ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ”
ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
“ΘΕΣΜΟΣ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ”
Όσο βαθαίνει η κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας τόσο πολλαπλασιάζονται οι προβληματισμοί για τις αιτίες που μας οδήγησαν σε μια τόσο οδυνηρή πραγματικότητα. Γιατί δεν βρήκαν ευήκοον ούς οι φωνές που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την επικείμενη δημοσιονομική κατάρρευση; Γιατί δεν υιοθετήθηκαν οι προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό, προκειμένου να αποφευχθεί η συνολική αποδιάρθρωσή του; Γιατί δεν εισακούσθηκαν όσοι επί χρόνια προειδοποιούσαν για τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και τη μη βιωσιμότητα του χρέους;
Είναι προφανές ότι οι ευθύνες για όλα αυτά –και για πολλά άλλα, ειδικότερα, που οδήγησαν στην κρίση– είναι προεχόντως πολιτικές και ως τέτοιες ασφαλώς και πρέπει να καταλογισθούν (με την μέγιστη δυνατή νηφαλιότητα, πάντως, αλλά και αυτοκριτική διάθεση, που δυστυχώς μόνο κατ’εξαίρεσιν απαντούν…). Ωστόσο, η σημερινή μας παρέμβαση δεν αποβλέπει στο να καταλογίσει αυτές τις ευθύνες. Επιχειρεί, αντίθετα, να προχωρήσει πέρα από αυτές, σε ένα δεύτερο επίπεδο, προκειμένου να αναδείξει μια επί πλέον σημαντική παράμετρο της κρίσης: τις κραυγαλέες θεσμικές ανεπάρκειες του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος ως προς το να διασφαλίσει μια έγκαιρη και έγκυρη προειδοποίηση για την χάραξη των αναγκαίων πολιτικών που αφορούν τόσο την πρόληψη των οικονομικών κινδύνων όσο και την αποτελεσματική και μετά λόγου γνώσεως αντιμετώπιση των συνεπειών τους.
Πράγματι, δεν χρειάζεται καμία ιδιαίτερη εμβάθυνση για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι η χώρα μας βρέθηκε όχι μόνον πολιτικά αλλά και θεσμικά απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει μια τέτοια κρίση, καθώς ούτε η κυβέρνηση, συνολικά, αλλά ούτε και τα επί μέρους υπουργεία, ιδίως δε τα κρισιμότερα, διέθεταν τον παραμικρό θεσμικό μηχανισμό ανάλυσης και επεξεργασίας των ενδεχόμενων συνεπειών της εθνικής και διεθνούς οικονομικής πραγματικότητας, όπως είχε διαμορφωθεί στις αρχές του νέου αιώνα. Δεν είναι δε διόλου απίθανο το αρχικό πρόβλημα να διογκώθηκε στις σημερινές του διαστάσεις λόγω σπασμωδικών κινήσεων πανικού, που προκλήθηκαν ακριβώς από την έλλειψη προετοιμασίας. Από πουθενά δεν αρθρώθηκε ένας υπεύθυνος θεσμικός λόγος προειδοποίησης για το που θα οδηγούμασταν χωρίς εξορθολογισμό των δαπανών, συμμάζεμα του δημόσιου τομέα και περιορισμούς στην διακριτική ευχέρεια του κάθε αιρετού να προσθέτει μελλοντικά δημοσιονομικά βάρη χωρίς έλεγχο. Από πουθενά δεν υπήρξε θεσμικός αντίλογος για το ότι το φιλολαϊκό είχε καταντήσει περίπου συνώνυμο του σπάταλου. Όλοι σχεδόν οι προϋπολογισμοί, όσα ελλείμματα και αν παρήγαν, μονίμως χαρακτηρίζονταν, χωρίς σοβαρή θεσμική τεκμηρίωση, προϋπολογισμοί λιτότητας, για να αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι το μέτρο είχε χαθεί και ότι το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η ανευθυνότητα, που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή.
Αν λοιπόν είναι κάτι που οφείλουμε να διδαχθούμε από τη σημερινή περιπέτεια είναι ότι πρέπει να καθιερωθεί συνταγματικά, στην επικείμενη αναθεώρηση, ένας κεντρικός θεσμικός μηχανισμός που θα αποβλέπει, μέσω τεκμηριωμένων και υψηλού κύρους επιστημονικών αναλύσεων, στην ανάπτυξη ενός ευρέως και εποικοδομητικού διαλόγου για την έγκαιρη συνειδητοποίηση των κινδύνων που εγκυμονεί μια συγκεκριμένη οικονομική πραγματικότητα. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να σταθμίζονται όλα τα δεδομένα, πριν εκπονηθούν οι εκάστοτε πολιτικές, αλλά και να συνδέονται με αυτές οι όποιες μελλοντικές ανισορροπίες και παρεκτροπές, προκειμένου να αποκτήσει συγκεκριμένο νόημα και περιεχόμενο ο καταλογισμός των πολιτικών ευθυνών ως προς την γενεσιουργό αιτία τους.
Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι ακόμη πιο απαραίτητος στις μέρες μας, καθώς με το διαρκές κυνηγητό των δόσεων και τις περιπετειώδεις τριμηνιαίες μνημονιακές εξετάσεις φαίνεται να διέλαθαν της προσοχής των περισσοτέρων οι βαθιές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα στη Ευρωπαϊκή Ένωση, ακριβώς σε αυτόν τον τομέα. Από το Νοέμβριο του 2011, παράλληλα με τη γνωστή διαδικασία για τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα –η οποία, σημειωτέον, κατέστη αυστηρότερη τόσο στο προληπτικό όσο και στο κυρωτικό επίπεδο– προβλέπεται πλέον και η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών (Macroeconomic Imbalance Procedure), επίσης με ένα προληπτικό σκέλος έγκαιρης προειδοποίησης (Alert Mechanism) καθώς και ένα κυρωτικό, το οποίο, όχι από σύμπτωση, ονομάζεται Διαδικασία Υπερβολικών Ανισορροπιών (Excessive Imbalance Procedure). Όπως δε συμβαίνει με τη διαδικασία υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κάθε χώρα για την οποία επισημαίνονται κίνδυνοι μελλοντικής κρίσης (π.χ. στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, στο εξωτερικό χρέος ή σε περίπτωση φούσκας τροφοδοτούμενης από τον χρηματοπιστωτικό τομέα), οφείλουν να παρουσιάζουν σαφές και δεσμευτικό σχέδιο ενεργειών για την εξάλειψη του κινδύνου. Σε περίπτωση δε μη συμμόρφωσης, προβλέπονται κλιμακούμενες ποινές, όπως συμβαίνει και με την διαδικασία δημοσιονομικών ανισορροπιών.
Πριν από λίγες μάλιστα μέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι στην τακτική διαδικασία του νέου αυτού μηχανισμού, βρέθηκαν 13 χώρες με μακροοικονομικές ανισορροπίες, οι οποίες καλούνται να παρουσιάσουν δεσμευτικά σχέδια με πειστικά μέτρα. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και πολλές «ενάρετες» χώρες του βορρά, όπως η Φινλανδία και η Ολλανδία, για υψηλό ιδιωτικό χρέος, η Γαλλία για απώλειες ανταγωνιστικότητας, όπως βέβαια και η Ισπανία, όχι μόνο για λόγους ανταγωνιστικότητας αλλά και για ευάλωτο τραπεζικό σύστημα, το οποίο καλείται να συρρικνώσει. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα αυτά περνούν κάπως απαρατήρητα οφείλεται προφανώς στο ότι χώρες που ήδη είναι σε προγράμματα προσαρμογής, υπό την εποπτεία της τρόικας, εξαιρούνται προς το παρόν από τη διαδικασία.
Πέραν επομένως από το ζήτημα χρηστής διακυβέρνησης, που τέθηκε προηγουμένως, υπάρχει και το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο που δεσμεύει τη χώρα για τον έγκαιρο εντοπισμό κινδύνων και την συνακόλουθη παρέμβαση στα αίτια που τους προκαλούν. Η Κύπρος είχε προειδοποιηθεί, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το Λουξεμβούργο και άλλες χώρες που σπεύδουν να μειώσουν την έκθεσή τους σε υπερδιογκωμένο τραπεζικό τομέα. Αν επομένως το εννοούμε ότι η θέση της χώρας είναι στην Ευρωζώνη και με δεδομένο ότι έχουμε απολέσει πλέον σειρά εργαλείων διόρθωσης λανθασμένων επιλογών –όπως η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική– οι κίνδυνοι νέων αδιεξόδων διευρύνονται σημαντικά από τις νέες διαδικασίες και τους νέους κανόνες, γεγονός που συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη ενός μηχανισμού έγκαιρης προειδοποίησης.
Σε όλα τα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί και η σημασία της αντιμετώπισης των επιπρόσθετων κινδύνων που ανακύπτουν στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος και επιβάλλουν επίκαιρες και πρόσφορες γεωοικονομικές προσεγγίσεις ως προς τις αρνητικές επιπτώσεις των πολύμορφων οικονομικών διαταραχών, οι οποίες μεταδίδονται πλέον ταχύτερα και με μεγαλύτερη ένταση.
Στο πλαίσιο λοιπόν της συνταγματικής αναθεώρησης, δίνεται μια μοναδική ευκαιρία δημιουργίας ενός τέτοιου μηχανισμού, που προϋποθέτει τη λειτουργία ενός σχετικού, υψηλότατου κύρους, θεσμού, παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας. Επικεφαλής θα είναι ένα Συμβούλιο που θα αποτελείται από 3-5 μέλη, θα ορίζεται από τον Πρόεδρο για πενταετή θητεία, με δυνατότητα ανανέωσης, και θα έχει την ευθύνη της στελέχωσης, με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, τριών επιμέρους τομέων: μιας αρχής για την ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση χρηματοοικονομικών κινδύνων, η οποία θα είναι ανεξάρτητη από το εποπτικό επιτελείο της Τράπεζας της Ελλάδος, μιας αρχής για την αξιολόγηση δημοσιονομικών και μακροοικονομικών κινδύνων καθώς και μιας αναλογιστικής αρχής για το ασφαλιστικό.
Είναι βέβαιο ότι ένας τέτοιος συνταγματικός θεσμός, εξοπλισμένος με εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας αλλά και απαλλαγμένος από υπόνοιες πολιτικής ή ιδεολογικής μεροληψίας, μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα τόσο για την πρόληψη των κινδύνων –χωρίς να αφήνει περιθώρια για εύκολα άλλοθι και προσχηματικές υπεκφυγές– όσο και για την υποβοήθηση της πολιτικής διαχείρισής τους, εφόσον εν τέλει ανακύψουν. Πέρα από αυτό, δε, οι ετήσιες εκθέσεις ενός τέτοιου, υψηλών προδιαγραφών, θεσμικού μηχανισμού είναι ευνόητο ότι θα συνέβαλλαν τα μέγιστα και στη διαμόρφωση ενός κυλιόμενου στρατηγικού σχεδίου υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης, το οποίο, δυστυχώς, συνεχίζει να αποτελεί το σημαντικότερο πολιτικό ζητούμενο.
Αλέκος Παπαδόπουλος, πρώην υπουργός
Χριστόφορος Σαρδελής, οικονομολόγος
Γιώργος Σωτηρέλης, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
|