Βιβλιοπαρουσίαση - Τα βήματα του Έστερναχ

Ομιλία Αλ. Παπαδόπουλου

Θεσσαλονίκη, Συνεδριακό Κέντρο Τράπεζας Πειραιώς, 16/2/2009

 

Κυρίες και κύριοι,

Σας ευχαριστώ από καρδιάς για την παρουσία σας. Με τιμά και με συγκινεί. Θερμά ευχαριστώ και αυτούς που πραγματοποίησαν και επιμελήθηκαν με τόση φροντίδα αυτή την έκδοση. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω και στους εξέχοντες πνευματικούς ανθρώπους που τόσο εύστοχα παρουσίασαν εδώ αυτό το βιβλίο.

Η παρουσία σας όμως σήμερα αποδεικνύει και το ενδιαφέρον σας για τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο τούτο. Και αυτό ακριβώς με κάνει να αισθάνομαι ότι όλοι μας έχουμε τις ίδιες έγνοιες και τις ίδιες αγωνίες για το μέλλον του τόπου. Άλλωστε, κι η δική μου προσπάθεια σ’ αυτό το βιβλίο ήταν να επιχειρήσω μια ανάλυση της σημερινής κατάστασης της χώρας και να διατυπώσω μια πρόταση για «το δέον γενέσθαι» κατά την επόμενη δεκαετία.

Νομίζω ότι μετά τις καίριες παρατηρήσεις και τους σχολιασμούς των διακεκριμένων ομιλητών που προηγήθηκαν, δεν απομένει για μένα να προσθέσω τίποτε.

Το βιβλίο αυτό το έγραψα το περασμένο καλοκαίρι στην Ικαρία. Σ’ εκείνες τις καλοκαιρινές νύχτες, μακριά από την τριβή της αρρωστημένης καθημερινότητας, συνειδητοποίησα ότι για δύο περίπου δεκαετίες υπήρξα συμμέτοχος και συνυπεύθυνος στη λήψη καθοριστικών αποφάσεων, με θετικές ή και αρνητικές συνέπειες για τη χώρα. Έπρεπε λοιπόν να βγάλω ένα συμπέρασμα όχι για όσα καλά ή κακά έγιναν τα 20 αυτά χρόνια, αλλά με αφετηρία τα σημερινά κατασταλάγματα τι πρέπει να γίνει την επόμενη δεκαετία στη χώρα μας.

Το συμπέρασμά μου είναι ξεκάθαρο: η ελληνική κοινωνία παραμένει στο περιθώριο των εξελίξεων, αμέτοχη και ανέπαφη. Η χώρα πορεύεται τυφλά, χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχους, χωρίς ρυθμό. Κυριαρχεί μια προκλητική αδιαφορία απέναντι στους λόγους εξαιτίας των οποίων η Ελλάδα κατηφορίζει στο περιθώριο των ευρωπαϊκών χωρών με έντονα σημάδια παρακμής και έλλειψης δυναμισμού.

Στην αυγή του 21ου αιώνα η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα καινούργια της διλήμματα. Τα σημαντικά επιτεύγματά της στο τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα είναι εξαιρετικά εύθραυστα.

Η κρίση η οποία ενέσκηψε στη χώρα δεν είναι μόνο οικονομική και λόγω της διεθνούς συγκυρίας. Είναι τα συμπτώματα του θεσμικού, κοινωνικού, πολιτικού και εν τέλει βαθειά πολιτισμικού ελλείμματος που έχει η χώρα. Είναι το αποτέλεσμα ενός φονικού μείγματος των 5 αυτών εθνικών ελλειμμάτων, τα οποία δυστυχώς η ελληνική κοινωνία είναι απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει.

Σε πρόσφατη ομιλία μου στην Αθήνα ανέφερα ότι ο βασικός φορέας παθογένειας που όλοι μας εντοπίζουμε στην λειτουργία της χώρας και ο οποίος παράγει τα πολλαπλά και σύνθετα αυτά ελλείμματα είναι το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Είναι αυτή η πατερναλιστική ή καλύτερα ψευδοπατερναλιστική αντίληψη του πολιτικού συστήματος που παράγει τα πάσης φύσεως ελλείμματα και παθογένειες της χώρας σήμερα.

Θέλω όμως να τονίσω και εδώ σήμερα ότι δεν αφίσταμαι και των δικών μου ευθυνών στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης. Διακονών επί μία 20ετία στο ίδιο αυτό σύστημα, ως συμμέτοχος και διαμορφωτής, δεν ακυρώνω τα επιτεύγματα του από τη μεταπολίτευση και μετά, ωστόσο πιστεύω ότι μια κριτική θεώρηση της λειτουργίας του σήμερα μας οδηγεί αναπότρεπτα και σε μια επιβεβλημένη αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας του.  

Η βασική προϋπόθεση, λοιπόν, μιας νέας πορείας κατά την επόμενη δεκαετία είναι να απαλλαγεί η χώρα από τη «δημοκρατικότητα» της αδράνειας του σημερινού πολιτικού συστήματος. Να απαλλαγεί δηλαδή, σταδιακά αλλά όχι αργά, από την παρωχημένη κουλτούρα που διαμόρφωσε το πλαίσιο της σημερινής δράσης και συμπεριφοράς των πολιτικών δυνάμεων και από τον ιδιότυπο αυτισμό, με βάση τον οποίο είτε αγνοεί τις εξελίξεις είτε τις αξιολογεί απομακρυσμένες από τα πραγματικά συμφέροντα των πολιτών και του δημόσιου συμφέροντος.

Να απαλλαγεί από την κατάσταση του «απλού παρατηρητή» των γεγονότων, που αποσυνθέτουν ολόκληρες λειτουργίες της κοινωνίας και εντέλει την ίδια την κοινωνία. Να απαλλαγεί από την κατάσταση του απλού διαχειριστή που συναλλάσσεται με τις ατομικές προσδοκίες και τα αιτήματα των πολιτών, με σκοπό την πολιτική αναπαραγωγή του σε βάρος των συλλογικών επιδιώξεων και στόχων.

Η πελατειακή και εκμαυλιστική φύση του πολιτικού συστήματος για δεκαετίες ολόκληρες διαμόρφωσε τις κρατικές δομές και λειτουργίες, όχι με στόχο την άσκηση πολιτικών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου αλλά την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων. Στο πλέγμα αυτό, συντεχνία είναι ο κάθε πολίτης που διαθέτει πρόσβαση τόσο στο σύστημα λήψης αποφάσεων όσο και στο σύστημα εκτέλεσής τους. Αυτό το επισημαίνω, γιατί η ευρύτητα της πρόσβασης και το πλήθος των συμφερόντων που συνωστίζονται σε κάθε τομέα πολιτικής, από το πιο μεγάλο ώς το πιο ασήμαντο, αυτή η μοναδική «δημοκρατικότητα» της αδράνειας και του ρουσφετιού που χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα, είναι ίσως ο πρώτος παράγοντας που δυσκολεύει περισσότερο από κάθε άλλον το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα του μέλλοντος.

Η προνομιούχος αντίληψη επιβάλλει αλλαγές στους μέχρι σήμερα αποδεκτούς κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, πρώτα σ’ αυτό καθαυτό το πολιτικό σύστημα και κατ’ επέκταση σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα της επόμενης δεκαετίας είναι υποχρεωτικό να πετύχει. Και για να γίνει τούτο, δύο είναι οι απαραίτητες και αναγκαίες συνθήκες: Πρώτον, μέσα από ένα συγκροτημένο πρόγραμμα μέτρων, να σπάσουν ένας προς έναν όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας εκείνων των πολιτικών παραθεσμών που καθηλώνουν την πολιτική λειτουργία της χώρας σε μια ιδιότυπη αδράνεια. Δεύτερον, μέσα από μια συνολική πολιτική μεταρρυθμίσεων, από ένα μεταρρυθμιστικό σοκ, να σπάσουν και οι κρίκοι της πολιτικής διαπλοκής με τα επιμέρους συμφέροντα και προνόμια.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν δεν συγκροτούν ολοκληρωμένη πρόταση των απαιτούμενων πολιτικών αλλαγών. Με αυτά θέλω απλώς να καταδείξω ότι ανατροπές στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος μπορούν και πρέπει να γίνουν στους πολιτικούς μας θεσμούς, και ότι είναι υποκριτικό και επικίνδυνο να κάνουμε απλώς κριτική και να ελεεινολογούμε μόνο το ανήμπορο πολιτικό μας σύστημα.

Μια πρώτη παρέμβαση στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος αφορά τον αριθμό και τις περιττές αρμοδιότητες των πολιτικών που ασχολούνται με τη λειτουργία του κράτους.

Οι δεκάδες υπουργοί, υφυπουργοί, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι και βουλευτές, μαζί με τους δεκάδες γενικούς και ειδικούς γραμματείς των υπουργείων, είναι απολύτως ευκρινές ότι παράγουν περισσότερο «πολιτική ύλη» και ρουσφέτι, παρά ότι συμβάλλουν στην αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Αυτό ευνοεί τη δημιουργία προσωπικών πολιτικών μηχανισμών μέσα από χρηματοδοτήσεις κοινωνικών φορέων και συλλόγων, προσωπικές πολιτικές εξαρτήσεις μέσα από τους εκατοντάδες διορισμούς προσκείμενων και φίλιων προσώπων σε οργανισμούς, φορείς, νοσοκομεία κλπ., με αποτέλεσμα να οδηγείται σε αδράνεια και σε αιχμαλωσία όλος ο κρατικός μηχανισμός.

Το κοινοβουλευτικό μας σύστημα νοθεύεται με την τόσο μεγάλης έκτασης ανάμειξή του στην εκτελεστική λειτουργία του πολιτεύματός μας. Έτσι τα νέα επιτελικά υπουργεία, που θα προκύψουν από τις καινούργιες διοικητικές δομές που περιγράφω στο βιβλίο, δεν υπάρχει κανείς λόγος να είναι πολυάριθμες, όπως σήμερα. Σ’ αυτά μπορούν να προΐστανται κοινοβουλευτικοί ή εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί, κανείς όμως υφυπουργός με ιδιότητα βουλευτή. Στα υπουργεία που υπάρχει ανάγκη θέσεων υφυπουργών μπορούν να θεσμοθετηθούν θέσεις πληρεξουσίων υφυπουργών, όχι βουλευτών, οι οποίοι θα επιλέγονται με αξιολογικά κριτήρια και μετά από έγκριση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής.

Η διοίκηση των υπουργείων θα είναι έργο αποκλειστικά του ενός και μόνο γενικού γραμματέα ανά υπουργείο. Οι σημερινοί υπηρετούντες σύμβουλοι και συνεργάτες των υπουργείων δεν θα έχουν πλέον λόγο ύπαρξης, αφού στα νέα επιτελικά υπουργεία θα υπηρετούν μόνο επιστημονικά εξειδικευμένοι υπάλληλοι και ελάχιστοι διοικητικοί.

Η έλλειψη πολιτικών σταθερών στη χώρα μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, οφείλεται και στην καταχρηστική προσφυγή σε πρόωρες εκλογές από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Στο πλαίσιο αυτής της διαπίστωσης επαναφέρω παλαιότερη πρότασή μου να υιοθετήσουμε στο Σύνταγμά μας τη συνταγματικά κατοχυρωμένη σκανδιναβική πρακτική (Κεφάλαιο 3 και Άρθρο 4, Παράγραφος 1 του σουηδικού Συντάγματος):

  • Οι εθνικές εκλογές να διεξάγονται κανονικά κάθε τέσσερα χρόνια, ημέρα Κυριακή, σε συγκεκριμένο δεκαήμερο συγκεκριμένου μηνός.
  • Εάν κατά τη διάρκεια της τετραετίας για οποιονδήποτε λόγο, αποδειγμένα σοβαρό ή προσχηματικό, προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές, η κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτές θα έχει θητεία μόνο μέχρι τις κανονικές εκλογές, ήτοι κατά το υπόλοιπο και μόνο διάστημα της τετραετίας. Δηλαδή, οι τυχόν πρόωρες εκλογές δεν θα επηρεάζουν τη διεξαγωγή των τακτικών εκλογών.

Με αυτό τον τρόπο σταματάει η συνεχής εκλογολογία, η πολιτική ζωή δεν θα είναι έρμαιο των δημοσκοπήσεων. Οι πολιτικές ηγεσίες θα υποχρεώνονται να αποκτήσουν στρατηγική για τη χώρα και όχι για την εκλογική τους αναπαραγωγή. Διασφαλίζεται η πολιτική σταθερότητα και δεν αναστατώνεται η οικονομική ζωή από τους τυχοδιωκτισμούς του κάθε φορά κυβερνώντος κόμματος. Αυτή η διάταξη συμπεριελήφθηκε στο Σουηδικό σύνταγμα και απεδείχθη σοφή, αφού από τότε μόνο μία φορά έχουν προκηρυχθεί πρόωρες εκλογές, το 1958.

Ένα άλλο πεδίο, που πιστεύω ότι θα απαλλάξει το πολιτικό μας σύστημα από τις εξαρτήσεις του και τα κάθε μορφής συμφέροντα, είναι ο τρόπος ανάδειξης των βουλευτών. Είναι απαράδεκτο να έχουμε ένα εκλογικό σύστημα πολλών ταχυτήτων (από μονοεδρικές μέχρι τεσσαρακονταεδρικές) με το οποίο να αναδεικνύονται βουλευτές πολλών ταχυτήτων και ανάλογων οικονομικών και επικοινωνιακών δυνατοτήτων και το χειρότερο από ψηφοφόρους πολλών ταχυτήτων (οι μεγάλες περιφέρειες κατά κανόνα εκλέγουν τους Υπουργούς). Χρειάζεται ένα σύστημα απόλυτης ομοιομορφίας κατά την εκλογή των βουλευτών με την καθιέρωση μονοεδρικών περιφερειών.

Ο σημερινός τρόπος εκλογής των βουλευτών συνιστά μια από τις σημαντικότερες μορφές παθογένειας του πολιτικού συστήματος και πρέπει ν’ αλλάξει.

Η νέα διοικητική δομή της χώρας με την ίδρυση των νέων αυτοδιοικούμενων Περιφερειών καθώς και η δημιουργία μικρότερων σε αριθμό αλλά μεγαλύτερων και ισχυρότερων Δήμων, προσφέρει ιδανικά τη λύση.

Κυρίες και κύριοι,

Διερχόμαστε μια περίοδο που οφείλει να προετοιμάσει τη νηφάλια στιγμή της ωριμότητας, η οποία πρέπει να κυριαρχήσει την επόμενη δεκαετία. Η επίγνωση και η κατανόηση των σημερινών αναγκών γίνεται καθημερινά καρπός της ίδιας της ζωής και των εξελίξεων στον τόπο μας και στον υπόλοιπο κόσμο.

Είναι αξιοπερίεργο όμως ότι, ακόμη και όταν οι άνεμοι της διεθνούς κρίσης αφαιρούν από πάνω μας και το τελευταίο φύλλο συκής, όπως αυτές τις μέρες, οι εκπρόσωποι των δυνάμεων καθήλωσης της χώρας, που σήμερα καθορίζουν την τύχη της, συνεχίζουν να προσποιούνται ότι τίποτα ιδιαίτερα σοβαρό δεν συμβαίνει, μεταθέτοντας τις ευθύνες για την κρίση σε εξωγενείς παράγοντες είτε τις ευθύνες για την αντιμετώπιση της κρίσης στο μέλλον.

Ας ομολογήσουμε την σκληρή αλήθεια ότι (α) η κρίση που έχει εισβάλλει στην Ελλάδα είναι ενδογενής και θα εκδηλωνόταν ανεξάρτητα από τη διεθνή κρίση και (β) ότι θα προκαλέσει κλιμακούμενες επώδυνες καταστάσεις στο λαό τα επόμενα χρόνια.

Σημαντικότερο πρόβλημα και από την ίδια την κρίση είναι το πρόβλημα της αυτογνωσίας, από το οποίο πηγάζει το πρόβλημα της αναξιοπιστίας της χώρας και της αδυναμίας της να το αντιμετωπίσει.

Ο αυτάρεσκος, ανεύθυνος και μονοσήμαντα επικοινωνιακός πολιτικός λόγος έχει οδηγήσει εκείνους που ασκούν την εξουσία στη χώρα μας να πιστεύουν τελικά και οι ίδιοι τα ψεύδη που κάθε φορά εκστομίζουν εν γνώσει της αναληθείας τους. ‘Η να αγνοούν επιδεικτικά την πραγματικότητα, ώστε να μην ακυρώνονται οι στόχοι των προσωπικών πολιτικών παιγνίων. Αυτό, όμως, έχει σαν συνέπεια την γενικευμένη αναξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό.

Το πρωταρχικό καθήκον είναι η σταθεροποίηση της καταρρέουσας οικονομίας, άμεσα, τώρα! Να θυμίσω ότι το ίδιο κάναμε το 1985 καθώς και το 1994, όταν και τότε αντιμετωπίζαμε το φάσμα της χρεοκοπίας. Τώρα όμως υπάρχει μια περίεργη σιωπή.

Πολλοί ρωτούν, γιατί ένα άμεσο, πραγματικό πρόγραμμα σταθεροποίησης και σωτηρίας της οικονομίας - όχι σαν εκείνο το οποίο υπέβαλλε η κυβέρνηση και λοιδορήθηκε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς - δεν προβάλλεται από πουθενά ως καθολικό και γενικευμένο αίτημα, όπως θα συνέβαινε σε όλες τις χώρες του κόσμου;

Αν μια πρόχειρη απάντηση είναι η πολιτική αδυναμία, το πολιτικό κόστος ή το περίσσευμα ιδιοτέλειας, τότε αγαπητοί φίλοι ο ελληνικός λαός είναι προ ενός άλλου, μεγαλύτερου, φοβερού διλλήματος και μιας άλλης μορφής κρίσης, που πρέπει ν’ απαντήσει και να επιλύσει.

Είναι η αδράνεια των πολιτικών, πνευματικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό, ούτε στενά οικονομικό. Οι επιπτώσεις αφορούν το μέλλον της χώρας και την επιβίωσή της μέσα σ’ ένα σύστημα σκληρού ανταγωνισμού και μεγάλων απαιτήσεων.

Η χώρα βρίσκεται στη διάθεση των γεγονότων. Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε σοβαρά γιατί η κρίση μας βρίσκει με τις περισσότερες αδυναμίες από όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Με το μεγαλύτερο έλλειμμα, το μεγαλύτερο χρέος, την χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα, την ασθενέστερη παραγωγική βάση και τη μεγαλύτερη αναλογικά εξάρτηση από τις, νοσούσες πλέον, διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Είναι άδικο και κυρίως επικίνδυνο που αυτή τη στιγμή η χώρα δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις.

Κυριαρχεί μια κοινωνικοπολιτική παγίδευση που δεν την αφήνει να αποφασίσει και κυρίως να συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι με την εξέλιξη της κρίσης το πρόβλημα δεν θα είναι πόσα παραπάνω θα πάρει ο καθένας, αλλά πόσα λιγότερα θα χάσει από αυτά – λίγα ή πολλά  – που είχε. Και κυρίως πως δεν θα επιδεινωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενέστερων τάξεων.

Η «προκρούστεια κλίνη» των διεθνών οργανισμών για διεθνή οικονομικό έλεγχο και όχι απλή επιτήρηση δεν είναι ένα ακραίο ενδεχόμενο, αλλά ένα πολύ πιθανό, αν δεν ληφθούν άμεσα αποφάσεις. Και αυτό συνδέεται με μια δεύτερη ακόμα χειρότερη εξέλιξη: Να μας αφήσει η διεθνής κοινότητα «στην τύχη μας».

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις ακόμα και στις χώρες της Ε.Ε. ή και της Ευρωζώνης, ακούμε φωνές για καθαρά εθνικές πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής το σύστημα συλλογικής συνεργασίας και κάποιας, έστω και περιορισμένης αλληλεγγύης αντέχει. Μέχρι πότε όμως και για πόσο; Εξαρτάται από το βάθος και τη διάρκεια της διεθνούς κρίσης. Εμείς δεν είμαστε μέρος της αντοχής του συστήματος, αλλά μέρος των προβλημάτων του.

Κυρίες και Κύριοι,

Η ιστορία έχει καταδείξει ότι σε περιόδους κρίσης οι λαοί γίνονται συνοδοιπόροι της κοινής προσπάθειας, όταν αντιλαμβάνονται ότι οι ηγεσίες τους γνωρίζουν το πρόβλημα και έχουν στρατηγική αντιμετώπισης.

Ας το καταλάβουμε όλοι επιτέλους: Η περίοδος της ευημερίας της υπερκατανάλωσης που χρηματοδότησαν τα 15 τελευταία χρόνια οι Τράπεζες, μέσω των χαμηλών διεθνών επιτοκίων, καθώς και η μαύρη οικονομία και οι υψηλοί και αβάσταχτοι δανεισμοί του Δημοσίου, τέλειωσε για τη χώρα μας.

Πρέπει τώρα να συγκροτήσουμε μια χώρα, όπου η οικονομία της θα παράγει προϊόντα και όχι δάνεια και χρέη.

Η απουσία μέτρων σταθεροποίησης της οικονομίας θα έχει πιο οδυνηρές επιπτώσεις στα αδύναμα λαϊκά στρώματα απ’ ό,τι στα υψηλά εισοδήματα.

Πιστεύω ότι το σύνθετο και περίπλοκο πρόβλημα της χώρας πρέπει πρώτα να περιγραφεί, εξαντλώντας όλα τα περιθώρια της αληθούς απεικόνισής του, και ύστερα να αναζητηθούν οι λύσεις. Το πρόβλημα από τη φύση του δεν είναι μόνο τεχνικό, αλλά κυρίως πολιτικό.

Κυρίες και κύριοι

Το ΠΑΣΟΚ είναι η ιστορική συνέχεια και φυσικός εκφραστής της δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης της πατρίδας μας, και έχει ταυτιστεί με τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που εγκαθίδρυσαν την κοινωνική δικαιοσύνη, θωράκισαν τη χώρα και την οδήγησαν στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε ό,τι με αφορά, θα ήθελα το ΠΑΣΟΚ να εκφράσει όσο γίνεται πιο δυνατά και καθαρά το αίτημα της κοινωνίας για την επανεκίνηση και την ολοκλήρωση του εκσυγχρονισμού και της αναθέσμισης της χώρας. Να λειτουργήσει ως μια νέα δύναμη αλλαγής που να διαπεράσει τους πολιτικούς θεσμούς και τις επικρατούσες πεποιθήσεις. Να ανοίξει το συντομότερο έναν βιώσιμο μεταρρυθμιστικό δρόμο.

Υπάρχει βοή και απαίτηση να γεννηθούν καινούρια πράγματα στην Ελλάδα.

Η κατεύθυνση των πραγμάτων δεν μπορεί να παραμένει για πάντα συγκεχυμένη.

Και η πορεία της χώρας μας δεν μπορεί να παραμένει και αυτή μετέωρη.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

 

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home