Περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος»
(Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2001)
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΤΑ ΧΡΕΗ των νοσοκομείων οφείλονται βασικά στην αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων να πληρώσουν. Μετά το Ασφαλιστικό, ο τομέας της υγείας θα δημιουργήσει την επόμενη μεγάλη κρίση του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να λειτουργεί με βάση τον περιορισμό των πιστώσεων, αλλά βάσει της μείωσης των δαπανών και την κατάρτιση ειλικρινών προϋπολογισμών. Και, για τον λόγο αυτόν, είναι απαραίτητο να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί η μεταρρύθμιση, ώστε να εφαρμοσθεί, με στόχο να αποκτήσουμε ένα σύστημα που μέσο-μακροπρόθεσμα να έχει τη δυνατότητα να διοικηθεί –με περιορισμό της σπατάλης, της αυθαιρεσίας και της κακοδιαχείρισης—και με την προσφορά υπηρεσιών ποιότητας στον πολίτη. Αυτά είναι τα βασικά σημεία της συνέντευξης που έδωσε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ο υπουργός Υγείας και Πρόνοιας κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, ο οποίος με τη γνωστή ευθύτητα που τον διακρίνει δεν δίστασε να ανοίξει ξανά μέτωπο κατά του ΙΚΑ, «καταγγέλλοντας» το γεγονός ότι υγειονομικές υπηρεσίες που καλύπτουν 6,5 εκατ. πολίτες δεν μπορούν να αποτελούν κράτος εν κράτει και να μην ελέγχονται από το υπουργείο Υγείας. «Ο προϋπολογισμός «γεννά» τα χρέη των νοσοκομείων» ΕΡΩΤ. : Έχετε ξεκινήσει μία τεράστια μεταρρύθμιση στο σύστημα υγείας. Τι κόστος θα έχει αυτή για τον έλληνα φορολογούμενο; «Δημοσιονομικό κόστος ουσιαστικά δεν υπάρχει –το εκτιμούμε περί τα 15–20 δισ. δρχ. το χρόνο τα οποία αφορούν την πρόσληψη ειδικευμένου προσωπικού στα Πε.Σ.Υ και στη διοίκηση των νοσοκομείων. Σκοπός μας είναι να αλλάξει η οργανωτική δομή του συστήματος με πρωταρχικό σκοπό την αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών ποιότητας στους πολίτες και παράλληλα την αποδοτική εκμετάλλευση των πόρων που ήδη χρησιμοποιούνται». ΕΡΩΤ. :Πρόκειται όμως να γίνουν 10.000 – 12.000 νέες προσλήψεις. Το ελάχιστο κόστος τους ανέρχεται σε περίπου 60 δισ. δρχ. «Οι προσλήψεις αυτές προβλέπονται για την κάλυψη θέσεων που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και θα πρέπει να γίνουν είτε κάνουμε είτε δεν κάνουμε τη μεταρρύθμιση». ΕΡΩΤ. : Κάνετε λόγο για αποδοτική χρήση πόρων. Δεν είναι πάντως λίγοι οι δημόσιοι πόροι που διαθέτουμε για την υγεία στην Ελλάδα; Με δημόσιες δαπάνες που ανέρχονται στο 5% του ΑΕΠ (το 1997 και 1998) είμαστε στην 13η θέση στην Ευρώπη των «15». «Η εικόνα αυτή είναι απατηλή διότι στηρίζεται στις πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό και διατίθενται και όχι στη συνολική δαπάνη που πραγματοποιείται και η οποία περιλαμβάνει τα χρέη που δημιουργούνται και για τα οποία διαβάζουμε συνεχώς». ΕΡΩΤ. : Λετε δηλαδή, ότι π.χ., τα χρέη που δημιουργούνται στα νοσοκομεία οφείλονται στην έλλειψη πιστώσεων; «Βεβαίως. Σήμερα έχει δημιουργηθεί τεράστιο θέμα με τα χρέη των 355 δισ. δρχ. που έχουν συσσωρεύσει τα νοσοκομεία –μόλις σε διάρκεια τριών χρόνων από την τελευταία διευθέτηση. Αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Ας δούμε όμως και την άλλη. Τα ασφαλιστικά ταμεία (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΟΠΑΔ, ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, Οίκος Ναύτου) έχουν συσσωρεύσει στην ίδια αυτή τριετία χρέη προς τα νοσοκομεία ύψους 170 δις. δρχ. Το κόστος της νοσοκομειακής περίθαλψης των απόρων ανέρχεται σε 30 δισ. δρχ. το χρόνο και έναντι αυτού στον προϋπολογισμό εγγράφονται πιστώσεις ύψους 5 δισ. δρχ. το χρόνο –οπότε δημιουργείται νέο χρέος ύψους 75 δις. δρχ. στην τριετία. Το κόστος της αιμοδοσίας ανέρχεται σε 50 δισ. δρχ. το χρόνο και στον προϋπολογισμό εγγράφονται πιστώσεις για 5 δισ. δρχ., οπότε στην τριετία έχουμε νέα «μαύρη τρύπα» ύψους 135 δισ. δρχ. Αν αθροίσετε τα ποσά αυτά φτάνουμε στα 380 δισ. δρχ. Με δεδομένο λοιπόν αυτό το άνοιγμα, αναπόφευκτα τα νοσοκομεία με τη σειρά τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις δικές τους υποχρεώσεις και συσσωρεύουν με τη σειρά τους χρέη». ΕΡΩΤ. : Θέλετε δηλαδή να μας πείτε πως δεν υπάρχει κακοδιαχείριση στα νοσοκομεία; «Να ξεχωρίσουμε την κακή διαχείριση από τα χρέη. Βεβαίως και υπάρχει κακή διαχείριση στα νοσοκομεία. Σύντομα θα έχουμε πλήρη αποτύπωση της κατάστασης που επικρατεί και θα την αντιμετωπίσουμε με σειρά μέτρων, όπως τοποθέτηση επαγγελματιών μάνατζερ στη διοίκηση των νοσοκομείων, μηχανογράφηση, θέσπιση ποιοτικών και διαδικαστικών προδιαγραφών, διπλογραφικό σύστημα, κατάρτιση ρεαλιστικών προϋπολογισμών από το επίπεδο τμήματος και άνω και αναζήτηση και απόδοση ευθυνών σε κάθε επίπεδο με τη δημιουργία ισχυρών και ανεξάρτητων μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου. Γενικά εκτιμούμε ότι έχουμε τη δυνατότητα να πετύχουμε περιορισμό της σπατάλης της τάξεως του 10% - 15%, τουλάχιστον, σε πρώτη φάση και τα ποσά αυτά θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να γίνουν, π.χ., οι σωστές επενδύσεις». ΕΡΩΤ. : Κάπως μικρά δεν είναι τα νούμερα αυτά; «Κοιτάξτε, η δαπάνη των νοσοκομείων ανέρχεται σε περίπου 1 τρισ. δρχ. το χρόνο. Απ΄ αυτό τα 650 δισ. δρχ. αφορούν αμοιβές. Επομένως η δυνατότητα παρέμβασης περιορίζεται στα υπόλοιπα 350 δισ. δρχ. που είναι οι υπόλοιπες λειτουργικές δαπάνες. Αν τις μειώσουμε κατά 15%ομιλούμε για εξοικονόμηση της τάξεως των 50 δισ. δρχ. Οι λοιπές δαπάνες του Δημοσίου για την υγεία ανέρχονται σε 1,5 τρισ. δρχ. όπου και πάλι το μεγαλύτερο μέρος αφορά δαπάνες μισθοδοσίας. Επομένως, η εξοικονόμηση που μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να θιγεί το προσωπικό είναι της τάξεως συνολικά των 100-120 δισ. δρχ. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε στην οργανωτική αναδιάρθρωση του συστήματος ώστε να βελτιώσουμε την ποιότητα του και αποτελεσματικότητά του με την καλύτερη χρήση των πόρων που υπάρχουν. Διαφορετικά, θα εξακολουθούμε να πετάμε «καλά» λεφτά σ’ ένα «κακό» σύστημα. Προς την κατεύθυνση αυτή θα βοηθήσει σημαντικά η ίδρυση του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας και Πρόνοιας που έχει στόχο να περιορίσει τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης, σπατάλης και αυθαιρεσίας». ΕΡΩΤ. : Θεωρείτε πως είναι υψηλές οι δαπάνες διοίκησης; «Στην πραγματικότητα ανέρχονται σε ποσοστό 10% της συνολικής δαπάνης του Δημοσίου. Η μέση κατά κεφαλή δαπάνη για ιατρική, νοσοκομειακή και φαρμακευτική περίθαλψη ανέρχεται σε 103,6 χιλιάδες δρχ.(για το 2000) και η αντίστοιχη δαπάνη σε είδος σε 104 χιλ. δρχ. Με βάση το γεγονός πως η συνολική δαπάνη του Δημοσίου για την υγεία ανέρχεται σε 230 χιλ. κατά κεφαλήν, τότε τα καθαρά έξοδα διοίκησης ανέρχονται σε 28.000 δρχ. ή περίπου στο 10% του συνόλου. Αλλά, στο νούμερο των 103,6 χιλ. δρχ. προφανώς υπάρχουν και δαπάνες διοίκησης. Η ακριβής εικόνα θα αποτυπωθεί σύντομα με την κατάρτιση των προϋπολογισμών, καθώς και οι δύο διαδικασίες ήδη προχωρούν». ΕΡΩΤ. : Εντοπίζετε μέρος του προβλήματος των χρεών στη δημοσιονομική πολιτική; «Δυστυχώς ναι. Αν γνωρίζουμε ότι μία δραστηριότητα κοστίζει –ό,τι και να γίνει – 30 δισ. δρχ, το χρόνο και εγγράφουμε στον προϋπολογισμό πίστωση 5 δισ. δρχ. τότε αναπόφευκτα θα δημιουργηθεί πρόβλημα. Ακόμη κι’ αν δεχτούμε ότι γίνεται σπατάλη και ότι η δραστηριότητα αυτή μπορεί να υλοποιηθεί με 30% χρήματα, πάλι θα έχουμε τη συσσώρευση χρεών. Παράλληλα, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως πέρα από το ασφαλιστικό πρόβλημα βρισκόμαστε στα πρόθυρα μίας μεγάλης κρίσης στον τομέα της υγείας. Οι δαπάνες αυξάνονται με εκρηκτικό ρυθμό. Χαρακτηριστικό είναι το πρόβλημα του ΟΓΑ. Ο προϋπολογισμός υποχρεωτικής ασφάλισης του 2001 καταρτίστηκε και εγκρίθηκε με έλλειμμα ύψους 52 δισ. δρχ., τη στιγμή κατά την οποία, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, από 10.2.1998 αυξήθηκε, με υπουργική απόφαση, το μέσο νοσήλιο κατά 55%. Ο Οργανισμός αντιμετωπίζει λοιπόν ταμιακό έλλειμμα ύψους 4,3 δισ. δρχ. το μήνα, και έτσι «ιεραρχεί» τις πληρωμές του καταβάλλοντας πρώτα τις συντάξεις και τις συμμετοχές στα φαρμακεία και μετά στα νοσοκομεία –μόνο που δεν του περισσεύουν χρήματα γι’ αυτό, οπότε μεταφέρει σ΄ αυτά το σύνολο του ταμιακού ελλείμματος του. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι τα συνολικά χρέη που έχει συσσωρεύσει ανέρχονται σε 120 δισ. δρχ. Βλέπουμε δηλαδή μία κατάσταση η οποία σαφέστατα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οι δαπάνες υγείας του ΟΓΑ ήταν 160 δισ. δρχ. το 1995 και έφτασαν τα 228 δισ. δρχ. το 2000. Απ’ αυτές μόνο 11,5 δισ. δρχ. αφορούν πληρωμές σε ιδιωτικές- συμβεβλημένες και μη κλινικές- και 2 δισ. δαπάνες για το εξωτερικό. Τα υπόλοιπα 207 δισ. δρχ. ήταν δαπάνες για νοσοκομεία του Δημοσίου (117 δισ. δρχ.) και φάρμακα (90 δισ. δρχ.). Αυτό είναι το πρόβλημα και δεν αντιμετωπίζεται με την περικοπή πιστώσεων». ΕΡΩΤ. : Και το άλλο μέρος του προβλήματος; «Στις αυξημένες απαιτήσεις των πολιτών για υγειονομική περίθαλψη, σε συνδυασμό με την αύξηση του μέσου όρου ζωής και τις δημογραφικές εξελίξεις. Οι δαπάνες για την υγεία παρουσιάζουν έντονα ανοδική τάση –εκρηκτική θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω—όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις ανεπτυγμένες χώρες, ειδικά στην Ευρώπη. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι ευρωπαίοι συνάδελφοί μου ανησυχούν με το φαινόμενο αυτό. Θα πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε πως η σημερινή μεταρρύθμιση επιδιώκει να αντιμετωπίσει ένα μέρος του προβλήματος, αυτό της αποτελεσματικής χρήσης των πόρων. Η υλοποίηση του στόχου αυτού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, αναγκαίο σημείο εκκίνησης, για να αντιμετωπίσουμε τη επερχόμενη λαίλαπα της γρήγορης αύξησης των δαπανών για την υγεία. Χωρίς τη μεταρρύθμιση που υλοποιούμε θα είμαστε ανοχύρωτο κάστρο στα νέα και πιεστικά προβλήματα που θα χαρακτηρίσουν τον τομέα στα επόμενα χρόνια». ΕΡΩΤ. :Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει; «Κατ’ αρχάς να μην συντάσσονται ελλειμματικοί προϋπολογισμοί. Εφόσον μία δραστηριότητα επισήμως κοστολογείται σε συγκεκριμένο επίπεδο, να εγγράφεται και η σχετική πίστωση. Κατά δεύτερο λόγο, θα πρέπει η φροντίδα για την υγεία να αποδεσμευτεί από τη δράση των ασφαλιστικών οργανισμών. Το παράδειγμα του ΙΚΑ, που έχει δημιουργήσει ένα ξεχωριστό και ουσιαστικά ανεξέλεγκτο σύστημα, είναι πρωτοφανές στον κόσμο. Καλύπτει 6,5 εκατ. πολίτες και υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας. Το ΙΚΑ, δηλαδή, ουσιαστικά δεν ανήκει στο ΕΣΥ και αυτήν την κατάσταση προσπαθούμε τώρα να αντιμετωπίσουμε με τη μεταρρύθμιση που προχωρούμε και βάσει της οποίας οι υγειονομικές υπηρεσίες του «περνούν» στο ΕΣΥ. Τρίτον, οφείλουμε να αλλάξουμε τη νοοτροπία μας. Δεν υπάρχουν κανόνες κι’ αυτό κυριολεκτικά έχει διαλύσει το σύστημα. Η μεταρρύθμιση που υλοποιούμε επιδιώκει να θέσει κανόνες και ταυτοχρόνως να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την παροχή στον πολίτη υπηρεσιών υγείας ποιότητας, με ελευθερία επιλογής. Οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, τα Γραφεία Υποδοχής Ασθενών, ο θεσμός του Οικογενειακού Γιατρού, τα Κέντρα Υγείας Αστικού Τύπου (και μετέπειτα στην Επαρχία), τα Ιατρεία Διερχομένων, η κατάργηση ορισμένων νοσοκομείων, η μεταφορά των Πανεπιστημιακών Κλινικών, ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων για Έρευνα και Ανάπτυξη και το νέο σύστημα προμηθειών αυτόν το σκοπό έχουν». ΕΡΩΤ. :Τι πλεονεκτήματα έχει το νέο σύστημα προμηθειών; «Το κάθε νοσοκομείο θα προσδιορίζει τις ανάγκες του και θα τις υποβάλει στο Πε.Σ.Υ στο οποίο ανήκει. Οι προμήθειες θα γίνονται από το κάθε ένα από τα 17 Πε.Σ.Υ, αφού θα έχει προηγηθεί έρευνα αγοράς, αφού θα έχουν καθοριστεί «νοσοκομειακές τιμές» και αφού θα έχουν υιοθετηθεί ποιοτικές προδιαγραφές για το υλικό υπό προμήθεια. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα βελτιωθεί η ποιότητα και θα περιοριστεί η δαπάνη καθώς τα δημόσια νοσοκομεία θα έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν να πληρώνουν στις ίδιες τιμές με τα κερδοφόρα ιδιωτικά». ΕΡΩΤ. :Μα, τα νοσοκομεία δεν έχουν χρήματα. Πως θα πληρώνουν άμεσα, αφού βασική προϋπόθεση είναι να τυγχάνουν εκπτώσεων; «Η προσαρμογή θα γίνει σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο καθιερώνουμε τον θεσμό της Διαμεσολαβούσης Τραπέζης. Τα νοσοκομεία θα συμβληθούν με τράπεζες οι οποίες και θα πληρώνουν τους προμηθευτές και θα αναλαμβάνουν τα χρέη. Αυτό θα επιτρέψει να κερδίσουμε χρόνο ώσπου να περάσουμε στο δεύτερο στάδιο, που αφορά την πλήρη και πιστή εφαρμογή του προϋπολογισμού ο οποίος θα έχει καταρτιστεί με ρεαλισμό. Οι παραγγελίες θα γίνονται με βάση τον προϋπολογισμό και η όλη διαδικασία θα ελέγχεται από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, όπως γίνεται στις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις». ΕΡΩΤ. :Πόσο γρήγορα μπορούμε να αναμένουμε αποτελέσματα με τη μεταρρύθμιση αυτή που υλοποιείτε; «Τα πρώτα αποτελέσματα θα είναι άμεσα ορατά. Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ένα σημαντικό παράγοντα. Η όποια διαρθρωτική αλλαγή σε σύστημα υγείας απαιτεί τουλάχιστον μία δεκαετία. Αυτό συνέβη στη Βρετανία κ.α. Ο λόγος είναι διπλός. Αφενός η μεταρρύθμιση δεν είναι μόνο θέμα διαδικασιών και οργάνωσης, αλλά και θέμα νοοτροπίας και αφετέρου, η μεταρρύθμιση γίνεται «εν πτήσει» –ενώ, δηλαδή, λειτουργεί το σύστημα. Υπάρχουν, λοιπόν, καθυστερήσεις, αντιδράσεις, αντιρρήσεις. Χρειάζεται υπομονή και επιμονή, αλλά, ευτυχώς, έχω και από τα δύο. Εξάλλου, υπάρχει κι’ ένα θαυμάσιο επιτελείο συνεργατών στο Υπουργείο, που διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην υλοποίηση της μεταρρύθμισης διότι πιστεύει σ΄ αυτήν, τη στηρίζει και την προωθεί». ΕΡΩΤ. : Συνοπτικά και επιγραμματικά, πως θα χαρακτηρίζατε την εικόνα της υγείας στην Ελλάδα; «Είμαστε η χώρα με τους περισσότερους αξονικούς τομογράφους, τους περισσότερους γιατρούς, τους περισσότερους εξειδικευμένους γιατρούς και τις περισσότερες εργαστηριακές εξετάσεις στον κόσμο –σε αναλογία βέβαια με τον πληθυσμό. Ταυτοχρόνως είμαστε η χώρα με το μικρότερο νοσηλευτικό προσωπικό, με ανύπαρκτη μετεκπαίδευση, χωρίς κανένα σύστημα αξιολόγησης των γιατρών και με γιατρούς που παράλληλα «διοικούν» μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία και μεγάλες ιδιωτικές κλινικές». ΕΡΩΤ. : Το ρόλο σας ως υπουργού πως τον βλέπετε; «Στην Ελλάδα δεν είσαι υπουργός υγείας αλλά υπουργός Ασθένειας, κι’ αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει. Και αφού υλοποιηθεί η μεταρρύθμιση, αυτό που θα χρειαζόμαστε θα είναι έναν υπουργό για τα οικονομικά της υγείας». ΕΡΩΤ. : Η μεταρρύθμιση προβλέπει και νέες πολιτικές υγείας; «Μία πλήρης μεταρρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει και την υιοθέτηση νέων πολιτικών. Οι νέες αυτές πολιτικές ενέχουν κόστος. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά και επικίνδυνα το θέμα της δημόσιας υγείας. Απαιτείται τεράστια παρέμβαση με νέες πολιτικές, νέους θεσμούς, νέα οργάνωση και νέες ειδικότητες και προσωπικό. Το θέμα αυτό δεν μπορεί να παραβλεφθεί και είναι στα άμεσα σχέδια μας». ΕΡΩΤ. :Ποιο θεωρείτε το χειρότερο χαρακτηριστικό του σημερινού συστήματος; «Το ότι αυτό δεν μπορεί να διοικηθεί». ΕΡΩΤ. :Ποιο θεωρείτε το πιο σημαντικό σημείο της μεταρρύθμισης; «Ότι θα αποκτήσουμε ένα σύστημα που θα μπορεί να διοικηθεί». |
|