυρίες και κύριοι

Σε ό,τι με αφορά, θα ήθελα το ΠΑΣΟΚ να διατυπώσει έναν τέτοιο πολιτικό λόγο πριν τις εκλογές. Δηλαδή, απαιτείται μία νέα πολιτική πλατφόρμα σε αυτή τη βάση. Σε αυτή τη διαδικασία θέλησα να συμβάλλω με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.

Το ΠΑΣΟΚ έχει  τη μοναδική ευκαιρία να κερδίσει εκείνο το επιφυλακτικό, μέχρι σήμερα, αλλά και ψύχραιμο τμήμα της κοινωνίας που διαθέτει γνωστικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, επιστημονικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, το οποίο θα προσδιορίσει την τελική στάση του στις επερχόμενες εκλογές μόνο με ρεαλιστικά κριτήρια όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης και την εν συνεχεία εξέλιξη της χώρας, και δεν θα παρασυρθεί από τις γνωστές πλειοδοσίες του προεκλογικού ανταγωνισμού.

Πρέπει δε να είναι σαφές σε όλους ότι αυτό το τμήμα της κοινωνίας δεν θα είναι μόνο «χρήσιμο» εκλογικά, αλλά απαραίτητο κυρίως μετεκλογικά για να οικοδομηθούν οι αναγκαίες συναινέσεις και κοινωνικές συμμαχίες.

Ο άτεγκτος νόμος των κοινωνικών φαινομένων μας διδάσκει ότι ακόμα και αν κάποιος κερδίσει τις εκλογές με τους νόμους της μηχανικής και όχι της πολιτικής ευθύνης, είναι βέβαιο ότι θα γνωρίσει τη συντριβή μετά τις εκλογές. Και αυτό θα είναι άδικο για τη χώρα μας, σε αυτή τη φάση.

 

Κυρίες και κύριοι,

Εγώ αυτά θεωρώ στην παρούσα φάση ως τον ορισμό της πολιτικής ευθύνης και δεν περιμένω την γονιμοποίηση της απελπισίας για να προκύψουν οι νέες προϋποθέσεις στη χώρα μου.

Σας ευχαριστώ πολύ

 

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home