Βιβλιοπαρουσίαση - Τα βήματα του Έστερναχ
Ομιλία Αλ. Παπαδόπουλου
Καρπενήσι, Αίθουσα “Ευγένιος ο Αιτωλός”, 7/3/2009
Κυρίες και Κύριοι,
Σας ευχαριστώ από καρδιάς για την παρουσία σας. Με τιμά και με συγκινεί. Θερμά ευχαριστώ τις εκδόσεις τις «Εστίας» που επιμελήθηκαν με τόση φροντίδα αυτή την έκδοση, καθώς και το βιβλιοπωλείο της Σπυριδούλας Κρουστάλλη. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω και στις εξέχουσες προσωπικότητες που τόσο εύστοχα παρουσίασαν εδώ αυτό το βιβλίο.
Tους ευχαριστώ για τα έστω καθ’ υπερβολή καλά λόγια που είπαν για μένα. Ευχαριστώ ιδιαίτερα και το συντονιστή της εκδήλωσης τον κύριο Θανάση Καραγιαννόπουλο. Πάνω από όλα όμως θέλω να ευχαριστήσω όλους εσάς, αγαπητοί φίλοι και φίλες του Καρπενησίου, καθώς και όλους όσους ήρθαν σήμερα εδώ από όλη την Ευρυτανία και μου προσφέρατε την ιδιαίτερη εύνοια της μεγάλης συμμετοχής σας στην παρουσίαση αυτού του δοκιμίου.
Η παρουσία όλων σας σήμερα εδώ αποδεικνύει και το ενδιαφέρον σας για τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο τούτο. Και αυτό ακριβώς με κάνει να αισθάνομαι ότι όλοι μας έχουμε τις ίδιες έγνοιες και τις ίδιες αγωνίες για το μέλλον του τόπου. Άλλωστε, κι η δική μου προσπάθεια σ’ αυτό το βιβλίο ήταν να επιχειρήσω μια ανάλυση της σημερινής κατάστασης της χώρας και να διατυπώσω μια πρόταση για «το δέον γενέσθαι» κατά την επόμενη δεκαετία.
Νομίζω ότι μετά τις καίριες παρατηρήσεις και τους σχολιασμούς των διακεκριμένων ομιλητών που προηγήθηκαν, δεν απομένει για μένα να προσθέσω τίποτε.
Το βιβλίο αυτό το έγραψα το περασμένο καλοκαίρι στην Ικαρία. Στο όμορφο αυτό νησί του Αιγαίου, εκείνες τις καλοκαιρινές νύχτες, μακριά από την τριβή της αρρωστημένης καθημερινότητας, συνειδητοποίησα ότι για δύο περίπου δεκαετίες υπήρξα συμμέτοχος και συνυπεύθυνος στη λήψη καθοριστικών αποφάσεων, με θετικές ή και αρνητικές συνέπειες για τη χώρα. Έπρεπε λοιπόν να βγάλω ένα συμπέρασμα όχι για όσα καλά ή κακά έγιναν τα 20 αυτά χρόνια, αλλά με αφετηρία τα σημερινά κατασταλάγματα τι ακριβώς πρέπει να γίνει την επόμενη δεκαετία στη χώρα μας.
Το συμπέρασμά μου λοιπόν είναι ξεκάθαρο: η ελληνική κοινωνία παραμένει στο περιθώριο των εξελίξεων, αμέτοχη και ανέπαφη. Η χώρα πορεύεται τυφλά, χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχους, χωρίς ρυθμό. Κυριαρχεί μια προκλητική αδιαφορία απέναντι στους λόγους εξαιτίας των οποίων η Ελλάδα κατηφορίζει στο περιθώριο των ευρωπαϊκών χωρών με έντονα σημάδια παρακμής και έλλειψης δυναμισμού.
Στην αυγή του 21ου αιώνα η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα καινούργια της διλήμματα. Τα σημαντικά επιτεύγματά της στο τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα είναι εξαιρετικά εύθραυστα.
Θα ήταν ιστορικό λάθος να θεωρήσουμε ότι το πρόβλημα της χώρας σήμερα αρχίζει και τελειώνει στη διεθνή οικονομική κρίση Αυτό δεν θα ήταν ένα απλό λάθος αλλά ένα τραγικό ολίσθημα της βασικής εθνικής προβληματικής. Με τη σημερινή κρίση πληρώνουμε τα συμπτώματα των πέντε αναγνωρισμένων εθνικών ελλειμμάτων: του θεσμικού, του κοινωνικού, του πολιτικού, του οικονομικού και εν τέλει του πολιτισμικού ελλείμματος, που κατατρύχουν τη χώρα.
Σε πρόσφατη ομιλία μου στην Αθήνα ανέφερα ότι ο βασικός φορέας παθογένειας που παράγει τα πολλαπλά και σύνθετα αυτά ελλείμματα είναι το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Ας μην γελιόμαστε, ας μην δημιουργούμε αυταπάτες, ας μην παραπλανούμε τους εαυτούς μας. Εμείς οι ίδιοι είμαστε η βασική παθογένεια και ο παραγωγός των προβλημάτων και των ελλειμμάτων της χώρας. Είναι αυτή η πατερναλιστική ή καλύτερα ψευδοπατερναλιστική αντίληψη του πολιτικού συστήματος που παράγει τα πάσης φύσεως ελλείμματα και παθογένειες της χώρας σήμερα.
Θέλω όμως να τονίσω και εδώ σήμερα ότι δεν αφίσταμαι και των δικών μου ευθυνών στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης. Διακονών επί μία 20ετία στο ίδιο αυτό σύστημα, ως συμμέτοχος, συνυπεύθυνος και διαμορφωτής, δεν ακυρώνω τα επιτεύγματά του, από τη μεταπολίτευση και μετά, ωστόσο πιστεύω ότι μια κριτική θεώρηση της λειτουργίας του σήμερα μας οδηγεί αναπότρεπτα και σε μια επιβεβλημένη αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας του.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Η χώρα βρίσκεται στην διάθεση των απρόβλεπτων γεγονότων.
Μια σειρά από πρόσφατα θλιβερά γεγονότα μας οδήγησαν να συνειδητοποιήσουμε καλά πλέον ότι η χώρα δεν υφίσταται τις συνέπειες απλών συμπτώσεων αλλά τα συμπτώματα της παθογένειας του τεράστιου θεσμικού ελλείμματος της χώρας, του πολιτικού συστήματος και της αποσάθρωσης της δημόσιας διοίκησης.
Τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, της οικονομίας και του πολιτικού μας συστήματος εντοπίζονται ευκρινέστερα, με την πάροδο των χρόνων, όταν τα προσεγγίζουμε με κριτήριο την υποκατάσταση των θεσμών από κακοήθη μορφώματα που λειτουργούν ως παραθεσμοί. Γιατί πλάι και μέσα στους θεσμούς της οικονομίας αναπτύσσεται και λειτουργεί η παραοικονομία, πλάι και μέσα στους θεσμούς της πολιτικής αναπτύσσεται και λειτουργεί η παραπολιτική και πλάι και μέσα στους θεσμούς της διοίκησης και του κράτους αναπτύσσονται και λειτουργούν οι «θεσμοί» της παραδιοίκησης και κρατικών συντεχνιών. Όσο αυτοί οι παραθεσμοί διογκώνονται, τόσο απαξιώνονται οι επίσημοι θεσμοί. Οι πολίτες, η οικονομία αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα βρίσκονται παγιδευμένοι σε αυτές τις παραθεσμικές λειτουργίες.
Το ερώτημα είναι η Ελλάδα τι είδους θεσμούς έχει και ποιος πολιτισμός τους παράγει. Η νεότερη Ελλάδα δεν έχει κανονική πολιτισμική εξέλιξη και γι’ αυτό οι θεσμοί της είναι αδύναμοι. Οι διάφορες «νησίδες πολιτισμού» δεν συγκροτούν μια συνεκτική σε αξιακά συστήματα κοινωνία.
Η Ελλάδα δεν ολοκληρώθηκε θεσμικά ως χώρα, γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κοινωνικά. Όσοι θεσμοί λειτούργησαν αρχικά, στην πορεία ποδοπατήθηκαν στο βωμό της πολιτικής και οικονομικής σκοπιμότητας, έτσι ώστε η οικονομική ανέλιξη της χώρας να μην συνοδευτεί από την αντίστοιχη πολιτισμική.
Πάνω σ’ αυτό το ήδη σαθρό έδαφος, η σημερινή πολιτική συγκυρία σαρώνει κυριολεκτικά το ανήμπορο να αντισταθεί υφιστάμενο ατελές θεσμικό μας σύστημα. Στο πλαίσιο αυτής της ακαταστασίας λειτούργησε και το πολιτικό σύστημα, το οποίο πορεύθηκε σε θεσμικό κενό που το ίδιο ανατροφοδοτούσε. Δεν πορεύθηκε με πίστη στους νόμους που θέσπιζε, αλλά διολίσθησε σε ένα κόσμο κυνικών συμπεριφορών και γι’ αυτό νομοθέτησε υποκριτικά αυτοπεριορισμούς και κανόνες διαφάνειας που ήταν αδύνατον να τηρήσει. Κυριαρχήθηκε από τις αντιφάσεις μιας ανολοκλήρωτης κοινωνίας και δεν υποτάχθηκε σε κάποιο θεσμικό περιβάλλον.
Στο σημείο αυτό αγαπητοί μου φίλοι επιθυμώ πολύ να σχολιάσω πικρόχολα το φαινόμενο να βλέπω κάποιους, οι οποίοι έχουν μεγάλη ευθύνη στον κατεδαφισμό της χώρας, σήμερα να παρελαύνουν από το πρωί μέχρι το βράδυ στα μέσα ενημέρωσης και τρυγώντας εύκολη και ανέξοδη δημοσιότητα, να κλαίνε δήθεν και να οδύρονται για την καταρράκωση των θεσμών της χώρας, λες και δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι που καταρρακώσαμε τους θεσμούς. Γι’ αυτό θα ήθελα να σας διαβάσω ένα απόσπασμα, του Γιώργου Σεφέρη από τη συνομιλία του με τον Φαμπρίκιο το 1968. Ο Φαμπρίκιος ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς.
Εκεί λέει το εξής: «Δεν μου φταίνε οι θεσμοί και τα πολιτικά συστήματα. Μου φταίει το δαιμόνιο που έχουμε να εξευτελίζουμε τον κάθε θεσμό και το κάθε σύστημα και να σκεπάζουμε τα καμώματά μας με ρητορείες».
Η χώρα μας δεν έχει μόνο ρητορείες. Έχει και δεμένα χέρια πλέον. Και αναζητάει διεξόδους.
Κυρίες και κύριοι
Η βασική προϋπόθεση, λοιπόν, μιας νέας πορείας κατά την επόμενη δεκαετία είναι να απαλλαγεί η χώρα από τη «δημοκρατικότητα» της αδράνειας του σημερινού πολιτικού συστήματος. Να απαλλαγεί δηλαδή, σταδιακά αλλά όχι αργά, από την παρωχημένη κουλτούρα που διαμόρφωσε το πλαίσιο της σημερινής δράσης και συμπεριφοράς των πολιτικών δυνάμεων και από τον ιδιότυπο αυτισμό, με βάση τον οποίο είτε αγνοεί τις εξελίξεις είτε τις αξιολογεί απομακρυσμένες από τα πραγματικά συμφέροντα των πολιτών και του δημόσιου συμφέροντος.
Να απαλλαγεί από την κατάσταση του «απλού παρατηρητή» των γεγονότων, που αποσυνθέτουν ολόκληρες λειτουργίες της κοινωνίας και εντέλει την ίδια την κοινωνία. Να απαλλαγεί από την κατάσταση του απλού διαχειριστή που συναλλάσσεται με τις ατομικές προσδοκίες και τα αιτήματα των πολιτών, με σκοπό την πολιτική αναπαραγωγή του σε βάρος των συλλογικών επιδιώξεων και στόχων.
Η πελατειακή και εκμαυλιστική φύση του πολιτικού συστήματος για δεκαετίες ολόκληρες διαμόρφωσε τις κρατικές δομές και λειτουργίες, όχι με στόχο την άσκηση πολιτικών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου αλλά την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων. Στο πλέγμα αυτό, συντεχνία είναι ο κάθε πολίτης που διαθέτει πρόσβαση τόσο στο σύστημα λήψης αποφάσεων όσο και στο σύστημα εκτέλεσής τους.
Η προνομιούχος αντίληψη επιβάλλει αλλαγές στους μέχρι σήμερα αποδεκτούς κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, πρώτα σ’ αυτό καθαυτό το πολιτικό σύστημα και κατ’ επέκταση σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα της επόμενης δεκαετίας είναι υποχρεωτικό να πετύχει. Και για να γίνει τούτο, δύο είναι οι απαραίτητες και αναγκαίες συνθήκες:
Πρώτον, μέσα από ένα συγκροτημένο πρόγραμμα μέτρων, να σπάσουν ένας προς έναν όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας εκείνων των πολιτικών παραθεσμών που καθηλώνουν την πολιτική λειτουργία της χώρας σε μια ιδιότυπη αδράνεια.
Δεύτερον, μέσα από μια συνολική πολιτική μεταρρυθμίσεων, από ένα μεταρρυθμιστικό σοκ, να σπάσουν και οι κρίκοι της πολιτικής διαπλοκής με τα επιμέρους συμφέροντα και προνόμια.
Τα παραδείγματα που ακολουθούν δεν συγκροτούν ολοκληρωμένη πρόταση των απαιτούμενων πολιτικών αλλαγών. Με αυτά θέλω απλώς να καταδείξω ότι ανατροπές στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος μπορούν και πρέπει να γίνουν στους πολιτικούς μας θεσμούς, και ότι είναι υποκριτικό και επικίνδυνο να κάνουμε απλώς κριτική και να ελεεινολογούμε μόνο το ανήμπορο πολιτικό μας σύστημα.
Μια πρώτη παρέμβαση στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος αφορά τον αριθμό και τις περιττές αρμοδιότητες των πολιτικών που ασχολούνται με τη λειτουργία του κράτους.
Οι δεκάδες υπουργοί, υφυπουργοί, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι και βουλευτές, μαζί με τους δεκάδες γενικούς και ειδικούς γραμματείς των υπουργείων, είναι απολύτως ευκρινές ότι παράγουν περισσότερο «πολιτική ύλη» και ρουσφέτι, παρά ότι συμβάλλουν στην αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Αυτό ευνοεί τη δημιουργία προσωπικών πολιτικών μηχανισμών μέσα από χρηματοδοτήσεις κοινωνικών φορέων και συλλόγων, προσωπικές πολιτικές εξαρτήσεις μέσα από τους εκατοντάδες διορισμούς προσκείμενων και φίλιων προσώπων σε οργανισμούς, φορείς, νοσοκομεία κλπ., με αποτέλεσμα να οδηγείται σε αδράνεια και σε αιχμαλωσία όλος ο κρατικός μηχανισμός.
Το κοινοβουλευτικό μας σύστημα νοθεύεται με την τόσο μεγάλης έκτασης ανάμειξή του στην εκτελεστική λειτουργία του πολιτεύματός μας. Έτσι τα νέα επιτελικά υπουργεία, που θα προκύψουν από τις καινούργιες διοικητικές δομές που περιγράφω στο βιβλίο, δεν υπάρχει κανείς λόγος να είναι πολυάριθμες, όπως σήμερα. Σ’ αυτά μπορούν να προΐστανται κοινοβουλευτικοί υπουργοί - βουλευτές, κανείς όμως υφυπουργός με ιδιότητα βουλευτή. Στα υπουργεία που υπάρχει ανάγκη θέσεων υφυπουργών μπορούν να θεσμοθετηθούν θέσεις πληρεξουσίων υφυπουργών, όχι βουλευτών, οι οποίοι θα επιλέγονται με αξιολογικά κριτήρια και μετά από έγκριση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής και δεν θα έχουν δικαίωμα να θέτουν υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές.
Η διοίκηση των υπουργείων θα είναι έργο αποκλειστικά του ενός και μόνο γενικού γραμματέα ανά υπουργείο. Οι σημερινοί υπηρετούντες σύμβουλοι και συνεργάτες των υπουργείων δεν θα έχουν πλέον λόγο ύπαρξης, αφού στα νέα επιτελικά υπουργεία θα υπηρετούν μόνο επιστημονικά εξειδικευμένοι υπάλληλοι και ελάχιστοι διοικητικοί.
Κυρίες και κύριοι,
Τελειώνοντας, με την ευκαιρία αυτής της παρουσίασης του βιβλίου θα ήθελα πολύ σύντομα και τηλεγραφικά να πω δυο λόγια για την τρέχουσα οικονομική κρίση, για τις επιπτώσεις της στη χώρα μας και για την αντιμετώπισή της.
Διερχόμαστε μια περίοδο που οφείλει να προετοιμάσει τη νηφάλια στιγμή της ωριμότητας, η οποία πρέπει να κυριαρχήσει την επόμενη δεκαετία. Πριν όμως πρέπει να κατανοήσουμε ότι:
Πρώτον, η διεθνής κρίση δεν έχει ακόμα πλήρως εξελιχθεί. Τα διεθνώς πρωτοφανή μέτρα αντιμετώπισής της με κυβερνητικές παρεμβάσεις μέχρι στιγμής χάνονται στον «Πίθο των Δαναΐδων».
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αξιόπιστα ποια θα είναι και πότε θα έρθει η έξοδος από αυτή τη κρίση. Το μόνο που προβλέπεται με βεβαιότητα είναι η συνεχιζόμενη επιδείνωση της κατάστασης και μία όλο και αυξανόμενη αμηχανία αντιμετώπισής της.
Δεύτερον, η χώρα μας βρίσκεται στη διάθεση των γεγονότων και της διεθνούς κεφαλαιαγοράς. Για τη μοίρα της Ελλάδος το επόμενο διάστημα δύο παράγοντες θα αποφασίσουν: Ή εμείς ως χώρα ή οι διεθνείς αγορές.
Όσο αργούμε να συνειδητοποιήσουμε το βάθος του προβλήματός μας, να το περιγράψουμε σε όλη του την έκταση και να πούμε την αλήθεια στον λαό, τόσο πιο γρήγορα ο αδυσώπητος νόμος των διεθνών αγορών θα πέσει ως «πέλεκυς επί της κεφαλής μας».
Η κρίση έχει ήδη εισβάλλει παρόλο που εισέρχεται με σχετική χρονική υστέρηση λόγω των αναχρονιστικών δομών της οικονομίας μας και όχι βέβαια λόγω της θωράκισής της. Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε σοβαρά γιατί η κρίση μας βρίσκει με τις περισσότερες αδυναμίες από όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Με το μεγαλύτερο έλλειμμα, το μεγαλύτερο χρέος, την χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα, την ασθενέστερη παραγωγική βάση και τη μεγαλύτερη αναλογικά εξάρτηση από τις, νοσούσες πλέον, διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Τρίτον, αυτή τη στιγμή η χώρα δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις. Φοβάμαι ότι έχουμε επιλέξει να αγνοούμε το βάθος της κρίσης. Είτε γιατί δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε είτε γιατί την χρησιμοποιούμε στον πολιτικό ανταγωνισμό. Δεν τολμάμε ακόμα να εξηγήσουμε ότι με την εξέλιξη της κρίσης το πρόβλημα δεν θα είναι πόσα παραπάνω θα πάρει ο καθένας, αλλά πόσα λιγότερα θα χάσει από αυτά – λίγα ή πολλά – που είχε. Και κυρίως πως δεν θα επιδεινωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενέστερων τάξεων.
Αν αυτά δεν κατανοηθούν καλά, τότε πολύ φοβάμαι ότι αργά ή γρήγορα – και μάλλον γρήγορα - θα οδηγηθούμε σε δύο δυσμενέστατες εξελίξεις, όπου η μία είναι κυριολεκτικά χειρότερη από την άλλη
Η πρώτη είναι να βρεθούμε στην προκρούστεια κλίνη των διεθνών οργανισμών για διεθνή οικονομικό έλεγχο και όχι απλή επιτήρηση. Αποφεύγοντας οι ίδιοι να κάνουμε επιλογές, θα μας επιβάλλουν οι τρίτοι δυστυχώς το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουμε. Αυτό, σας διαβεβαιώ, δεν θα το αποφύγουμε.
Η δεύτερη είναι μία ακόμα χειρότερη εξέλιξη.
Να μας αφήσει η διεθνής κοινότητα στη τύχη μας.
Στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα όλες οι χώρες, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναβίωσης του γενικευμένου προστατευτισμού και της λογικής του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις ακόμα και στις χώρες της Ε.Ε. ή και της Ευρωζώνης, ακούμε φωνές για καθαρά εθνικές πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής το σύστημα συλλογικής συνεργασίας και κάποιας, έστω και περιορισμένης αλληλεγγύης αντέχει. Μέχρι πότε όμως και για πόσο; Εξαρτάται από το βάθος και τη διάρκεια της διεθνούς κρίσης. Εμείς δεν είμαστε μέρος της αντοχής του συστήματος, αλλά μέρος των προβλημάτων του.
Όσοι λοιπόν σήμερα, άπρακτοι, άβουλοι και κρυπτόμενοι απλώς εξορκίζουν αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις, τουλάχιστον ας μην προσπαθούν να συγκαλύψουν την ιδιοτελή απροθυμία τους να ληφθούν αποφάσεις για την συνολική αντιμετώπιση της κρίσης με διακηρύξεις περί δήθεν εθνικής υπερηφάνειας.
Πάει πολύ, οι φοβικές συμπεριφορές να αναγορεύονται και ως στάση πολιτικής αρετής, εθνικοφροσύνης και φιλολαϊκότητας.
Αυτές οι πρακτικές δεν συνιστούν ούτε σεβασμό προς την κοινή γνώμη ούτε μεγαλοθυμία προς τις αγωνίες της. Υποκρύπτουν την πιο απόλυτη υστεροβουλία δείχνοντας τη χειρότερη περιφρόνηση απέναντι στην κοινωνία και τις ανάγκες της.
Η άποψή μου συνεπώς είναι ότι απαιτούνται επειγόντως δύο πράγματα:
Χαίρομαι πραγματικά που όλο και περισσότεροι πλέον προσχωρούν στη θέση μας ότι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι να περιγραφεί το πρόβλημα της χώρας σε όλη την έκταση και το βάθος του και εν συνεχεία να ειπωθεί όλη η αλήθεια στο λαό για τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν.
Κυρίες και Κύριοι,
Η ιστορία έχει καταδείξει ότι σε περιόδους κρίσης οι λαοί γίνονται συνοδοιπόροι της κοινής προσπάθειας, μόνο όταν αντιλαμβάνονται ότι οι ηγεσίες τους γνωρίζουν το πρόβλημα και έχουν στρατηγική αντιμετώπισης.
Ας το καταλάβουμε όλοι επιτέλους: Η περίοδος της ευημερίας της υπερκατανάλωσης που χρηματοδότησαν τα 15 τελευταία χρόνια οι Τράπεζες, μέσω των χαμηλών διεθνών επιτοκίων, καθώς και η μαύρη οικονομία και οι υψηλοί και αβάσταχτοι δανεισμοί του Δημοσίου, τέλειωσε για τη χώρα μας.
Πρέπει τώρα να συγκροτήσουμε μια χώρα, όπου η οικονομία της θα παράγει προϊόντα και όχι δάνεια και χρέη.
Κυρίες και κύριοι,
Το ΠΑΣΟΚ είναι η ιστορική συνέχεια και φυσικός εκφραστής της δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης της πατρίδας μας, και έχει ταυτιστεί με τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που εγκαθίδρυσαν την κοινωνική δικαιοσύνη, θωράκισαν τη χώρα και την οδήγησαν στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε ό,τι με αφορά, θα ήθελα το ΠΑΣΟΚ να εκφράσει όσο γίνεται πιο δυνατά και καθαρά το αίτημα της κοινωνίας για την επανεκκίνηση και την ολοκλήρωση του εκσυγχρονισμού και της αναθέσμισης της χώρας. Να λειτουργήσει ως μια νέα δύναμη αλλαγής που να διαπεράσει τους πολιτικούς θεσμούς και τις επικρατούσες πεποιθήσεις. Να ανοίξει το συντομότερο έναν βιώσιμο μεταρρυθμιστικό δρόμο. Να πει την αλήθεια στο λαό.
Η κατεύθυνση των πραγμάτων δεν μπορεί να παραμένει για πάντα συγκεχυμένη.
Εγώ προσωπικά, αγαπητοί μου Ευρυτάνες, αρνούμαι να περιμένω πότε θα γονιμοποιηθεί η απελπισία για να γεννηθούν καινούρια πράγματα στη χώρα μου.
Σας ευχαριστώ πολύ.
|