Βιβλιοπαρουσίαση - Τα βήματα του Έστερναχ
Ομιλία Αλ. Παπαδόπουλου
Αθήνα, Παλαιά Βουλή, 11/2/2009
Κυρίες και κύριοι,
Σας ευχαριστώ από καρδιάς για την παρουσία σας. Με τιμά και με συγκινεί. Θερμά ευχαριστώ και αυτούς που πραγματοποίησαν και επιμελήθηκαν με τόση φροντίδα αυτή την έκδοση. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω και στους εξέχοντες πνευματικούς ανθρώπους που τόσο εύστοχα παρουσίασαν εδώ αυτό το βιβλίο.
Η παρουσία σας όμως σήμερα αποδεικνύει και το ενδιαφέρον σας για τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο τούτο. Και αυτό ακριβώς με κάνει να αισθάνομαι ότι όλοι μας έχουμε τις ίδιες έγνοιες και τις ίδιες αγωνίες για το μέλλον του τόπου. Άλλωστε, κι η δική μου προσπάθεια σ’ αυτό το βιβλίο ήταν να επιχειρήσω μια ανάλυση της σημερινής κατάστασης της χώρας και να διατυπώσω μια πρόταση για «το δέον γενέσθαι» κατά την επόμενη δεκαετία.
Νομίζω ότι μετά τις καίριες παρατηρήσεις και τους σχολιασμούς των διακεκριμένων ομιλητών που προηγήθηκαν, δεν απομένει για μένα να προσθέσω τίποτε.
Αισθάνομαι όμως την ανάγκη, με αυτή την ευκαιρία, να κάνω μερικές εξομολογήσεις:
Εξομολόγηση πρώτη
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια από τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου με όρισε Υπουργό Οικονομικών – σε πολλή δύσκολη στιγμή για τη χώρα – προσπαθώ να καταλάβω τι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων.
Σας λέω ειλικρινά ότι εξέτασα το πρόβλημα από όλες τις πλευρές.
Όλα αυτά τα πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις και μάλιστα πολλές φορές συγκρούστηκα για αυτά ακόμα και με αγαπημένους μου φίλους.
Μέσα από όλη αυτή τη διαπάλη που έγινε στο μυαλό μου, αυτό που κατέληξα, δεν ήταν απλά το συμπέρασμα σύνθετων συλλογισμών, ούτε μόνο το απόσταγμα πλούσιων εμπειριών ήταν, ας μου επιτρέψετε να το χαρακτηρίσω έτσι, μία φοβερή αποκάλυψη.
Το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος. Το δημοσιονομικό μας πρόβλημα είναι το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα!!
Αυτό το σύστημα είναι που δημιουργεί τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Αυτό το σύστημα είναι που δημιουργεί δαπάνες για να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του.
Αυτό είναι που με λεονταρισμούς καταγγέλλει τη φοροδιαφυγή και ταυτόχρονα απολογείται όταν θα πρέπει να τη συλλάβει ή να ζητήσει και κανένα φόρο για τη λειτουργία του κράτους. Αυτό το σύστημα είναι που σε κάθε του βήμα ασχολείται μόνο με το περιβόητο πολιτικό κόστος και τις δημοσκοπήσεις, που είναι έρμαιο του λαϊκισμού και του κυνηγητού των εντυπώσεων, που όχι μόνο δημιουργεί τα ελλείμματα και το χρέος αλλά θεωρεί την αντιμετώπισή τους σαν απειλή της ύπαρξής του.
Αυτή η πατερναλιστική ή, καλύτερα, ψευδό-πατερναλιστική αντίληψη του πολιτικού συστήματος είναι το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας.
Εξομολόγηση δεύτερη
Ως Υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης ασχολήθηκα με τη λειτουργία του κράτους και προσπαθούσα να αντιληφθώ την παθογένεια της Κρατικής Διοίκησης, της Αυτοδιοίκησης και των Δημόσιων Οργανισμών. Και εδώ προσπάθησα να αντιμετωπίσω τα προβλήματα από πολλές πλευρές.
Το είδα και από άλλες πλευρές. Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι το εξής:
Το πολιτικό σύστημα είναι αυτό που από την εθνική ανεξαρτησία μέχρι σήμερα, θεωρεί τη δημόσια διοίκηση ως δεξαμενή ψηφοθηρικής πελατείας για την αναπαραγωγή του. Είναι αυτό που καταρρακώνει γενιές ολάκερες ελληνοπαίδων συναλλασσόμενο μαζί τους για μια θέση στο Δημόσιο και στη συνέχεια για όλες τις δια βίου προαγωγές τους.
Είναι αυτό το οποίο εξοβέλισε κάθε έννοια αξιοκρατίας και αξιολόγησης του παραγόμενου έργου στη Δημόσια Διοίκηση την οποία έχει υποκαταστήσει με την κομματική αξιολόγηση και υποταγή.
Είναι αυτό το πολιτικό σύστημα που δεν θέλει να αντιληφθεί ότι το σύνταγμα καθιέρωσε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων προκειμένου να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία τους από το πολιτικό σύστημα και όχι την υποταγή τους σε αυτό.
Η μονιμότητα θεσπίστηκε υπέρ της Δημόσιας Διοίκησης και του Δημοσίου συμφέροντος και όχι υπέρ του υπαλλήλου για να μένει ανεξέλεγκτος και ατιμώρητος.
Είναι τέλος αυτό που έχει υιοθετήσει παρωχημένες ιδέες, αναγόρευσε τον εκσυγχρονισμό της χώρας βασικό του ιδεολογικό εχθρό και έγινε έρμαιο των δυνάμεων της καθήλωσης και του αναχρονισμού.
Εξομολόγηση Τρίτη
Ως Υπουργός Υγείας και Πρόνοιας προσπάθησα να καταλάβω πώς τελοσπάντων λειτουργεί το ανοργάνωτο και πολυ-διαχυμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας της χώρας καθώς και ποιες είναι οι αιτίες της συνεχούς καταβύθισης και απαξίωσης του Δημόσιου συστήματος υγείας. Και εδώ προσπάθησα να αντιμετωπίσω τα προβλήματα από πολλές μεριές.
Ίσως φανώ κουραστικός αλλά και εδώ η εξομολόγησή μου δεν διαφέρει από τις προηγούμενες εξομολογήσεις.
Το αδύναμο κοινωνικό κράτος δεν οφείλεται στην έλλειψη πόρων ούτε σε κάποιους κακούς υπαλλήλους ούτε σε κάποιους ιδιοτελείς γιατρούς του ΕΣΥ.
Οφείλεται στην έλλειψη σταθερής πολιτικής βούλησης να εξυγιάνει το σύστημα και να το προσαρμόσει στα σύγχρονα δεδομένα.
Το ίδιο το πολιτικό σύστημα, σε κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού των διοικητικών δομών αισθάνεται ότι απειλείται η αναπαραγωγή των πελατειακών του σχέσεων, τόσο στη διοίκηση του συστήματος μέσω των κομματικών εντεταλμένων, όσο και στην διασφάλιση της πολιτικής διαμεσολάβησης για την παροχή υπηρεσιών υγείας
Κυρίες και κύριοι,
Μετά απ’ όλα αυτά θα με ρωτήσει κάποιος «Καλά κυρ Αλέκο, και εσύ τι έκανες για όλα αυτά;»
Θα απαντήσω λοιπόν:
Όλο αυτό το κατηγορητήριο κατά του πολιτικού μας συστήματος απαιτεί τρεις σοβαρές διευκρινίσεις:
Επισημαίνω, λοιπόν, με έμφαση και με πάθος τις αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος γιατί στην όποια ιεράρχηση των πολλών προβλημάτων των χώρας θεωρώ πρώτη προτεραιότητα και αναγκαίο πρόκριμα την αναμόρφωση αυτού του συστήματος.
Θα μπορούσε κανείς να προτείνει μία διαφορετική ιεράρχηση. Για παράδειγμα θα μπορούσε να θέσει ως προτεραιότητα την οικονομία ή τις κοινωνικές ανισότητες ή ακόμα και την διεθνή θέση της χώρας. Θα διαφωνούσα κατηγορηματικά. Και τούτο όχι διότι αμφισβητώ την οξύτητα αυτών, και πολλών άλλων ακόμη, προβλημάτων και αδιεξόδων, αλλά επειδή προέχει ένα μείζον πρόβλημα, στο οποίο εντάσσονται και το οποίο εν πολλοίς δημιουργεί όλα τα υπόλοιπα.
Όλα τα προβλήματά μας απαιτούν σε πρώτη αλλά και σε τελευταία ανάλυση πολιτική αντιμετώπιση. Αλλιώς αφήνονται στην τύχη τους.
Δεν θα επαναλάβω όλες τις προτάσεις που καταθέτω στο βιβλίο. Θα διαλέξω και θ’ αναφέρω μόνο δύο που τις θεωρώ κρίσιμες και καθοριστικά στοιχεία αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος.
Κυρίες και κύριοι,
Τελειώνοντας, με την ευκαιρία αυτής της παρουσίασης του βιβλίου θα ήθελα πολύ σύντομα και τηλεγραφικά να πω δυο λόγια για την τρέχουσα οικονομική κρίση, για τις επιπτώσεις της στη χώρα μας και για την αντιμετώπισή της.
Πρώτον, η διεθνής κρίση δεν έχει ακόμα πλήρως εξελιχθεί. Τα διεθνώς πρωτοφανή μέτρα αντιμετώπισής της με κυβερνητικές παρεμβάσεις μέχρι στιγμής χάνονται στον «Πίθο των Δαναΐδων».
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αξιόπιστα ποια θα είναι και πότε θα έρθει η έξοδος από αυτή τη κρίση. Το μόνο που προβλέπεται με βεβαιότητα είναι η συνεχιζόμενη επιδείνωση της κατάστασης και μία όλο και αυξανόμενη αμηχανία αντιμετώπισής της.
Δεύτερον, η χώρα μας βρίσκεται στη διάθεση των γεγονότων. Η κρίση έχει ήδη εισβάλλει παρόλο που εισέρχεται με σχετική χρονική υστέρηση λόγω των αναχρονιστικών δομών της οικονομίας μας και όχι βέβαια λόγω της θωράκισής της, όπως λέει η κυβέρνηση. Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε σοβαρά γιατί η κρίση μας βρίσκει με τις περισσότερες αδυναμίες από όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Με το μεγαλύτερο έλλειμμα, το μεγαλύτερο χρέος, την χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα, την ασθενέστερη παραγωγική βάση και τη μεγαλύτερη αναλογικά εξάρτηση από τις, νοσούσες πλέον, διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Τρίτον, αυτή τη στιγμή η χώρα δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις. Το πολιτικό σύστημα έχει επιλέξει να αγνοεί το βάθος της κρίσης. Είτε γιατί δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει είτε γιατί την χρησιμοποιεί στον πολιτικό ανταγωνισμό. Δεν τολμά να εξηγήσει ότι με την εξέλιξη της κρίσης το πρόβλημα δεν θα είναι πόσα παραπάνω θα πάρει ο καθένας, αλλά πόσα λιγότερα θα χάσει από αυτά – λίγα ή πολλά – που είχε. Και κυρίως πως δεν θα επιδεινωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενέστερων τάξεων.
Κάπως πρέπει να εξηγήσουμε επίσης ότι σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες, σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης, κατισχύει το αξίωμα ότι το πρώτο καθήκον είναι να συγκρατήσεις την καταρρέουσα οικονομία σου.
{Μετά, αν είσαι στην Ελλάδα, αν θέλεις μπορείς να την ρημάξεις με την πλειοδοσία του προεκλογικού ανταγωνισμού!!}
Αν αυτά δεν κατανοηθούν καλά, τότε πολύ φοβάμαι ότι αργά ή γρήγορα – και μάλλον γρήγορα - θα οδηγηθούμε σε δύο δυσμενέστατες εξελίξεις, όπου η μία είναι κυριολεκτικά χειρότερη από την άλλη
Η πρώτη είναι να βρεθούμε στην προκρούστεια κλίνη των διεθνών οργανισμών για διεθνή οικονομικό έλεγχο και όχι απλή επιτήρηση. Αποφεύγοντας οι ίδιοι να κάνουμε επιλογές, θα μας επιβάλλουν οι τρίτοι δυστυχώς το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουμε.
Εγώ, στην προσπάθειά μου να αποφύγουμε τέτοιες επώδυνες καταστάσεις, είπα έγκαιρα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να προκαλέσουμε μόνοι μας κάποια μορφή διεθνούς συνδρομής και ελέγχου, σαν έσχατο μέσο για να τεθούμε προ των ευθυνών μας και να πάρουμε οι ίδιοι αποφάσεις για τη χώρα μας.
Τώρα όμως, πολύ φοβούμαι ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για μια τέτοια νηφάλια προσέγγιση.
Η δεύτερη είναι μία ακόμα χειρότερη εξέλιξη.
Να μας αφήσει η διεθνής κοινότητα στη τύχη μας.
Στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα όλες οι χώρες, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναβίωσης του γενικευμένου προστατευτισμού και της λογικής του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις ακόμα και στις χώρες της Ε.Ε. ή και της Ευρωζώνης, ακούμε φωνές για καθαρά εθνικές πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής το σύστημα συλλογικής συνεργασίας και κάποιας, έστω και περιορισμένης αλληλεγγύης αντέχει. Μέχρι πότε όμως και για πόσο; Εξαρτάται από το βάθος και τη διάρκεια της διεθνούς κρίσης. Εμείς δεν είμαστε μέρος της αντοχής του συστήματος, αλλά μέρος των προβλημάτων του.
Όσοι λοιπόν σήμερα, άπρακτοι, άβουλοι και κρυπτόμενοι απλώς εξορκίζουν αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις, τουλάχιστον ας μην προσπαθούν να συγκαλύψουν την ιδιοτελή απροθυμία τους να ληφθούν αποφάσεις για την συνολική αντιμετώπιση της κρίσης με «χωριάτικου τύπου» διακηρύξεις περί δήθεν εθνικής υπερηφάνειας, διεκδικώντας και πάλι ρόλους σε ψευδεπίγραφα σενάρια.
Ε! Πάει πολύ, οι φοβικές συμπεριφορές να αναγορεύονται και ως στάση πολιτικής αρετής, εθνικοφροσύνης και φιλολαϊκότητας.
Αυτές οι πρακτικές δεν συνιστούν ούτε σεβασμό προς την κοινή γνώμη ούτε μεγαλοθυμία προς τις αγωνίες της. Υποκρύπτουν την πιο απόλυτη υστεροβουλία δείχνοντας τη χειρότερη περιφρόνηση απέναντι στην κοινωνία και τις ανάγκες της.
Η άποψή μου συνεπώς είναι ότι απαιτούνται επειγόντως δύο πράγματα:
Κυρίες και κύριοι
Σε ό,τι με αφορά, θα ήθελα το ΠΑΣΟΚ να διατυπώσει έναν τέτοιο πολιτικό λόγο πριν τις εκλογές. Δηλαδή, απαιτείται μία νέα πολιτική πλατφόρμα σε αυτή τη βάση. Σε αυτή τη διαδικασία θέλησα να συμβάλλω με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Το ΠΑΣΟΚ έχει τη μοναδική ευκαιρία να κερδίσει εκείνο το επιφυλακτικό, μέχρι σήμερα, αλλά και ψύχραιμο τμήμα της κοινωνίας που διαθέτει γνωστικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, επιστημονικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, το οποίο θα προσδιορίσει την τελική στάση του στις επερχόμενες εκλογές μόνο με ρεαλιστικά κριτήρια όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης και την εν συνεχεία εξέλιξη της χώρας, και δεν θα παρασυρθεί από τις γνωστές πλειοδοσίες του προεκλογικού ανταγωνισμού.
Πρέπει δε να είναι σαφές σε όλους ότι αυτό το τμήμα της κοινωνίας δεν θα είναι μόνο «χρήσιμο» εκλογικά, αλλά απαραίτητο κυρίως μετεκλογικά για να οικοδομηθούν οι αναγκαίες συναινέσεις και κοινωνικές συμμαχίες.
Ο άτεγκτος νόμος των κοινωνικών φαινομένων μας διδάσκει ότι ακόμα και αν κάποιος κερδίσει τις εκλογές με τους νόμους της μηχανικής και όχι της πολιτικής ευθύνης, είναι βέβαιο ότι θα γνωρίσει τη συντριβή μετά τις εκλογές. Και αυτό θα είναι άδικο για τη χώρα μας, σε αυτή τη φάση.
Κυρίες και κύριοι,
Εγώ αυτά θεωρώ στην παρούσα φάση ως τον ορισμό της πολιτικής ευθύνης και δεν περιμένω την γονιμοποίηση της απελπισίας για να προκύψουν οι νέες προϋποθέσεις στη χώρα μου.
Σας ευχαριστώ πολύ.
|