Ομιλία στην Επιστημονική Ημερίδα

‘‘Συνταγματικό Δικαστήριο‘‘

της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Συνταγματικό Δικαστήριο. Μια άστοχη και επικίνδυνη πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος.

13 / 2 / 2007

Α. Εισαγωγικά.

Όπως είναι γνωστό έχει προταθεί από το κυβερνών κόμμα, μεταξύ άλλων η αναθεώρηση του άρθρου 100 του Συντάγματος που αναφέρεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Με την πρόταση αυτή αναθεώρησης     τίθεται και πάλι στο προσκήνιο το αμφιλεγόμενο ζήτημα της ίδρυσης και λειτουργίας στη χώρα μας Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Να θυμίσω ότι προτείνεται ειδικότερα η μετατροπή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) σε Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο θα έχει ενισχυμένες αρμοδιότητες σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Προτείνεται βέβαια να διατηρήσουν όλα τα δικαστήρια (όλων των βαθμίδων και δικαιοδοσιών) το συγκεκριμένο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, να παραπέμπουν όμως υποχρεωτικά κάθε ζήτημα αντισυνταγματικότητας που ανακύπτει ενώπιόν τους στην ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου. Ο έλεγχος τελικά της συνταγματικότητας ανατίθεται κατά την πρόταση αυτή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, στο οποίο οι ολομέλειες των Ανώτατων δικαστηρίων είναι υποχρεωμένες να παραπέμπουν τα ανακύπτοντα     ζητήματα συνταγματικότητας.

Κατά την ίδια πρόταση το Συνταγματικό Δικαστήριο θα διατηρήσει όλες τις αρμοδιότητες του ήδη λειτουργούντος Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) και ακόμη θα αναλάβει τον έλεγχο της διαφάνειας των οικονομικών των κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών και τον έλεγχο του «πόθεν έσχες» των βουλευτών και την επιβολή των σχετικών κυρώσεων.

Δεν χρειάζεται κανείς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να       καταλάβει ότι η πρόταση αυτή στοχεύει στην κατάργηση ουσιαστικά του συστήματος διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που επικρατεί στη χώρα μας και στη δημιουργία ενός συστήματος συγκεντρωτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων από ένα κεντρικό ολιγομελές Συνταγματικό Δικαστήριο.

Η εξέχουσα και καίρια αυτή αρμοδιότητα του προτεινόμενου Συνταγματικού Δικαστηρίου, χωρίς την ύπαρξη της οποίας δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για σύσταση και λειτουργία συνταγματικού δικαστηρίου, αποτέλεσε, όπως φαίνεται, το έναυσμα της πρότασης     αυτής.

Οι υπόλοιπες αρμοδιότητες που ανατίθενται στο νέο αυτό συνταγματικό δικαστήριο (λοιπές αρμοδιότηττες ΑΕΔ, έλεγχος διαφάνειας οικονομικών των κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών, έλεγχος πόθεν έσχες των βουλευτών) δεν νομίζω ότι από μόνες τους θα μπορούσαν να     στηρίξουν πειστικά μια τέτοια πρόταση ίδρυσης Συνταγματικού    Δικαστηρίου.

Μίλησα πριν για κατάργηση ουσιαστικά του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων εκ μέρους όλων των δικαστηρίων, διότι η περιεχόμενη στην πρόταση παράλληλη διατήρηση του ισχύοντος       συστήματος του διάσπαρτου αυτού ελέγχου από τα κατώτερα δικαστήρια αποβαίνει πλέον χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.

Πράγματι, όταν το κατώτερο, το όποιο δικαστήριο ουσίας, το οποίο κρίνει κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας ότι μια διάταξη νόμου είναι αντισυνταγματική, είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει το     ζήτημα στο οικείο ανώτατο δικαστήριο, το οποίο, ας σημειωθεί είναι     επίσης υποχρεωμένο να παραπέμπει κάθε ζήτημα συνταγματικότητας στο νέο Συνταγματικό Δικαστήριο, τότε δεν μπορεί, παρά να  μιλάμε για ένα απονευρωμένο, θα έλεγα «ευνουχισμένο», δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων που απομένει να ασκείται από όλα τα δικαστήρια, όλων των δικαιοδοσιών, δηλαδή για ένα εκμηδενισμένο      διάχυτο έλεγχο.

 

Β. Διεθνής εμπειρία

Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, τα συνταγματικά δικαστήρια θεωρούνται οιονεί πολιτικά όργανα. Διατηρούν κάποιο κύρος στο βαθμό που σ΄ αυτά συμμετέχουν νομικοί κύρους, όπως συμβαίνει στη Γερμανία. Πλην,       ελάχιστες φορές αντιτάχθηκαν στις θελήσεις της τρέχουσας πολιτικής εξουσίας, ενώ θεωρήθηκαν πάντοτε οι στυλοβάτες του υφιστάμενου πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος. Στην (τέως Δυτική)  Γερμανία, το συνταγματικό δικαστήριο αποδέχθηκε ως συνταγματική τη θέση της πολιτικής εξουσίας ότι το γερμανικό κομουνιστικό κόμμα είναι κόμμα εκτός νόμου, ενώ στην Τουρκία το αντίστοιχο συνταγματικό δικαστήριο αποτελεί, μαζί με το στρατό και τη διπλωματία, τον βασικό βραχίονα του κεμαλικού καθεστώτος.

 Αν εξαιρέσει κανείς το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας, όλα τα λοιπά συνταγματικά δικαστήρια συστάθηκαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ιδίως στις τέως ναζιστικές, φασιστικές κλπ. χώρες (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία κλπ.) λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης που υπήρχε μετά τον πόλεμο από τη νέα πολιτική εξουσία στους τότε υπηρετούντες δικαστές. Σημειωτέον ότι στη ναζιστική Γερμανία όλοι οι μη εκδιωχθέντες δικαστές έπρεπε να είναι μέλη του ναζιστικού κόμματος. Τέτοια, όμως,        προβλήματα δεν υπήρξαν στην Ελλάδα, μολονότι και στη χώρα μας δεν έγινε στην ουσία δικαστική κάθαρση ούτε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ούτε μετά την τελευταία δικτατορία.

 

Γ. Διάχυτος και συγκεντρωτικός έλεγχος. Πλεονεκτήματα και αδυναμίες.

Ήδη από το 1892 τα κατώτερα δικαστήρια και από το 1897 ο Άρειος      Πάγος αποφάνθηκαν ότι τα δικαστήρια είναι αρμόδια να ερευνούν την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των νόμων με την έννοια, όχι να ακυρώνουν τον κρινόμενο ως αντισυνταγματικό νόμο, αλλά να μη τον εφαρμόζουν στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση.

Ο έλεγχος λοιπόν της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας  ξεκίνησε από τον κοινό δικαστή, ο οποίος θεώρησε ως υπηρεσιακό     καθήκον του να ασκεί παράλληλα με την κοινή δικαιοδοσία και το έργο αυτό, ως άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικαιοδοτικό του έργο. Δηλαδή η συνταγματική δικαιοσύνη στην Ελλάδα αποτέλεσε από την αρχή οργανικό τμήμα της κοινής δικαιοσύνης.

Το διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ενστερνίστηκε και υιοθέτησε πολύ μεταγενέστερα και ο συνταγματικός νομοθέτης, αρχικά με το Σύνταγμα του 1952, κυρίως όμως στη συνέχεια με το Σύνταγμα του 1975. Θα πρέπει εδώ να σημειώσω ότι το χαρακτήρα αυτό του      ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ως διάχυτου, δεν αναιρεί το γεγονός ότι στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του  Συντάγματος του 1975 ανατέθηκε ένας ειδικός και περιορισμένος έλεγχος της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας τυπικού νόμου.

Μπορούμε λοιπόν αδίστακτα να πούμε ότι έχουμε μια μακρά  και, όπως θα εκθέσω στη συνέχεια, επιτυχημένη παράδοση διάχυτου δικαστικού   ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.

Ο διάχυτος έλεγχος είναι έλεγχος παρεμπίπτων και όχι ευθύς, αλλά επιπλέον και έλεγχος συγκεκριμένος και όχι αφηρημένος, διότι γίνεται μόνο αν κάποιος έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για συγκεκριμένη υπόθεση και αφορά συγκεκριμένες διατάξεις και όχι το σύνολο του νόμου.

Χαρακτηριστικό του διάχυτου ελέγχου, που αποτελεί νομίζω το βασικό πλεονέκτημά του, είναι η δημοκρατικότητα του ελέγχου αυτού. Είναι ένας έλεγχος διευρυμένος, αφού γίνεται από όλα τα δικαστήρια, από τα κατώτατα έως τα ανώτατα.

Η «εν δυνάμει» εξουσία του οποιουδήποτε τακτικού δικαστή και του τελευταίου Ειρηνοδίκη να μπορεί σε συγκεκριμένη υπόθεση να κηρύξει ανεφάρμοστη συγκεκριμένη διάταξη νόμου, ως αντισυνταγματική, μπορεί να «ενοχλεί» ενδεχομένως τη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία. Όμως ο έλεγχος αυτός αποτελεί δημοκρατικό επίτευγμα και εγγύηση του κράτους δικαίου. Για να έχουμε κράτος δικαίου δεν αρκεί να υπάρχουν κανόνες που διέπουν την άσκηση κάθε εξουσίας, αλλά είναι αναγκαίο να υπάρχουν και κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των κανόνων αυτών.

Αν θα ανατρέξει κανείς στη νομολογία των δικαστηρίων μας θα διαπιστώσει ότι το σύστημα του διάχυτου ελέγχου έχει λειτουργήσει και εξακολουθεί να λειτουργεί επιτυχώς.  Με την εξαίρεση λίγων περιπτώσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, μπορούμε αδίστακτα να πούμε ότι τα δικαστήριά μας έχουν αντιμετωπίσει με περίσκεψη το πρόβλημα της συνταγματικότητας των νόμων.

Η ανομοιογένεια που μερικές φορές εμφανίζεται στην αντιμετώπιση  ορισμένων συνταγματικών ζητημάτων κατά το διάχυτο έλεγχο δεν αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα, ίσως δεν αποτελεί καθόλου          μειονέκτημα, αν σκεφθεί κανείς ότι η ανομοιογενής, η διαφορετική δικαστική κρίση εκφράζει ως ένα βαθμό την ανεξάρτητη λειτουργία του δικαστή και εμπλουτίζει με τον πλουραλισμό της, από το νεότερο και άπειρο, αλλά πιο φρέσκο στις αντιλήψεις δικαστή, έως τον αρχαιότερο και πιο έμπειρο και πιο σοφό δικαστή, το τοπίο το συνταγματικού        ελέγχου και το διατηρεί πάντα ζωντανό και επίκαιρο. Είναι προτιμότερο να υπάρχει μια κάποια ανομοιογένεια κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ακολουθούμενη έστω και από κάποια ανασφάλεια δικαίου, η οποία απορρέει από μια πράγματι ανεξάρτητη άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, παρά να έχουμε μια ομοιογένεια προερχόμενη από ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, για την ανεξάρτητη και ανεπίδεκτη πολιτικών κριτηρίων κρίση του οποίου μπορεί συχνά να γεννιούνται  αμφιβολίες. Άλλωστε η ανομοιογένεια αυτή δεν έχει τη σημασία που συχνά της αποδίδεται, αφού αμβλύνεται ή και εξαφανίζεται με την άσκηση των ένδικων μέσων, οπότε η κρίση για την συνταγματικότητα και κυρίως για το πολύ πιο ενδιαφέρον ζήτημα της αντισυνταγματικότητας μιας διάταξης νόμου μεταφέρεται στο ανώτερο κατά βαθμό δικαστήριο ή και στην Ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, ορισμένες δε φορές στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.

Αντίθετα η ανάθεση συγκεντρωτικά του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων σε ένα συνταγματικό δικαστήριο, αποτελεί θα έλεγα ένα σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας αριστοκρατικό, αφού ένα  ολιγομελές όργανο, θα αποφασίζει μια φορά για τη συνταγματικότητα των νόμων. Με τι κριτήρια όμως το όργανο αυτό, και αν ακόμη συγκροτείται από έμπειρα, σοφά και εξειδικευμένα πρόσωπα, θα   αποφασίζει δεν είναι βέβαιο, ούτε ευκρινές. Μπορεί ενδεχομένως να εμφιλοχωρούν καθαρά πολιτικά κριτήρια, όπως άλλωστε έχει δείξει και η εμπειρία άλλων κρατών.

Υπήρξε στο παρελθόν η επίκριση για το σύστημα διάχυτου ελέγχου, αναφερόμενη κυρίως στο Συμβούλιο Επικρατείας, ότι αρκετές φορές μια ολιγομελής σύνθεση ανωτάτου δικαστηρίου αποφαινόταν αμετάκλητα για την αντισυνταγματικότητα διάταξης νόμου, χωρίς να παραπέμπει το      ζήτημα στην Ολομέλεια του δικαστηρίου. Εμφανίστηκε ειδικότερα στην πράξη το φαινόμενο τμήματα πενταμελούς σύνθεσης του Συμβουλίου Επικρατείας να αποφαίνονται με πλειοψηφία τριών μελών οριστικά και συνακόλουθα αμετάκλητα για την αντισυνταγματικότητα και επομένως για τον παραμερισμό διάταξης τυπικού νόμου, χωρίς να παραπέμπουν το ζήτημα στην Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας.  Έτσι, παρά τη διατύπωση ορισμένων αντιρρήσεων, ψηφίστηκε τελικά από την προηγούμενη αναθεωρητική Βουλή η προσθήκη στο άρθρο 100 του      νέου αναθεωρημένου Συντάγματος του 2001 της παραγράφου 5, σύμφωνα με την οποία, όταν Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία    ολομέλεια, εκτός εάν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται ρητά και όταν το Συμβούλιο Επικρατείας επεξεργάζεται κανονιστικά διατάγματα. Με τη νέα αυτή συνταγματική ρύθμιση θεραπεύονται πλέον οι επισημανθείσες αδυναμίες του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας και η επιχειρηματολογία υπέρ της καθίδρυσης ενός συνταγματικού δικαστηρίου φαίνεται και από την άποψη αυτή να εξασθενεί σημαντικά.

Ως προς το επιχείρημα που έχει διατυπωθεί ότι η δημιουργία ενός συνταγματικού δικαστηρίου θα επιταχύνει τη διαδικασία εκκαθάρισης των ζητημάτων συνταγματικότητας των νόμων, θα μου επιτρέψετε να διατηρώ ισχυρές επιφυλάξεις.

Δεν θα πρέπει ακόμη να παραγνωρίζεται ότι η πρόσβαση του πολίτη σε ένα  Συνταγματικό Δικαστήριο θα είναι πολύ δαπανηρότερη και άρα σπανιότερη για τους οικονομικά ασθενείς. Δημιουργείται λοιπόν, αν        θέλετε και από την άποψη αυτή, ένα σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων λιγότερο δημοκρατικό.

Θέλω ακόμη να επισημάνω ότι η πρόταση ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου καταλήγει στη δημιουργία μιας νέας αυτοτελούς    δικαιοδοσίας, διακεκριμένης  από την κοινή δικαιοδοσία. Μοιραίο είναι να δημιουργηθούν ζητήματα διάκρισης των δύο αυτών δικαιοδοσιών, τα  οποία είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε επώδυνες συγκρούσεις και συγχύσεις. Δεν είναι αβάσιμος ο φόβος ότι το νέο αυτό δικαστήριο αντί να λειτουργεί, μέσω του συνταγματικού ελέγχου, ως όργανο ελέγχου της πολιτικής εξουσίας, μπορεί να στρέψει τον έλεγχό του προς την αντίθετη κατεύθυνση και να καταλήξει τελικά σε ένα όργανο ελέγχου των κοινών δικαστηρίων, σε ένα δικαστήριο που ουσιαστικά θα επιτροπεύει  τα κοινά δικαστήρια στο συνταγματικό τους ρόλο, ένα δικαστήριο για τα  δικαστήρια και πάνω από αυτά.

 

Δ. Συμπερασματικές σκέψεις.

Για όλους τους λόγους που προεξέθεσα, έχω τη γνώμη ότι η ιδέα της ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου στη χώρα μας είναι όχι μόνο εξωπραγματική, λιγότερο δημοκρατική και ξένη προς την πολυχρόνια συνταγματική μας παράδοση, αλλά επιπλέον άσκοπη και επικίνδυνη. Θεωρώ βέβαιο ότι δεν θα αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του διάχυτου     ελέγχου, οι οποίες άλλωστε, όπως έχω προαναφέρει, έχουν περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό μετά και την προσθήκη στο άρθρο 100 του  Συντάγματος κατά την αναθεώρηση του 2001 πέμπτης παραγράφου με το προεκτεθέν περιεχόμενο, αλλά αντίθετα θα δημιουργήσει νέα     προβλήματα, μεγαλύτερα και δυσκολότερα από τα υπάρχοντα. Αντί η συγκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας στο Συνταγματικό Δικαστήριο με παραπομπή από τα κατώτερα δικαστήρια να οδηγήσει, όπως άστοχα προβάλλεται, στην επιτάχυνση της διαδικασίας, είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων, η επίλυση των οποίων εξαρτάται από την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου επί ανακύψαντος ζητήματος αυνταγματικότητας. Διερωτώμαι πως ένα τέτοιο Συνταγματικό      Δικαστήριο θα αντεπεξέλθει στο φόρτο των υποθέσεων που αναμένεται να το κατακλύσουν, πως μπορεί με μια τέτοια αναμενόμενη πληθώρα  υποθέσεων να διατηρήσει την επιζητούμενη υψηλή ποιότητα στις     αποφάσεις του και να αποκτήσει μέσω αυτών την απαιτούμενη αναγνώριση.

Αλλά και η θρυλούμενη βεβαιότητα δικαίου, την οποία προσδοκάται να εξασφαλίσει η παραπομπή στο συνταγματικό δικαστήριο είναι πολύ     αμφίβολη.  Ενδεχομένως μάλιστα να προκληθούν νέα άλυτα ζητήματα, συνδεόμενα με τη φύση του ελέγχου που το συνταγματικό Δικαστήριο θα ασκεί, αν δηλαδή ο έλεγχος θα είναι αφηρημένος ή συγκεκριμένος, θα σχετίζεται με τη συγκεκριμένη υπόθεση ή θα είναι ανεξάρτητος από αυτή, αν η κρίση για τη συνταγματικότητα θα δημιουργεί δεδικασμένο μόνο για τους διαδίκους ή για κάθε μελλοντική υπόθεση, αν και σε ποια έκταση θα δεσμεύεται από την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου ο δικαστής.

Το ΠΑΣΟΚ δεν συμφωνεί με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στη χώρα μας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ‘‘Συνταγματικό Δικαστήριο’’ στην Ελλάδα εισήγαγε για πρώτη φορά το τελευταίο χουντικό ‘‘Σύνταγμα’’, προκειμένου να περιορισθούν ακόμη περισσότερο κάποιοι ‘‘απείθαρχοι’’ επί χούντας δικαστές, που άνηκαν συνήθως στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Και βέβαια το συνταγματικό δικαστήριο της χούντας ποτέ δε λειτούργησε.

 

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home