ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ‘‘ΤΟ ΒΗΜΑ’’
21 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2007
Με τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια να φτάνουν πλέον σε ιλιγγιώδη ύψη, πληθαίνουν οι κραυγές ανησυχίας για τον υπερδανεισμό των ελληνικών νοικοκυριών, που σε συνδυασμό με το υψηλότατο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, καταδεικνύει την καταναλωτική φρενίτιδα που μας έχει κυριεύσει, η οποία μάλιστα αναλώνεται κυρίως σε βιομηχανικά προϊόντα άλλων χωρών.
Υπάρχουν μύριοι τρόποι να ανακοπεί ο υπερκαταναλωτισμός που οδηγεί στον υπερδανεισμό των Ελλήνων, χωρίς ούτε ο ανταγωνισμός να θιγεί, ούτε η κοινοτική νομοθεσία να παραβιασθεί, ούτε οι τράπεζες να περιορισθούν, ούτε το ‘‘πνεύμα της Βασιλείας’’ να παρακαμφθεί. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να εφαρμόσουμε ότι έγινε στη Βουλγαρία, που είναι σοβαρό κράτος. Πρόσφατα εκεί ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας εξέδωσε διαταγή – οδηγία στις εμπορικές τράπεζες που τις υποχρεώνει να χορηγούν τα πάσης φύσεως δάνεια στους Βούλγαρους πολίτες αποκλειστικά και μόνο με βάση τις φορολογικές δηλώσεις τους και όχι με βάση τα εισοδήματα που προέρχονται από την παραοικονομία. Σε περίπτωση δε που κάποια τράπεζα παραβιάσει τον κανόνα αυτό και δώσει δάνειο μεγαλύτερο από αυτό που αντιστοιχεί στη φορολογική του δήλωση, προβλέπεται ότι το επιπλέον χορηγούμενο ποσό καταλογίζεται, με αυξημένο μάλιστα συντελεστή, σε βάρος του εποπτικού κεφαλαίου της τράπεζας.
Στην Ελλάδα δεν ακολουθείται η πρακτική όλων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αφού πολλές εμπορικές τράπεζες δεν χορηγούν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια με βάση αποκλειστικά τη φορολογική δήλωση των πελατών τους, αλλά για τη συνολική εκτίμηση των ετήσιων εισοδημάτων τους συνυπολογίζουν προσθετικά και τα άδηλα εισοδήματα που οι ίδιες εκτιμούν ότι οι πελάτες τους προσπορίζουν.
Μέχρι σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος δεν εξέδωσε παρόμοια οδηγία, όπως η αντίστοιχη της Βουλγαρίας. Θα ήταν τουλάχιστον ευγενικό να έδινε μια απάντηση γιατί υπάρχει αυτή η καθυστέρηση. Θα προτιμούσα μάλιστα η απάντηση αυτή να ήταν ευκρινής και πειστική.
|