ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ – ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ

Ένα κείμενο εθνικής  αυτογνωσίας

«Αμαρτήσαμε. Από χρόνια αμαρτήσαμε όλοι. Αμαρτήσαμε και όσοι επράξαμε και όσοι ανεχθήκαμε και οι θύτες και τα θύματα…  Λίγα χρόνια πριν. Όταν λιγοστοί προμαντεύανε και αγωνιούσαν. Βγήκαν τότε στον τόπο μας μερικοί αρρίζωτοι. Φορτωμένοι μ’ ένα μονόπλευρο ιστορικό σχήμα και με μια ρηχή φιλοσοφική εμπειρία, έτοιμοι να δεχτούν τη ριπή του πρώτου ανέμου, το επίκαιρο, το εύκολο, το φανταχτερό. Το επίκαιρο γιατί ήταν αρχοντοχωριάτες και φοβόνταν να βρεθούν αργοπορεμένοι. Το εύκολο, γιατί θέλοντας να ξεκαθαρίζουν τα προβλήματά τους … διάλεγαν τις πιο φτενές, τις πιο άκοπες λύσεις. Το φανταχτερό γιατί δεν ήταν αγνοί εραστές του πνεύματος , μα θέλαν να εκπλήξουν, να πετύχουν, να φτάσουν, εξαργυρώνοντας την πλανερή υπεροχή τους. Μας κουβάλησαν ξένα είδωλα, ξένα από τις ιστορικές μας συνθήκες, από την πνευματική μας παράδοση, ξένα από τα αγαθά που ξεχωρίζουν πανανθρώπινα και αιώνια. Σχήματα μας κουβάλησαν που βρίσκαν ανταπόκριση στη ζωή μας, σχήματα χωρίς ουσία, καλούπια απλά, βολικά, πρόσφορα να δώσουν την αυταπάτη του αληθινού και του ορθού στους νωθρούς και τους μισοαγράμματους. Τη λεοντή της επιστημονικής φορέσανε για να καλύψουν την προχειρότητα και να θαμπώσουν την ημιμάθεια. Τη θετικότητα της επιστήμης προβάλανε, ενώ κινούνταν από έναν φανατισμένο μυστικισμό, από ένα αυτοθρεφόμενο πάθος, από μίσος, από καταπιεσμένες ορμές.

«Αμάρτησαν  οι ηγέτες του πνεύματος. Αφιλοσόφητοι και μικρόψυχοι ντράπηκαν να τους λεν καθυστερημένους και δέχθηκαν τα ξένα είδωλα σαν μόδα, σαν πρόοδο. Τα δέχτηκαν γιατί δεν είχαν ένα Θεό δικό τους ν’ αντιτάξουνε, δεν είχαν τη ρώμη της αντίστασης.

«Αμάρτησαν  οι ηγέτες της πολιτείας, γιατί με όλη τη διορατικότητα για τα επιφαινόμενα και για τις ενδεχόμενες συμπλοκές  των δε δείξαν διορατικότητα για την ηθική ρίζα των προβλημάτων.

«Εκ βαθέων εκέκραξά σε, Κύριε. Δύτες να γίνουμε  και από τα έγκατα της ύπαρξής  μας, εκεί που ο θεός μας αναπαύεται, να αντλήσουμε τις παράφορες δυνάμεις της απελπισίας και της πίστης που προκαλεί το θαύμα και αναγκάζει τη θέληση να θελήσει το θέλημά της. Τρεις χιλιάδες χρόνια επιζήσαμε στις αμαρτίες μας, θα επιζήσουμε και τώρα. Πως; Πότε; Ποιος θ’ αρχίσει την άνωση; Κάποιος, κάπου, κάποτε θα βρεθεί. Και άλλοι θα βρεθούν ν’ ακολουθήσουν. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, χωρίς να χαλάσει η ισορροπία του κόσμου…»

 

 

   Ομιλίες

   Συνεντεύξεις

   Video

   Βουλή

 

Best viewed with:

800 x 600

 

Home