ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ‘‘ΤΟ ΒΗΜΑ’’
1/6/2006
‘‘Τ’ αδικήματα δεν εξαλείφονται’’
Οι απορίες και οι προβληματισμοί που μας δημιουργούνται από την καθυστέρηση διεκπεραίωσης της προκαταρκτικής εξέτασης εκ μέρους των εισαγγελικών αρχών, όχι μόνο δεν διαλύονται, αλλά όσο περνάει ο καιρός ενισχύονται.
Έχουμε τονίσει επανειλημμένα ότι ο ρόλος των εισαγγελικών αρχών στη φάση αυτή είναι περιορισμένος. Θα έπρεπε σε πολύ σύντομο χρόνο να συγκεντρώσουν τα απολύτως αναγκαία στοιχεία, που τους επιτρέπουν να ασκήσουν τις αρμόζουσες ποινικές διώξεις. Δεν μπορούν οι εισαγγελείς συνεχώς να ερευνούν και να αναμένουν στοιχεία από τη διοίκηση, οικειοποιούμενοι έργα ανακριτή.
Από τη μια πλευρά, λοιπόν, έχουμε τις καθυστερήσεις αυτές, χωρίς ένα ορατό τέλος, και από την άλλη τις πανυγυρικές δηλώσεις της Κυβέρνησης για επιστροφή των ομολόγων και για πλήρη ικανοποίηση των Ταμείων και μάλιστα με «κέρδος». Δηλώσεις οι οποίες «δείχνουν» ότι έτσι μπορεί δήθεν να κλείσει το τεράστιο αυτό ζήτημα ηθικά, πολιτικά και ποινικά.
Ματαιοπονούν όμως και ας το γνωρίζουν καλά αυτό.
Μας ανησυχεί ιδιαίτερα ο τρόπος που ενεργεί η Κυβέρνηση με τη διαφαινόμενη, μάταιη βέβαια, αναζήτηση σωσιβίου από τα αδιέξοδά της, μέσω του θεσμού της «έμπρακτης μετάνοιας», που προβλέπει το ποινικό μας δίκαιο για ορισμένα εγκλήματα, όπως είναι η απάτη, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση των ομολόγων, ως λόγο απαλλαγής από κάθε ποινική ευθύνη.
Πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Ποινικός μας Κώδικας προβλέπει ότι το αξιόποινο, μεταξύ άλλων, και της απάτης, ακόμη και κακουργηματικής, εξαλείφεται αν ο υπάιτιος με δική του θέληση και πριν εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς το ζημιωθέντα.
Σύμφωνα όμως με τον Π. Κωδ. δεν είναι όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν δεκτικά έμπρακτης μετάνοιας (πχ. απιστία περί την υπηρεσία). Όπως επίσης ούτε η επιστροφή από μόνη της των χρημάτων και των προμηθειών συνιστά έμπρακτη μετάνοια, αφού η τυχόν επιστροφή θα υλοποιηθεί κάτω από την ασφυκτική πίεση της δημόσιας κατακραυγής και όχι εκούσια.
Μας ανησυχεί λοιπόν και μόνο η ενδεχόμενη επικράτηση της σκέψης ότι με την διατυμπανιζόμενη επιστροφή των ομολόγων «ξεπλύνονται» δήθεν όλα τα ανομήματα, πρώτα ποινικά και ύστερα πολιτικά και ηθικά.
Επανερχόμαστε στα αμείλικτα ερωτήματα:
Γιατί μέχρι τώρα δεν έχουν κληθεί από τις αρμόδιες αρχές να εξεταστούν οι κυρίως υπεύθυνοι και πρωταγωνιστές του σκανδάλου και μέχρι πότε θα καθυστερεί η άσκηση των ποινικών διώξεων;
Δεν ανησυχούν οι αρμόδιοι εισαγγελείς ότι με την επί τρίμηνο και πλέον καθυστέρηση της υπόθεσης στα χέρια τους μπορεί να οδηγήσουν, έστω και αθέλητα, την Δικαιοσύνη σε ενδεχόμενη εμπλοκή της σε παιχνίδια τρίτων για την εξυπηρέτηση ανομολόγητων σκοπών;
Άραγε ποιος μπορεί ν’ αντέξει το βάρος μιας τέτοιας εξέλιξης ή ακόμα χειρότερα μιας τυχόν ‘‘τεχνητής’’ απαλλαγής, έστω και για ένα μέρος των αδικημάτων που διαπράχθηκαν;
|